Της Ελένη Αστερίου. Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη, www.marxistikiskepsi.gr
Ήδη τη δεκαετία του 1980 η ιστοριογραφική σκηνή για το θέμα του φασισμού είχε αρχίσει να αλλάζει ριζικά και ο φασισμός άρχισε να εξαφανίζεται από τον λόγο των ακαδημαϊκών ιστορικών. Οι ανατροπές στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη μετά το 1989 επέτειναν αυτή την αλλαγή. Οικείες έννοιες και ζητήματα κυριολεκτικά εκτοπίστηκαν, η ταξική θεωρία υποχώρησε, ο μεταμοντερνισμός έφθασε στο απόγειό του στον ακαδημαϊκό λόγο.
Στη δεκαετία του 1980 ο συντηρητικός Γερμανός ιστορικός Ερνστ Νόλτε προκάλεσε τη λεγόμενη διαμάχη των ιστορικών με τις θέσεις του για τον ναζισμό και την Τελική Λύση. Ο Νόλτε είναι διαβόητος για τη θέση του ότι η εισβολή του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ήταν αμυντική ενέργεια εναντίον της απειλής του κομμουνισμού και των εβραίων και ότι το Ολοκαύτωμα ή, όπως το θέτει ο ίδιος, «η λεγόμενη εξόντωση των εβραίων» ήταν αντίδραση ή ακόμη και μίμηση των υπερβολών της σοβιετικής ταξικής πάλης. Ο Νόλτε κατηγορήθηκε τότε ότι σχετικοποιούσε και ακόμη εξανθρώπιζε τον ναζισμό και τα εγκλήματά του μέσα από αυτή τη σύγκριση. Σε αυτό ο Νόλτε απαντούσε ότι μέσα από τη σύγκριση με παρόμοια μαζικά εγκλήματα του αιώνα θέλει να σταματήσει «τη δαιμονοποίηση του Τρίτου Ράιχ» και να απελευθερώσει τους Γερμανούς από την «παθολογική κατάστασή» τους να ζουν ακόμη στη σκιά του εθνικοσοσιαλισμού και έτσι να βοηθήσει τη Γερμανία, με καθαρή συνείδηση, «να ξαναγίνει πνευματικό ζωτικό έθνος».1
Έκτοτε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι. Η σχετικοποίηση του ναζισμού και του φασισμού δεν σοκάρει πια, αλλά αντίθετα έγινε δημόσιο δόγμα της «Ευρώπης» μέσα από την ταύτιση και την από κοινού καταδίκη του κομμουνισμού και του φασισμού. Ο «αναθεωρητισμός» στην ιστοριογραφία του φασισμού και του ναζισμού κυριαρχεί. Η περίπτωση του Ντέιβιντ Ίρβινγκ, αρνητή του Ολοκαυτώματος, είναι ακραία αλλά ταυτοχρόνως και βολική στην ομόφωνη καταδίκη της. Όμως πλάι της ανθεί μια ολόκληρη ιστοριογραφία που εντάσσει το Ολοκαύτωμα στο γενικό πλαίσιο των γενοκτονιών του αιώνα μας, στην πραγματικότητα μορφή σχετικοποίησης τόσο της συστηματικής εξόντωσης των έξι εκατομμυρίων εβραίων της Ευρώπης όσο και του ίδιου του ναζιστικού εγκλήματος.
Η σύγχρονη ιστοριογραφία για το θέμα έχει ένα κοινό: τη συστηματική προσπάθεια να αποταξικοποιηθεί το ζήτημα του φασισμού και του ναζισμού, να αποδεσμευτεί από το κοινωνικό σύστημα που τον γέννησε, να παραμεριστεί το καίριο ζήτημα του ποια κοινωνική τάξη υπηρέτησε και εναντίον ποιας κοινωνικής τάξης στρεφόταν, η οποία υπήρξε και το κύριο θύμα της βίας και της κτηνωδίας του.
Το υπόβαθρο εμφάνισης του φασισμού
Η ίδια η κρίση του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση του και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είχαν οδηγήσει ήδη στο σφαγείο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η Οκτωβριανή επανάσταση είχε θέσει στην ημερήσια διάταξη την προλεταριακή επανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η σταθεροποίηση του καπιταλισμού μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν μερική και ασταθής προμηνύοντας ακόμη βαθύτερη κρίση, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί με το κραχ του 1929 και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε· ακόμη μεγαλύτερη ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οποία θα οδηγούσε τελικά στην πρωτοφανή βαρβαρότητα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Σʼ αυτό το υπόβαθρο της γενικευμένης κρίσης του καπιταλισμού και της σύγκρουσης ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση σε ευρωπαϊκή κλίμακα κατά τον μεσοπόλεμο αναπτύχθηκε ο φασισμός ως ευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ιστορική ήττα της εργατικής τάξης από τον φασισμό σε μια σειρά χώρες άνοιξε τον δρόμο για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις φρικαλεότητές του.
