Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, για τον ένοπλο ταξικό αγώνα 1946 - 1949, συνεχίζεται και εντείνεται. Και μόνο αυτό το γεγονός υποδηλώνει την τεράστια σημασία που είχε η δημιουργία και η δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), τόσο για τα χρόνια εκείνα, όσο και για τον αντίκτυπό τους μέχρι σήμερα.
Βεβαίως, όπως είναι φυσικό, κάθε πλευρά αντικρίζει και αναλύει εκείνα τα γεγονότα από διαφορετική ταξική σκοπιά. Το σίγουρο είναι ότι από τη διαπάλη που ξετυλίγεται και που θα γίνει στην πορεία ακόμα πιο σκληρή, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει, είτε παίρνει το μέρος της μιας πλευράς, είτε της άλλης, είτε παριστάνει τον ουδέτερο ή και έτσι ενδεχομένως αισθάνεται.
Η πολιτική ωρίμανση της εργατικής συνείδησης συνδέεται άμεσα (μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων) και με την θεώρηση του ΔΣΕ από την πρωτοποριακή τάξη, ως αυτό που ήταν: Η κορυφαία ώρα της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα.
Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες νοιώθουμε τιμή και περηφάνεια που το ΚΚΕ είχε μία τόσο μεγάλη προσφορά, τιμή και περηφάνεια που το Κόμμα μας άφησε στις μετέπειτα γενιές μια τέτοια παρακαταθήκη. Η κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, για λάθη και παραλείψεις της σε αυτόν τον αγώνα (στρατηγική του ΚΚΕ κ.α.), μόνο όταν ξεκινά από αυτή τη βάση, της προσφοράς του ΔΣΕ, μπορεί να αποκτήσει αντικειμενική υπόσταση.
Οι εξελίξεις στην καπιταλιστική Ευρώπη ενδεχομένως θα είχαν πάρει άλλη τροπή, αν και άλλα ΚΚ, τελειώνοντας ο πόλεμος προσανατολίζονταν στη γραμμή της σύγκρουσης με την αστική τάξη των χωρών τους και όχι στη γραμμή της συναίνεσης μαζί της, όπως συνέβη σε μια σειρά περιπτώσεις. Όμως η ιστορία δεν γράφεται με «αν». Γι αυτό ας περιοριστούμε εδώ μόνο στο εξής: Το γεγονός ότι απ' όλη την καπιταλιστική Ευρώπη μόνο στην Ελλάδα πήρε ο λαός τα όπλα και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί περγαμηνή και όχι ψόγο, όπως καταγγέλλει ο αστικός κόσμος και μαζί του ο οπορτουνισμός. Αυτοί πρέπει να βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος. Εξέφραζε ανεκπλήρωτα οράματα της εργατικής τάξης και της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού που μάτωσε επί τριάμισι χρόνια και βρέθηκε μετά την Κατοχή να κάθονται στον σβέρκο του οι αστοί πολιτικοί και οι Εγγλέζοι σύμμαχοί τους. Του λαού, που βρέθηκε κυνηγημένος και αιμόφυρτος ζητούσε στοιχειώδη δικαιοσύνη. Οι καταδιωκόμενοι ΕΑΜίτες - ΕΛΑΣιτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βγούνε στα βουνά, από το να συγκροτήσουν τον ΔΣΕ. Κάθε άλλη επιλογή τους, κάθε άλλη επιλογή του ΚΚΕ, θα ήταν «σφάξε με αγά μ' ν' αγιάσω».
