Στον αστερισμό της «αναδιαπραγμάτευσης»
Να ’μαστε λοιπόν ξανά μπροστά σε εκλογές. Εν όψει αυτών, ο Α. Σαμαράς
καλεί σε πανστρατιά φιλοευρωπαϊκών κεντροδεξιών δυνάμεων για να «σώσει»
τη χώρα από την απειλή του ΣΥΡΙΖΑ και της εν γένει Αριστεράς.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει ότι θα καταγγείλει «πολιτικά» (μην το
παρακάνουμε κιόλας) το Μνημόνιο και ότι θα διαπραγματευτεί «σκληρά» με
στόχο την αναίρεση των πιο επαχθών ρυθμίσεων.
Από κοντά ο Βενιζέλος υπόσχεται αξιοποίηση του νέου «ευνοϊκού» ευρωπαϊκού περιβάλλοντος ώστε να πετύχει καλύτερους όρους.
Πιο δίπλα ο Κουβέλης διαβεβαιώνει ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να
αποκτήσει η χώρα κυβέρνηση -εννοείται- ευρωπαϊκού πάντα προσανατολισμού.
Λίγο πιο πέρα ο Καμμένος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην
αντιφατικότητα των επιλογών του και των πιέσεων που δέχεται για «εθνική
υπευθυνότητα».
Κι έχουμε και το ΚΚΕ να μην ξέρει κατά πού να κάνει μπροστά στο πρόβλημα που η ίδια η πολιτική τής ηγεσίας του δημιούργησε.
Και στην αντίπερα όχθη το μαύρο χέρι του κεφαλαίου, η Χρυσή Αυγή, να
επιχειρεί να ισχυροποιήσει τις μετοχές της πάνω στη δυστυχία μεταναστών
και Ελλήνων.
Παρατηρώντας θέσεις, διακηρύξεις και προγράμματα των διαφόρων πολιτικών
δυνάμεων, αυτό που διακρίνεται σαν κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι στο
σύνολό τους κινούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον αστερισμό της
διαπραγμάτευσης (ή αναδιαπραγμάτευσης). Του Μνημονίου, της δανειακής
σύμβασης, των όρων τους κ.λπ.
Από την άποψη αυτή θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό που -κατ’ αρχάς
τουλάχιστον- κρίνεται σ’ αυτές τις εκλογές είναι το ποια πολιτική δύναμη
(ή συμμαχικό πολιτικό σχήμα) θα αναλάβει να διαπραγματευθεί με τους
«εταίρους μας» τις τύχες του λαού και της χώρας.
Τι αλήθεια σημαίνει αυτό, πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, τι μπορεί να περιμένει ο λαός και πώς μπορεί να το αντιμετωπίσει;