Το κεφάλαιο προσέφυγε στη λύση του φασισμού ως αποφασιστικού όπλου εναντίον της απειλής την οποία αντιπροσώπευε το εργατικό κίνημα αλλά και ως λύση στα προβλήματα του ίδιου του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, ως προσπάθεια να ξεπεράσει τον σιδερένιο κλοιό των ίδιων του των αντιφάσεων.
Στην Ευρώπη η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν η συνηθέστερη μορφή πολιτικού καθεστώτος της αστικής τάξης. Είναι αλήθεια ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με κοινοβουλευτικό καθεστώς ενισχύονταν οι τάσεις προς το «ισχυρό κράτος» τόσο για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χρόνιας κρίσης που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο μέσα από τη στήριξη του κράτους όσο και για να κτυπηθούν οι εργατικοί αγώνες. Σε ορισμένες χώρες, όπως στην Ιταλία και στη Γερμανία, οι οποίες ανήλθαν καθυστερημένα στη σκηνή του ιμπεριαλισμού και αντιμετώπιζαν μια κατάσταση στην οποία οι καλύτερες θέσεις ήταν κατειλημμένες από άλλους ιμπεριαλισμούς, η ανάγκη ισχυρού κράτους με τη μορφή του φασισμού τέθηκε επιτακτικά. Για να ξαναμπεί σε κίνηση ο μηχανισμός του καπιταλιστικού κέρδους, η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της έπρεπε να συντριβούν και να δεθούν χειροπόδαρα, να καταλυθούν ο κοινοβουλευτισμός και κάθε δημοκρατική ελευθερία που τον συνοδεύει.
Η μικροαστική αντεπανάσταση
Όπως γράφει ο Τρότσκι στο Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία (26 Σεπτεμβρίου 1930): «Για να μπορέσει η κοινωνική κρίση να καταλήξει στην προλεταριακή αντεπανάσταση είναι απαραίτητο, εκτός από τις άλλες συνθήκες, οι μικροαστικές τάξεις να κλίνουν αποφασιστικά στην πλευρά του προλεταριάτου. Αυτό επιτρέπει στο προλεταριάτο να μπει επικεφαλής του έθνους και να το διευθύνει.»2
Η μικροαστική τάξη, που η ανάπτυξη του καπιταλισμού και των μονοπωλίων υπονόμευε τις συνθήκες της ύπαρξής της, πτωχευμένη από την κρίση και σε απόγνωση, αποτέλεσε την πρώτη ύλη των φασιστικών κινημάτων. Η πολιτική τέχνη του φασισμού έγκειται στο ότι κατάφερε να συνενώσει τα ετερόκλιτα στοιχεία των ενδιάμεσων στρωμάτων σε μια κοινή εχθρότητα ενάντια στην εργατική τάξη. «Ανίσχυρη μπροστά στο κεφάλαιο, η μικρομπουρζουαζία ελπίζει με την καταστροφή των εργατών να ξανακερδίσει πάλι μια κοινωνική αξιοπρέπεια.»3
Η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα έχουν κοινά αλλά όχι ταυτόσημα συμφέροντα απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Σε περιόδους βαθιάς κρίσης όλου του κοινωνικού συστήματος το προλεταριάτο μπορεί να κερδίσει τα μεσαία στρώματα όχι απαρνούμενο το σοσιαλιστικό πρόγραμμά του, αλλά πείθοντάς τα για την ικανότητά του να οδηγήσει την κοινωνία σε έναν νέο δρόμο.
Αυτός ο συνδυασμός της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και της αδυναμίας των εργατικών οργανώσεων αποτέλεσε το έδαφος στο οποίο ενδιάμεσα στρώματα, βαθιά δυσαρεστημένα από την υλική και ηθική κατάστασή τους και προσβλέποντας σε ριζική αλλαγή, στράφηκαν στον φασισμό, ως έκφραση της αντεπαναστατικής απελπισίας τους.
«Στο παρελθόν έχουμε παρατηρήσει (Ιταλία, Γερμανία) μιαν απότομη ενίσχυση του φασισμού, νικηφόρου ή τουλάχιστον απειλητικού, ύστερʼ από μιαν εξαντλημένη ή αποτυχημένη επαναστατική κατάσταση, στο τέλος μιας επαναστατικής κρίσης στη διάρκεια της οποίας η προλεταριακή πρωτοπορία φανέρωσε την ανικανότητά της να μπει επικεφαλής του έθνους για να αλλάξει την τύχη όλων των τάξεων, μαζί και της μικρομπουρζουαζίας. Ακριβώς αυτό επέτρεψε στο φασισμό στην Ιταλία να αποκτήσει τεράστια δύναμη. Μα σήμερα στη Γερμανία δεν έχουμε το τέλος μιας επαναστατικής κατάστασης, αλλά τον ερχομό της. (…) Το γεγονός ότι [ο φασισμός] είχε τη δυνατότητα να καταλάβει μια τόσο ισχυρή βάση αφετηρίας στις παραμονές μιας επαναστατικής περιόδου και όχι στο τέρμα της – αυτό αποτελεί όχι το ασθενικό σημείο του φασισμού, αλλά το ασθενικό σημείο του κομμουνισμού.»4
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη του μεσοπολέμου επιβεβαίωσαν με τραγικό τρόπο την κρίση της Κλάρας Τσέτκιν το 1923: «Ο φασισμός είναι η τιμωρία που κτυπά το προλεταριάτο, επειδή δεν συνέχισε την επανάσταση που άρχισε στη Ρωσία.»