Και εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: Ότι το μένος της αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της οφειλόταν στην επιδίωξή τους να ανατραπεί ο συσχετισμός των δυνάμεων κατά τρόπο ριζικό. Ο συγκεκριμένος συσχετισμός δεν είχε ανατραπεί ούτε μετά το Δεκέμβρη του '44, ούτε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, παρότι είχε αισθητά αδυνατίσει σε σύγκριση με αυτόν των ημερών της απελευθέρωσης της Αθήνας. Γι αυτό το σκοπό η αστική τάξη οργάνωσε και καθοδήγησε εκατοντάδες συμμορίες από πρώην ταγματασφαλίτες, ανθρώπους του κοινού ποινικού δικαίου και πλήθους άλλων αποβρασμάτων, γι αυτό διαμόρφωσε το πιο σκληρό νομικό πλαίσιο καταστολής και επιδόθηκε σε δολοφονίες, εκτελέσεις, εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων ΕΑΜιτών, εμπρησμούς, βιασμούς γυναικών, παιδομαζώματα, βίαιη εκκένωση χωριών.
Το δίκαιο ή όχι ενός αγώνα καθορίζεται από το ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τον διεξάγουν. Οι δυνάμεις που εκπροσωπούν το παλιό, το ιστορικά ξεπερασμένο, δηλαδή οι αστικές, δεν ήταν δυνατό να διεξάγουν και τότε δίκαιο αγώνα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που η αστική τάξη ήταν δύναμη ανερχόμενη, άρα προοδευτική.
Το δίκαιο ή όχι ενός αγώνα δεν καθορίζεται από το αν ο αγώνας αυτός είναι τελικά νικηφόρος. Στο αίμα πνίγηκε η Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Στο αίμα πνίγηκε η επανάσταση του 1905 - 1907 στη Ρωσία. Το ίδιο και η σοσιαλιστική επανάσταση στη Γερμανία το 1918 και ο ένοπλος ξεσηκωμός των λαϊκών δυνάμεων στην Ισπανία το 1936 - 1939. Το ίδιο και πολλοί άλλοι ξεσηκωμοί. Αλλά ήταν αγώνες δίκαιοι. Και τα διδάγματά τους παραμένουν επίκαιρα.
Στην ταινία του Π. Βούλγαρη Ψυχή βαθιά αυτό το βασικότατο στοιχείο, όχι μόνο δεν φαίνεται, αλλά και ισοπεδώνεται. Η φράση του γέροντα, που υποδύεται ο Θ. Βέγγος, «Ντροπή! Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες!», τα λέει όλα. Ότι δηλαδή και οι δύο πλευρές που συγκρούστηκαν είχαν άδικο, αφού, σύμφωνα με την ταινία, επιδόθηκαν σε μία αλληλοσφαγή από όπου δεν υπήρξε νικητής και νικημένος, καθότι νικημένη ήταν τελικά η Ελλάδα! Το μετέωρο στην ταινία ερώτημα «ποιος νίκησε, τελικά;», είναι σαφές τι υπονοεί, έστω κι αν ο σκηνοθέτης εναποθέτει την απάντηση στον προβληματισμό των θεατών. Αυτό λέει, δίχως να το ομολογεί.
Το πέρασμα των δύο αδελφών σε αντίθετα μεταξύ τους στρατόπεδα δεν είναι πρωτοφανές, και δεν είναι φυσικά ελληνική πρωτοτυπία. Μια μόνο ματιά στη Γαλλική Επανάσταση και στις άλλες αστικές επαναστάσεις, μια μόνο ματιά στο 1821, στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης και σε πολλές άλλες, επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση.
Η ταινία, λοιπόν, βρίσκεται στον αέρα, αποκομμένη από την παγκόσμια και από την εγχώρια κοινωνικοπολιτική εξέλιξη. Προφανώς επειδή ο αντίπαλός της είναι η ταξική πάλη. Που χτυπιέται σήμερα, μέσω και του χτυπήματος κάθε τι σπουδαίου που έδωσε η ταξική πάλη κατά τον 20ο αιώνα. Διότι βέβαια, είναι πολύ πιο απλό και ανώδυνο να σταθείς δίπλα στους φυλακισμένους των Πέτρινων χρόνων και να αναδείξεις τον ηρωισμό τους, από το να σταθείς δίπλα στον ΔΣΕ, για να αναδείξεις τη διαχρονικότητα της ταξικής πάλης.