Ποιοι στήριξαν τον Μουσολίνι
Αρχικά το κεφάλαιο χρησιμοποίησε τις φασιστικές συμμορίες ως ένοπλες ομάδες ενάντια στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερμανία η βία των φασιστικών συμμοριών ασκούνταν με την ανοχή, την κάλυψη και τη στήριξη της αστυνομίας και του στρατού.
Ακόμη και πριν από την άνοδο των φασιστών στην εξουσία η ανάπτυξη του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι και του ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ θα ήταν αδύνατες χωρίς την οικονομική στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των Ιταλών φασιστών.
Η έκθεση του γενικού επιθεωρητή της αστυνομίας προς το υπουργείο Εσωτερικών στις 4 Ιουνίου 1919 για τα Fasci di combattimento του Μουσολίνι ανέφερε μεταξύ των πηγών χρηματοδότησής τους την εταιρεία Pirelli και την Ansaldo, εταιρεία πυρομαχικών.
Μεταξύ των σημαντικών χρηματοδοτών του Μουσολίνι περιλαμβάνονταν ο Τζιοβάνι Ανιέλι της Fiat, ο οποίος έγινε γερουσιαστής λίγο μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και του οποίου τη συμβολή στην άνοδο του φασισμού αναγνώρισε δημοσίως ο Ντούτσε.
Η διαδικασία με την οποία η στήριξη της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού κατεστημένου στις φασιστικές ομάδες του Μουσολίνι ως συμμορίες εναντίον του εργατικού κινήματος μετατράπηκε σε ανάθεση της πολιτικής εξουσίας στον φασισμό υπήρξε πολύ πιο σύντομη από την αντίστοιχη στη Γερμανία. Aς υπενθυμίσουμε ότι η διαδικασία ανόδου του φασισμού στην εξουσία συντελείται στο έδαφος της ατελέσφορης επαναστατικής κινητοποίησης του ιταλικού προλεταριάτου το 1920.
Τον Μάιο του 1921 ο πρωθυπουργός Τζολίτι διέλυσε τη βουλή και προκήρυξε εκλογές. Περιέλαβε τους φασίστες στα ψηφοδέλτια του κυβερνητικού εκλογικού συνασπισμού («Εθνικό Μπλοκ»). Έτσι οι φασίστες εκπροσωπούνταν πλέον στη βουλή με 38 βουλευτές, στους οποίους περιλαμβανόταν ο Μουσολίνι. Η προεκλογική εκστρατεία του Μουσολίνι, που συνοδευόταν από όργιο βίας και δολοφονιών, είχε την οικονομική στήριξη της Confindustria, της ένωσης των βιομηχάνων, η οποία είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο. Από την πλευρά της η Ένωση Τραπεζών ενίσχυσε το φασιστικό κίνημα του Μουσολίνι με 20 εκατομμύρια λιρέτες.
Το ειδύλλιο ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους φασίστες του Μουσολίνι ήταν αμοιβαίο. Στις 14 Ιανουαρίου 1921 η εφημερίδα του Μουσολίνι Popolo dʼItalia διακήρυσσε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν μόλις στην αρχή της ιστορίας του.
Τον Νοέμβριο του 1921 στη Ρώμη το φασιστικό κίνημα γινόταν κόμμα στο ιδρυτικό συνέδριο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. Το συνέδριο καλούσε για ένα ισχυρό ιταλικό κράτος και υιοθετούσε τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. «Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος ήταν υπέρ της παραγωγικότητας και του “οικονομικού φιλελευθερισμού”, σε αντίθεση με την ταξικότητα και τον κολεκτιβισμό.»5
Τα ερείσματα των φασιστών μέσα στον στρατό ενισχύονταν συνεχώς. «Στις 7 Οκτωβρίου [1922] δύο ανώτατοι στρατηγοί ενημέρωσαν τον Βίκτωρα Εμμανουήλ τον ΙΙΙ ότι ο στρατός διέκειτο μάλλον φιλικά προς το φασισμό. (…) Ο νέος Πάπας, ο Πίος ΧΙ, που εκλέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1922, υιοθέτησε μια παρόμοια ευνοϊκή στάση, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου αναρτούσε φασιστικές σημαίες στον καθεδρικό ναό.» Ο ιός του φασισμού εξαπλωνόταν και στα αστικά κόμματα. Ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος, Αντόνιο Σαλάντρα, «δήλωνε πολύ ευτυχής να αποκαλείται “Επίτιμος φασίστας”».6
Ήδη από το 1922 ο Μουσολίνι είχε αρχίσει τις επαφές με το Βατικανό, που αργότερα θα κατέληγαν στο κονκορδάτο του φασιστικού καθεστώτος με την Καθολική Εκκλησία. Τον Σεπτέμβριο του 1922 σε ομιλία του στο Ούντινε, εγκαταλείποντας την προγενέστερη ρητορική του υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο Μουσολίνι δήλωνε τη συμπάθειά του για τη μοναρχία.7
Με τη στήριξη των βιομηχάνων και των τραπεζιτών, του στρατού και της αστυνομίας, της μοναρχίας και του Βατικανού ο δρόμος για την άνοδο των φασιστών στην εξουσία ήταν ανοιχτός. Μετά από πρόσκληση του βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ τη νύχτα της 29ης Οκτωβρίου 1922 ο Μουσολίνι έφθανε με τρένο στη Ρώμη το πρωί της 30ης Οκτωβρίου και οριζόταν πρωθυπουργός. Η διαβόητη πορεία στη Ρώμη των μελανοχιτώνων του θα έφθανε μετά το γεγονός και θα παρήλαυνε για τη νίκη του φασισμού την επόμενη ημέρα, μια νίκη αδύνατη χωρίς τη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου και του αστικού πολιτικού κατεστημένου. Σχηματίζοντας την κυβέρνησή του ο Μουσολίνι θα έδινε το υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου στον πολυεκατομμυριούχο επιχειρηματία Τεόφιλο Ρόσι. Σύντομα θα ακολουθούσαν η διάλυση του κοινοβουλίου στις 3 Ιανουαρίου του 1925, η απαγόρευση όλων των κομμάτων, η κατάργηση όλων των ελευθεριών και η επιβολή της ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας.
Εκκαθάριση των πληβείων φασιστών – φασιστικοποίηση του κράτους
Στην πρώτη κυβέρνηση του Μουσολίνι πάνω από τους μισούς υπουργούς ανήκουν στο παλιό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης. Όμως αρχίζει ήδη η φασιστικοποίηση του κράτους. Τον Ιανουάριο του 1923 ο Μουσολίνι δημιουργεί πλάι στο υπουργικό συμβούλιο το φασιστικό «Μεγάλο Συμβούλιο». Την περίοδο 1925 έως 1926 απομακρύνεται από τη σκηνή το παλιό αστικό πολιτικό προσωπικό. Άλλοι προσχωρούν στον φασισμό, άλλοι αποσύρονται από την πολιτική ζωή, κάποιοι παίρνουν ή εξαναγκάζονται να πάρουν τον δρόμο της εξορίας. Από το 1925 η κυβέρνηση αποτελείται αποκλειστικά από φασίστες.
Νόμος του Δεκεμβρίου του 1925 δίνει στον αρχηγό της κυβέρνησης τη δυνατότητα να απομακρύνει από τη θέση τους δημοσίους υπαλλήλους και στρατιωτικούς που οι ενέργειές τους είναι «ασυμβίβαστες με τις πολιτικές αρχές της κυβέρνησης». Με τον νόμο της 9ης Δεκεμβρίου 1928 ολοκληρώνεται η οικοδόμηση του ολοκληρωτικού κράτους. Το «Μεγάλο Συμβούλιο» γίνεται το «ανώτατο όργανο επιφορτισμένο να συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του καθεστώτος». Το φασιστικό κόμμα συγχωνεύεται με το κράτος. Στο εξής ο γραμματέας του κόμματος ορίζεται με κυβερνητικό διάταγμα και κατέχει λειτουργία υπουργού.
Όμως αυτή η διαδικασία απορρόφησης του κράτους από το φασιστικό κόμμα συνοδεύτηκε παράλληλα ήδη από το 1923 από τη διαδικασία καθυπόταξης του κόμματος στο φασιστικό κράτος. «Χρειάστηκε τον πρώτο χρόνο να απαλλαγώ από 150.000 φασίστες για να δώσω μεγαλύτερη ένταση στο κόμμα», έλεγε ο Μουσολίνι στον Έμιλ Λούντβιχ. «Μόνο αργότερα μπόρεσα να αρχίσω να προσελκύω μια ελίτ, για να μετασχηματίσω όλο και περισσότερο τη βία σε τάξη.»8
Το φασιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα πληβειακά στοιχεία, χρήσιμα για να μετατρέψουν το φασιστικό κίνημα σε υπολογίσιμη δύναμη, που είχαν πάρει στα σοβαρά τη φασιστική αντιπλουτοκρατική δημαγωγία και διαμαρτύρονταν για το imborghesimento (αστικοποίηση) του φασιστικού κόμματος. Ένα δεύτερο κύμα εκκαθαρίσεων του φασιστικού κόμματος πραγματοποιείται το 1925-26. Μια ακόμη φουρνιά παλιών φασιστών πετιέται έξω από το κόμμα, ενώ στη συνέχεια ο Φαρινάτσι απομακρύνεται από τη θέση του γραμματέα του κόμματος. Το 1928 είναι η σειρά του Ροσόνι, γενικού γραμματέα της φασιστικής συνομοσπονδίας, και των πληβείων «συνδικαλιστών» τους οποίους είχε τοποθετήσει σε διάφορα πόστα της οργάνωσης. Στην πραγματικότητα ο Μουσολίνι αποφασίζει τη συγχώνευση του φασιστικού κόμματος και του κράτους μόνο όταν το κόμμα έχει μετατραπεί σε διοικητική μηχανή πιστή στις διαταγές του. Με βάση τον ίδιο τον νόμο του 1928 το φασιστικό κόμμα είναι «πολιτοφυλακή στην υπηρεσία του κράτους».