Ο ταξικός αγώνας 1946 - 1949 ήταν πρώτα και κύρια γέννα της μεγάλης όξυνσης των εσωτερικών κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων. Δίπλα στην κάθε πλευρά βρέθηκαν οι σύμμαχοί της. Οι Εγγλέζοι αρχικά και κατόπιν οι Αμερικανοί στο πλευρό της αστικής τάξης και του συνασπισμένου αστικού πολιτικού κόσμου όλων των αποχρώσεων. Στο πλευρό του ΔΣΕ τα σοσιαλιστικά κράτη και ΚΚ καπιταλιστικών κρατών, σε όποιον βαθμό τους επέτρεπε ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, αλλά και με παλινωδίες, όπως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας που έκλεισε τα σύνορα αφήνοντας τον ΔΣΕ αποκλεισμένο και οξύνοντας έτσι το πρόβλημα των εφεδρειών του, που ο ίδιος δεν είχε φροντίσει να λυθεί.
Ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων καθόρισε και τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης, την οποία η Ψυχή βαθιά παρουσιάζει να έχει εγκαταλείψει τον ΔΣΕ στην τύχη του. Πρόκειται για πομπώδη επανάληψη του γνωστού μύθου για το «μοίρασμα του κόσμου» στη Γιάλτα. Κι ας είναι βέβαιο ότι στη περίπτωση που ο Κόκκινος Στρατός έμπαινε και στην Ελλάδα, πολλοί από εκείνους που αγανακτισμένοι(;) επικαλούνται το «μοίρασμα», θα καταδίκαζαν σήμερα τη Σοβιετική Ένωση...
Και δεν ισχύει βεβαίως εκείνο που γράφτηκε σε αστική εφημερίδα, ότι «την εθνική ομοψυχία των χρόνων της Κατοχής διαδέχθηκε η φαγωμάρα». Εθνική ομοψυχία δεν υπήρξε και τότε που το ΚΚΕ, η ΠΕΕΑ και το ΕΑΜ υπέγραψαν τη συμφωνία του Λιβάνου, μπαίνοντας σε συνασπισμό με την αστική τάξη. Γιατί την ίδια ώρα, όπως και στα χρόνια που είχαν προηγηθεί, ήταν συνεχής η ένοπλη πάλη με τα Τάγματα Ασφαλείας και άλλες παρόμοιες οργανώσεις, ενώ ήταν συχνές οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ, ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στο 5/42 Τάγμα του Δ. Ψαρρού κ.α. Αλλά και μετά την Κατοχή ακολούθησαν οι μάχες των 33 ημερών, τον Δεκέμβρη του 1944.
Τόσο στα χρόνια της Κατοχής, όσο και μετά από αυτήν η αστική τάξη της Ελλάδας συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που θα συμπεριφερόταν κάθε αστική τάξη στη θέση της. Με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε το λαό της χώρας της κάθε αστική τάξη στο παρελθόν. Με την ίδια αγριότητα που έδειξε κάθε κυρίαρχη τάξη πριν από την αστική. Καμία δεν παρέδωσε την εξουσία της. Αντίθετο ιστορικό προηγούμενο δεν υπήρξε. Ούτε θα υπάρξει. Το γεγονός ότι στην Ψυχή βαθιά οι αστοί πολιτικοί και κυβερνητικοί παράγοντες παρουσιάζονται από τον σκηνοθέτη ως φιλεύσπλαχνοι, ως θύματα των ΗΠΑ και ως συμφιλιωτικοί, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα.
Σχετικά με τη στάση της αστικής τάξης είναι εξαιρετικά χρήσιμη η περιγραφή του Μάρξ για το τι ακολούθησε την Κομμούνα του Παρισιού. Έγραψε ο Μάρξ για το πώς αντιμετώπισε η αστική τάξη τους νικημένους κομμουνάρους:
«Πραγματικά δοξασμένος πολιτισμός, που το ζωτικό του πρόβλημα σήμερα είναι πως θα ξεφορτωθεί τους σωρούς από τα πτώματα των ανθρώπων που δολοφόνησε όταν είχε τελειώσει πια η μάχη!