Όσο για τις ένοπλες φασιστικές ομάδες, ήδη από το 1924 ο Μουσολίνι θέτει επικεφαλής τους αξιωματικούς του στρατού. Μέρος τους μετατρέπεται σε «εφεδρικές δυνάμεις». Οι μονάδες της φασιστικής πολιτοφυλακής που συμμετέχουν ως τέτοιες σε πολεμικές επιχειρήσεις εντάσσονται σε σώματα στρατού και είναι υπό τις διαταγές των αξιωματικών τους. Αυτό ισχύει για τους μελανοχίτωνες που συμμετέχουν στον πόλεμο της Αβησυνίας.
Ενώ το πρώτο διάστημα οι φασιστικές πολιτοφυλακές είναι επιφορτισμένες με την εσωτερική τάξη και την υπεράσπιση του φασιστικού καθεστώτος, αυτό το καθήκον περνά όλο και περισσότερο στους καραμπινιέρους, οι οποίοι υπάγονται στον στρατό και διοικούνται από στρατηγό του στρατού.
Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη ο στρατός αποκτά όλο και πιο κυρίαρχη θέση στο καθεστώς, ιδίως μετά τη νίκη στην Αιθιοπία του στρατηγού Μπαντόλιο, ο οποίος προάγεται σε στρατάρχη. «Ο στρατός», έγραφε η εφημερίδα Giornale dʼ Italia, «γίνεται, με τη θέληση του φασισμού, η νέα αριστοκρατία του έθνους.»9 Βέβαια ο ίδιος ο στρατός υφίσταται διαδικασία φασιστικοποίησης. Από το 1934 σε όλες τις σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών γίνονται μαθήματα «φασιστικής παιδείας», ενώ διάφορα μέτρα διευκολύνουν την είσοδο των αξιωματικών στο φασιστικό κόμμα.
Οι μελανοχίτωνες πληβείοι υπήρξαν οι αντεπαναστατικές συμμορίες που με τη βία τους αποδυνάμωσαν το εργατικό κίνημα και αποτέλεσαν τη δύναμη κρούσης που συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού στην εξουσία. Όμως η φασιστική «επανάσταση» δεν έφερε στην πολιτική εξουσία τα πληβειακά στοιχεία.
Παρουσιάζοντας κάπως μονομερώς αυτή τη διαδικασία, ο Στάνλεϊ Πέιν γράφει ότι με εξαίρεση τα ανώτερα κλιμάκια του κράτους που επανδρώθηκαν από ηγετικά στελέχη του φασιστικού κόμματος, «ο δικαστικός και διοικητικός μηχανισμός της ιταλικής κυβέρνησης παρέμεινε άθικτος. (…) Η επίσημη θέση του καθεστώτος του Μουσολίνι ήταν ότι μέλη του φασιστικού κόμματος δεν ήταν ανάγκη να κατέχουν τις κυβερνητικές και γραφειοκρατικές θέσεις, αλλά ότι το πνεύμα και η πολιτική της κυβέρνησης, καθώς και φυσικά οι υπάρχοντες γραφειοκράτες της, απλά θα φασιστικοποιούνταν (fascistizzato) και θα ακολουθούσαν τα δόγματα του κόμματος.»10
Εδώ ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στην ταξική σύνθεση του ιταλικού φασιστικού κόμματος, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, γιατί έχει προβληθεί ακόμη και η άποψη ότι τα φασιστικά κινήματα πάτησαν στην εργατική τάξη και στους προερχόμενους από αυτή ανέργους. Το 1927 το 75% των μελών του ιταλικού φασιστικού κόμματος προέρχονταν από τη μικροαστική και τη μεσοαστική τάξη, το 15% από την εργατική τάξη (ενώ το ποσοστό της εργατικής τάξης στον πληθυσμό ανερχόταν σε 41,5%) και το 10% από την ελίτ. Όσον αφορά την ηγεσία του, το 80% των μελών της προερχόταν από τα μεσαία στρώματα.