Για να βρούμε κάτι το αντίστοιχο με τη διαγωγή του Θιέρσου και των αιμοβόρων σκυλιών του πρέπει ν ‘ανατρέξουμε στην εποχή του Σύλλα και των δύο τριανδριών της Ρώμης. Η ίδια ψύχραιμη μαζική σφαγή, η ίδια περιφρόνηση της ηλικίας και του φύλου στη σφαγή, το ίδιο σύστημα βασανισμού των αιχμαλώτων, οι ίδιες προγραφές, μα τούτη τη φορά μιας ολόκληρης τάξης, ο ίδιος άγριος διωγμός ενάντια στους κρυμένους ηγέτες, μην τυχόν και ξεφύγει κανένας, οι ίδιες καταγγελίες ενάντια σε πολιτικούς και προσωπικούς εχθρούς και η ίδια αδιαφορία μπροστά στη σφαγή ανθρώπων ολότελα ξένων προς τον αγώνα. Μόνο μια διαφορά υπάρχει, και η διαφορά αυτή είναι ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν ακόμα πολυβόλα για να ξεκάνουν μαζικά τους προγραμμένους...» (Κάρλ Μάρξ, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ, ΤΟΜΟΣ Α, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», σελ.642, ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ).
Η ταινία του Π. Βούλγαρη, αλλά και όσα ο ίδιος επεξηγηματικά μερίμνησε να προσφέρει αφειδώς με τις πολυάριθμες συνεντεύξεις του, φέρνουν στη θύμηση τον συγγραφέα Μπορίς Πάστερνακ και τον ήρωά του Δόκτορα Ζιβάγκο στο ομώνυμο έργο, η υπόθεση του οποίου ξετυλίγεται την περίοδο που στην επαναστατική Ρωσία μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος και η Σοβιετική εξουσία διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να ανατραπεί.
Για τον Πάστερνακ και τον ήρωά του ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος έγραψε στην τσεκουράτη και καυστική κριτική του, ανάμεσα σε άλλα:
«Και τι έκανε αυτός ο Ζιβάγκο; Πονούσε για τα βάσανα και το χαμό και των δυο αντιπάλων. Κι αν θέλετε μάλιστα - κι αυτό δεν είναι διόλου σωστό - δε μεροληπτούσε. Πονούσε σα γιατρός και σαν ήσυχος άνθρωπος το ίδιο και για τους δυο αντίπαλους. Απαγωγή χρειάστηκε να του κάνουν οι επαναστάτες για να τους γιατρεύει. Έκανε τη δουλειά του. Μα στην πρώτη ευκαιρία παρατάει και πληγωμένους και νοσοκομεία και το σκάει. Δεν πάει στον αντίπαλό τους. Έχει κι αυτός πληγωμένους. Δεν τρέχει λοιπόν ούτε σ' αυτούς. (...) Όλα του φαίνονται μάταια. Και των επαναστατών οι επιδιώξεις και της αντεπανάστασης οι ιδέες. Μόνο αυτός αντιπροσωπεύει το γερό νόημα της ζωής. Κι αυτό είναι η αδράνεια.
(...) Την εποχή αυτή, ο Οστρόφσκη παίρνει μέρος, - 15 χρονώ παιδί, - ματώνεται, μάχεται, γίνεται ανάπηρος για την πίστη του. Αυτός ο τύπος λέγεται δραστήριος. Αλλά η επίθεση εναντίον της αναπηρίας λέγεται ηρωισμός.