Καταστολή και υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης
Υπό το φασιστικό καθεστώς η τάξη των καπιταλιστών διατήρησε την αυτονομία της. Τώρα χάρη στην καταστολή, στην αστυνόμευση της δημόσιας ζωής, στη διάλυση όλων των εργατικών οργανώσεων, στην απαγόρευση των απεργιών, οι καπιταλιστές εξασφάλιζαν όρους πειθάρχησης και υπερεκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Επιπλέον, η ιμπεριαλιστική πολιτική και οι κατακτητικοί πόλεμοι του μουσολινικού καθεστώτος ικανοποιούσαν τις επιδιώξεις της ιταλικής αστικής τάξης για αποικιακές κατακτήσεις.
Τον Αύγουστο του 1923 το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο καλεί την Confindustria, τη συνομοσπονδία των βιομηχάνων, να έρθει σε μόνιμη σχέση με τα φασιστικά συνδικάτα. Τον Δεκέμβριο του 1923 συνάπτεται η λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Σίγκι, με την οποία η Confindustria αναγνωρίζει επισήμως τα φασιστικά συνδικάτα, με τα οποία συγκροτεί μόνιμη κοινή επιτροπή με στόχο την «εναρμόνιση» της πολιτικής τους. Όμως παρά την πίεση και τη φασιστική τρομοκρατία οι εργάτες αντιστέκονται και η πρόοδος των φασιστικών συνδικάτων είναι μικρή. Θα χρειαστεί η επιβολή της ολοκληρωτικής δικτατορίας του φασισμού το 1925 για να επιτευχθεί η πλήρης διάλυση των εργατικών συνδικάτων. Στις 2 Οκτωβρίου 1925 με τη λεγόμενη συμφωνία του Ανακτόρου Βιντόνι η Confindustria αναγνωρίζει στα φασιστικά συνδικάτα το αποκλειστικό μονοπώλιο. Στο εξής η εργοδοσία παρακρατεί από τους μισθούς των εργαζομένων τις «συνδικαλιστικές εισφορές» για τα φασιστικά συνδικάτα, ενώ η περιουσία των εργατικών συνδικάτων κατάσχεται και μεταβιβάζεται στα φασιστικά συνδικάτα.
Στην πραγματικότητα τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά όργανα διοίκησης του κράτους. Σε ομιλία του στις 11 Μαρτίου 1926 ο Μουσολίνι δηλώνει: «Ο φασιστικός συνδικαλισμός είναι ένα ισχυρό μαζικό κίνημα, πλήρως ελεγχόμενο από τον φασισμό και την κυβέρνηση, ένα μαζικό κίνημα που υπακούει.»11 Τα φασιστικά συνδικάτα είναι όργανα πολιτικής πειθαρχίας για την επιβολή στους εργαζομένους των συνθηκών εργασίας και των μισθών που ορίζει η εργοδοσία.
Οι κορπορατίστικοι θεσμοί τους οποίους επιβάλλει το φασιστικό κράτος στο όνομα της «ενότητας του έθνους» δεν είναι παρά μέσα μετατροπής της θέλησης της εργοδοσίας σε αποφάσεις της «διαιτησίας» του φασιστικού κράτους. Ο Μουσολίνι δηλώνει στον πρόεδρο της Confindustria: «Διαβεβαιώνω τον κ. Μπένι ότι όσο είμαι στην εξουσία, οι εργοδότες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα από το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας.»12 Το δικαστήριο εργατικής διαιτησίας καθιερώθηκε το 1926.
Οι καπιταλιστές διαθέτουν πλέον ένα ισχυρό κράτος, που με μια σειρά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα θα εξασφαλίσει τα κέρδη τους και τη διεύρυνσή τους. Χάρη στις συνθήκες τις οποίες επιβάλλει το φασιστικό κράτος, με τη διάλυση και τις διώξεις εις βάρος των εργατικών οργανώσεων, την απαγόρευση των απεργιών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, την αποκατάσταση του εργοδοτικού απολυταρχισμού στο εσωτερικό της επιχείρησης, είναι δυνατή η σφαγή των μισθών. Το φασιστικό κράτος χρησιμοποιεί τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να εμποδίζει οποιαδήποτε ανεξάρτητη οργάνωση στο εσωτερικό των εργατικών μαζών. Τα φασιστικά συνδικάτα δεν είναι παρά οργανώσεις αστυνομικής επιτήρησης των εργατών. Στο εξής η πάλη εναντίον της εργοδοσίας θεωρείται πάλη εναντίον του κράτους, η θέληση των εργοδοτών μετατρέπεται σε αποφάσεις της φασιστικής εξουσίας οι οποίες επιβάλλονται στους εργάτες με τα μέσα της αστυνομικής δικτατορίας.
Οι εργάτες που αρνούνται να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της «διαιτησίας» τιμωρούνται με φυλάκιση ενός μηνός έως ενός έτους και με πρόστιμο 100 έως 10.000 λιρέτες. Η απεργία θεωρείται έγκλημα «εναντίον της κοινωνικής συλλογικότητας» και τιμωρείται με φυλάκιση έως τριών ετών, ενώ οι υποκινητές υπόκεινται σε ποινές φυλάκισης μέχρι επτά ετών.
Το κράτος επικυρώνει τους μισθούς που πληρώνουν οι εργοδότες στους μισθωτούς τους. Το υπουργείο των Συντεχνιών στη Ρώμη συντάσσει με βάση τις οδηγίες της εργοδοσίας «συμβάσεις», τις οποίες στη συνέχεια υπογράφουν οι διορισμένοι ηγέτες των φασιστικών συνδικάτων. Εδώ ας σημειώσουμε ότι διάταγμα της 22ης Νοεμβρίου 1928 διαλύει τη φασιστική συνομοσπονδία και καθιερώνει 13 ομοσπονδίες βιομηχανικών κλάδων.
Διάταγμα της 30ης Ιουνίου 1934 επαναφέρει το βιβλιάριο εργασίας, στο οποίο οι αρχές σημειώνουν αν η συμπεριφορά του κατόχου του είναι «ικανοποιητική από εθνική άποψη» και ο εργοδότης υποδεικνύει σε περίπτωση απόλυσης αν ο εργαζόμενος είναι «άξιος εμπιστοσύνης» ή όχι. Από τον Ιανουάριο του 1936 το βιβλιάριο περιλαμβάνει όλες τις μορφές δραστηριότητας του πολίτη από την ηλικία των 11 έως 32 ετών και αποτελεί απαραίτητο έγγραφο για να μπορεί κάποιος να βρει δουλειά.
Νόμος της 16ης Αυγούστου 1935 υποτάσσει το προσωπικό των εργοστασίων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πολεμική βιομηχανία σε στρατιωτική πειθαρχία. Όποιος δεν πηγαίνει στη δουλειά για πάνω από πέντε ημέρες θεωρείται λιποτάκτης και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δύο έως εννιά ετών. Κάθε παραβίαση της πειθαρχίας εντός του εργοστασίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως εννιά χρόνια. Το 1938 580.000 μισθωτοί που δουλεύουν σε επιχειρήσεις οι οποίες «εργάζονται για την εθνική άμυνα» υπόκεινται σε αυτόν τον νόμο.
Σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου του ιταλικού τύπου της εποχής, οι ονομαστικοί μισθοί μειώθηκαν κατά το ήμισυ την περίοδο 1927-1932.13 Το 1935 οι μισθοί σπάνια φθάνουν τους μισθούς πριν από το 1914. Ακόμη και σε αυτούς τους ισχνούς μισθούς επιβάλλονται ποικίλες κρατήσεις εκτός από τους φόρους: υποχρεωτική εισφορά για τα φασιστικά συνδικάτα, κρατήσεις για τη βοήθεια στους ανέργους, εισφορά για το φασιστικό κόμμα, για το Dopolavoro (Μετά την Εργασία, δηλαδή για την αναψυχή των εργατών).
Τον Νοέμβριο του 1934 υπογράφεται συμφωνία ανάμεσα στην Confindustria και τα φασιστικά συνδικάτα βάσει της οποίας οι εργοδότες μπορούν να απολύουν νέους και γυναίκες και στη θέση τους να προσλαμβάνουν ενηλίκους άρρενες πληρώνοντάς τους τους μισθούς πείνας τους οποίους έδιναν προηγουμένως στους νέους και στις γυναίκες. Σε ορισμένες βιομηχανίες καθιερώνεται η εκ περιτροπής εργασία με αντίστοιχη μείωση των αμοιβών. Επιπλέον οι άνεργοι που απασχολούνται σε δημόσια έργα πληρώνονται μισθούς πείνας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην μείωση του κόστους του εργατικού δυναμικού για το κεφάλαιο. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την αύξηση του ρυθμού εργασίας και των ωρών εργασίας, κυρίως στην πολεμική βιομηχανία, χωρίς αντίστοιχη αύξηση μισθών.
Οι καπιταλιστές διατηρούν την αυτονομία τους υπό το φασιστικό καθεστώς
Το όνειρο των πληβείων φασιστών συνδικαλιστών υπό την ηγεσία του Ροσόνι (οι οποίοι θα εκκαθαριστούν από το φασιστικό καθεστώς με το διάταγμα του 1928 που διαλύει τη φασιστική συνδικαλιστική συνομοσπονδία) για την κορπορατίστικη οργάνωση της ιταλικής κοινωνίας με μικτές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Η τάξη των καπιταλιστών θέλει να χρησιμοποιήσει το φασιστικό κίνημα για τα συμφέροντά της, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι διατεθειμένη να χάσει την αυτονομία της. Μπροστά στην άρνηση των βιομηχάνων και των μεγάλων γαιοκτημόνων ο Μουσολίνι περνά από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο απόφαση που καταδικάζει τα μικτά συνδικάτα. Ο Αλφρέντο Ρόκο, υπουργός Δικαιοσύνης του φασιστικού καθεστώτος από το 1925 έως το 1932 γράφει: «Κατανοούμε ότι η ιδέα μιας ενιαίας οργάνωσης, μιας ενιαίας πειθαρχίας της εργασίας και της παραγωγής θα τρόμαζε τους εργοδότες, αν η κορπορατίστικη οργάνωση συγκροτούνταν έξω από το κράτος, σε καθεστώς ελευθερίας γεμάτο κινδύνους.»14 Με άλλα λόγια, το φασιστικό καθεστώς είναι εδώ για να προστατεύει τους εργοδότες από τους «κινδύνους» της ελευθερίας.