(...) Τώρα, σου λένε, που 'γραψε το βιβλίο του (σ.σ. ο Πάστερνακ) που μιλάει γι αυτή την πριν από σαράντα χρόνια περίοδο, τη φορτωμένη αίματα, αδικίες, εγκλήματα, πείνα, εξάρσεις, δαιμόνους κι αγίους. Μάλιστα, τώρα κέρδισε, λένε, τον τίτλο του τολμηρού, αναπλάσσοντας κείνη την εποχή, γιατί παίρνει το μέρος των ...νικημένων χωρίς να φοβάται τους νικητές που κυβερνάνε σήμερα κι αυτός ζει ανάμεσά τους. Το θαρρείς μικρό να βγει αυτός, ολομόναχος, και να βροντοφωνάξει στους αντιπάλους του πώς τον καιρό του εμφυλίου πολέμου γίνανε μόνο ασκήμιες, βαρβαρότητες και τίποτα άλλο;
Πραγματικά, στο βιβλίο του Πάστερνακ δε βρίσκει τίποτα γερό και σωστό σε κείνη την κολασμένη περίοδο που ζωγραφίζει. Μόνο κολασμένους, δαιμόνους, φλόγες και τον εαυτό του να λαχταράει τον παράδεισο της αδράνειας. Τίποτα το ωραίο, τίποτα το στέρεο που να επιτρέπει την ελπίδα πώς απάνω του μπορεί να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο μέλλον» (Θέμου Κορνάρου, ΟΔΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣ, σελ. 116, 117, 118, 119, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΟΝΟΣ).
Ο Ζιβάγκο, λοιπόν, από τη μια (δηλαδή ο Πάστερνακ) και ο Πάβελ Κορτσάγιν (δηλαδή ο Νικολάϊ Οστρόφσκι) από την άλλη.
Ο κομσομόλος Οστρόφσκι, που διαπαιδαγώγησε γενιές και γενιές νέων ανθρώπων όπου Γης. Αυτή είναι η προσφορά του επαναστάτη. Ηθικό μεγαλείο και ανάπλαση ψυχών. Αυτός είναι ο ανθρωπισμός, που συνδέεται άμεσα και εκφράζεται με την πάλη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής αδικίας.
Ποια είναι η προσφορά του τιμημένου με το βραβείο Νόμπελ Μπορίς Πάστερνακ; Είναι η προσφορά του στην αντεπανάσταση, όσο κι αν παρίστανε τον ουδέτερο και έκανε σημαία τον δήθεν ανθρωπισμό του. Στην ταξική πάλη, ιδιαίτερα στις κορυφαίες ώρες της, η λεγόμενη ουδετερότητα αποτελεί υπηρεσία στο παλιό, που επιδιώκει με κάθε μέσο να διαιωνίσει το καθεστώς της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, έτσι είναι τα πράγματα, έτσι είναι οι νόμοι της κοινωνικοπολιτικής πορείας.
Αλλά η ταινία του Π. Βούλγαρη θυμίζει κάτι και από το μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου Το κιβώτιο, μνημειώδες για τα ελληνικά δεδομένα έργο του οπορτουνισμού στη λογοτεχνία, που έχει ως περιεχόμενο τον αγώνα του ΔΣΕ. Σε αυτό το βιβλίο η εποποιία του ΔΣΕ χλευάζεται, ενώ οι μαχητές του παρουσιάζονται από τον συγγραφέα ως θύματα απάτης, ξεγελασμένοι (!) από την κομματική καθοδήγηση. Γιατί τελικά, το κιβώτιο που μετέφεραν ήταν άδειο, δίχως προορισμό και αξία! Καταθέτει ο ήρωας του Αλεξάνδρου:
«... Δεν είναι δυνατόν να ευθύνομαι ούτε στο ελάχιστο για όλη αυτήν την ιστορία, δεν φταίω εγώ που το κιβώτιο βρέθηκε άδειο, εγώ το πίστευα γεμάτο και γι αυτό το έφερα στην πόλη Κ (...) γιατί μόνο ένας τρελός κουβαλάει εν γνώσει του ένα άδειο κιβώτιο, παίζοντας χίλιες φορές κορόνα γράμματα τη ζωή του (...) ήτανε όμως άδειο, για λόγους που δεν ξέρουμε ακόμα, αλλά εν πάση περιπτώσει λόγω δικής μας υπαιτιότητος...» (Άρη Αλεξάνδρου, Το κιβώτιο, σελ. 341 - 342, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ).
Ουτοπία αυτός ο αγώνας, είπε η Α. Παναγιωταρέα στην εκπομπή της, στη συζήτηση για την Ψυχή βαθιά και ο Π. Βούλγαρης συμφώνησε. Ουτοπία και ρομαντισμός! Έτσι αντιλήφθηκαν τη συγκρότηση των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ; Ή η πολιτική σκοπιμότητα τους οδηγεί σε ασέβεια και προσβολή της υπέρτατης θυσίας; Όπως και να 'ναι, γίνεται αντιληπτό το γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν (ο Π. Βούλγαρης είπε ότι ακόμα το ...ψάχνει) πώς συνέβαινε νέα παιδιά να διανύουν αποστάσεις ωρών στο Γράμμο και στο Βίτσι, για να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους, με ποιά ψυχικά αποθέματα στέκονταν με περιφρόνηση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τους είναι δύσκολο να σκεφθούν ότι αυτά τα παιδιά είχαν πίσω τους τους ηρωικούς αγώνες της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ, των Αετόπουλων, ότι τελικά βρίσκονταν στις γραμμές του ΚΚΕ, ως μέλη ή οπαδοί του. Και ότι αυτό το Κόμμα, στα 30 χρόνια της μέχρι τότε ύπαρξής του είχε σημαδέψει ανεξίτηλα την ελληνική κοινωνία χύνοντας ποτάμια αίματος για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Στις συνθήκες του μαζικού ηρωισμού τα παιδιά γίνονταν ώριμοι και πολύπειροι άντρες μέσα σε λίγες ημέρες. Αυτά τα παιδιά, καθώς και άλλα αργότερα που προσχώρησαν στον ΔΣΕ, γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν. Και το έκαναν με ψυχή βαθιά. Δεν ήταν χαϊβάνια, που η μοίρα τα ‘σπρωξε στον πόλεμο, όπως εμφανίζει τα δύο αδέρφια ο σκηνοθέτης.
Κανένας αγώνας δεν πήγε χαμένος. Πολύ περισσότερο ο αγώνας του ΔΣΕ. Κι αυτό είναι που ενοχλεί πολλές πλευρές. Όταν εμφανίζεσαι κατά και των δύο πλευρών της τότε σύγκρουσης, είναι για να περάσει η λογική του νικητή και να περιφρουρηθεί η κυριαρχία του.
Η ταινία Ψυχή βαθιά φαίνεται ότι πήρε πολλά από την περιβόητη κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών που διαρκώς διατυμπάνιζε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Οι κεντρικές ιδέες της απευθύνονται και κολακεύουν ένα πελώριο οπορτουνιστικό ρεύμα που γιγαντώθηκε περισσότερο μετά την αντεπανάσταση του 1989 - 1991. Ένα ρεύμα συμβιβασμού, ενισχυμένο από την παλινδρόμηση συνειδήσεων, από την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία.
Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η πλευρά του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Των ταξικών κινημάτων της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς, των αυτοαπασχολούμενων, της νεολαίας, χιλιάδων ριζοσπαστών που συνεργάζονται με το ΚΚΕ ή βρίσκονται παραπλήσια. Υπάρχει η πλευρά των ανυπότακτων, όλων αυτών που βρίσκονται σε βαθύ προβληματισμό και αντιστέκονται. Αυτά φοβάται η πλουτοκρατία και οι ξένοι σύμμαχοί της.
Κάτι άρχισε να κινείται στη λαϊκή συνείδηση, έστω και αργά, έστω και ρηχά ακόμα. Κι ας επιτραπεί αυτό να θεωρήσουμε ότι εκφράζουν τα λόγια του νεαρού Χρήστου Καρτέρη (ο Ανέστης της ταινίας), ο οποίος αυθόρμητα και αγνά είπε στην εκπομπή της Α. Παναγιωταρέα ότι «ένα είδος εμφύλιου συνεχίζεται και σήμερα», αναφερόμενος στην ανεργία, στην αβεβαιότητα και στα άλλα αδιέξοδα της νεολαίας...
ΠΗΓΗ: www.kke.gr