Ο νόμος της 3ης Απριλίου 1926 (ο οποίος συμπληρώνεται με τον κανονισμό της 1ης Ιουλίου 1926) για τη συντεχνιακή οργάνωση (κορπορατισμός) ορίζει: «Οι ενώσεις των εργοδοτών και οι ενώσεις των εργατών μπορούν να συνενωθούν μέσω κεντρικών οργάνων σύνδεσης σε μια κοινή ανώτερη ιεραρχία. (…) Οι οργανώσεις οι οποίες συνδέονται με αυτόν τον τρόπο αποτελούν μια συντεχνία.» (άρθρο 3). Όμως αυτές οι συντεχνίες υπάρχουν μόνο στην κορυφή, σε εθνικό επίπεδο. Ο ίδιος νόμος διαφυλάσσει προσεκτικά την αυτονομία των εργοδοτικών οργανώσεων, αφού το άρθρο 3 ορίζει ότι μένει «άθικτη η διακριτή εκπροσώπηση των εργοδοτών και των εργατών». Επιπλέον όχι μόνο οι συντεχνίες δεν απορροφούν το κράτος, όπως ονειρεύονταν οι πληβείοι φασίστες, αλλά αντίθετα με βάση τον νόμο: «Η συντεχνία δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά αποτελεί διοικητικό όργανο του κράτους.»
Η Χάρτα Εργασίας του επόμενου έτους δείχνει ξεκάθαρα το πραγματικό περιεχόμενο της «συντεχνιακής» οργάνωσης: «Ο εργαζόμενος είναι δραστήριος συνεργάτης της οικονομικής επιχείρησης», της οποίας όμως «η διεύθυνση, καθώς και η ευθύνη ανήκουν στον εργοδότη». Οι καπιταλιστές, αφού χάρη στη φασιστική εξουσία απαλλάχθηκαν από τις ελευθερίες του κοινοβουλευτικού καθεστώτος θυσιάζοντας το παλιό πολιτικό προσωπικό τους, από τα εργατικά κόμματα και τα συνδικάτα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις απεργίες, μπορούν χάρη στην ολοκληρωτική αστυνομική δικτατορία να είναι απόλυτοι αφέντες στην επιχείρησή τους.
Η ίδια λογική διέπει τους θεσμούς οργάνωσης του «συντεχνιακού κράτους». Τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου των Συντεχνιών ορίζονται από τον δικτάτορα. Παρόμοια όσον αφορά τη Βουλή των Συντεχνιών: τα μέλη της επιλέγονται από το φασιστικό καθεστώς στη βάση ενός καταλόγου που παρουσιάζουν τα φασιστικά συνδικάτα. Στο επίπεδο των 22 συντεχνιών που συγκροτούνται πειθήνιοι υπάλληλοι της φασιστικής δικτατορίας, μετά την εκκαθάριση των πληβείων φασιστών, υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τους εργαζομένους πλάι στους εκπροσώπους της εργοδοσίας. Εξάλλου σε κάθε περίπτωση συμμετέχουν και τρεις επίσημοι εκπρόσωποι του φασιστικού κράτους για την απίθανη περίπτωση δημαγωγικής στάσης των «εκπροσώπων» των εργαζομένων.
________
Σημειώσεις
1. Ε. Νolte, Between Myth and Revisionism, στο Η. W. Koch (επιμ.), Aspects of the Third Reich, St. Martins, 1985, σσ. 17-38.
2. Στο Λέον Τρότσκι, Γερμανία: ο φασισμός και το εργατικό κίνημα, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1978, σ. 12.
3. Λέον Τρότσκι, Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σ. 90.
4. Λέον Τρότσκι, Η στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η κατάσταση στη Γερμανία, στο Λέον Τρότσκι, όπ.π., σσ. 12-13.
5. Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού, μετάφραση, Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1995, σ. 157.
6. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σ. 164.
7. Andrew Hale, Μussolini’s Supporters, στο The Observer supplement, Μάιος 1972.
8. Ε. Ludwig, Entretiens avec Mussolini, Παρίσι, 1932, παρατίθεται στο Daniel Guérin, Fascisme et grand capital, εκδόσεις Μaspero, Παρίσι, 1971, σ. 139.
9. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 141.
10. Στάνλει Πέιν, όπ.π., σσ. 176, 179.
11. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 171.
12. Παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 173.
13. Corriere della sera, 29 Μαρτίου 1932, Lavoro Fascista, 25 Ιουλίου 1936, παρατίθενται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 185.
14. Α. Rocco, La Nouova Disciplina, παρατίθεται στο Daniel Guérin, όπ.π., σ. 190.
ΠΗΓΗ-WWW.XEKINIMA.ORG
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου