Ο απόηχος των εκλογών της 17ης Ιουνίου φαίνεται θα απασχολήσει για καιρό το ΚΚΕ, το οποίο έδωσε την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα μέρος των εκτιμήσεών του από την οριστική του απόφαση για το εκλογικό αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι για πρώτη φορά στέκεται αυτοκριτικά σε συγκεκριμένα σημεία της δράσης του καθώς και το ότι παρουσιάζει πτυχές της εσωτερικής συζήτησης και κριτικής προκάλεσε αίσθηση ευρύτερα.
Με μια πρώτη ανάγνωση των μετεκλογικών κινήσεών του σε συνδυασμό και με την κατάθεση της πρότασης νόμου για την κατάργηση των Μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, ο Περισσός εκπέμπει το μήνυμα ότι αφουγκράζεται την κριτική που καλοπροαίρετα ασκείται από τον στενό κι ευρύτερο κομματικό περίγυρο και την αξιοποιεί στον βαθμό που την αποτιμά ως ορθή.
Στη βάση της ανταπόκρισης σε αυτήν την κριτική, το ΚΚΕ εμφανίζεται περισσότερο διατεθειμένο να εμπλακεί στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι, ανεβάζοντας τους ρυθμούς και τους τόνους της παρέμβασής του και στο κοινοβουλευτικό πεδίο, παρά τις διαφωνίες του με το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα.
Την ίδια ώρα, μεγάλο τμήμα της παρέμβασής του διαφαίνεται πως θα επικεντρωθεί στην προσπάθεια να αποκαλύψει στο αριστερό ακροατήριο (με απώτερο στόχο προφανώς τον «επαναπατρισμό» των ψηφοφόρων του) στοιχεία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ που εκτιμά ότι συνιστούν ενσωμάτωση της λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης στο σύστημα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στις εκτιμήσεις του περιλαμβάνεται η θέση ότι στις εκλογές του Ιουνίου «η ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ συντελέσθηκε» παρ’ ότι «αποκαλύφθηκε η διαχειριστική του λογική».
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η παραπάνω πρόταση νόμου, με την οποία, μεταξύ άλλων, επιχειρείται να ασκηθεί πίεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ στη βάση της διαπίστωσης που κάνει η Κ.Ε. ότι έχει εγκαταλείψει τα περί κατάργησης του μνημονίου και στη θέση τους προωθεί τη ρητορική της επαναδιαπραγμάτευσης.
Όσον αφορά την εσωκομματική συζήτηση, προς το παρόν η ηγεσία επιχειρεί να την οριοθετήσει αναφορικά με τις εσωκομματικές ευθύνες, εστιάζοντας σε μακροχρόνιες αδυναμίες στη δράση και τη δουλειά του κόμματος που επηρέασαν και το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς και σε λάθη και παραλείψεις στην εκλογική τακτική κατά τις δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου.
Από εκεί και πέρα η Κ.Ε. αποτιμά ως σωστή τη γενική πολιτική γραμμή, την ανάλυση για τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης και κατά συνέπεια τη μη ανταπόκριση στα καλέσματα του ΣΥΡΙΖΑ για τον σχηματισμό αριστερής κυβέρνησης συνεργασίας.
Επιπλέον, σύμφωνα με την Κ.Ε. και παρά τη σχετική παρατήρηση που έκαναν «ορισμένοι φίλοι και οπαδοί του κόμματος, αλλά και ένα μικρό μέρος των κομματικών μελών», το κόμμα καλώς δεν προσήλθε σε συνάντηση με τον ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών, έστω και με τη δική του πρόταση, γιατί «το κόμμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να κάνει κινήσεις που επιτείνουν τη σύγχυση γύρω από τον χαρακτήρα αυτού του φορέα, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τη γραμμή σύγκρουσης και ρήξης με τα μονοπώλια και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις».
Συνθήκες ήττας
Η αυτοκριτική της Κ.Ε. αφορά τα εξής σημεία:
◆ Την πρώτη ευθύνη για τη δουλειά του κόμματος στις μάζες και την αποτελεσματική οργάνωσή τους και προώθηση των θέσεών του (και κατ’ επέκταση για το πώς επέδρασαν στο εκλογικό αποτέλεσμα) φέρουν η Κ.Ε. καθώς και τα καθοδηγητικά όργανα και οι ΚΟΒ.
◆ Η Κ.Ε. διαπιστώνει ότι δεν μπόρεσε να προσεγγίσει ικανοποιητικά τις νέες ηλικίες οι οποίες, κατά το κόμμα, «διαμορφώθηκαν σε συνθήκες παγκόσμιας ήττας του εργατικού κινήματος».
◆ Διαπιστώνει επίσης ότι δεν έχει «διαφωτίσει» επαρκώς τον κομματικό περίγυρο – φίλους και οπαδούς – αναφορικά με βασικές θέσεις του κόμματος, όπως π.χ. το κυρίαρχο ζήτημα περί τηναριστερή διακυβέρνηση «στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος», τις εξελίξεις στην Ε.Ε., τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης κ.λπ.
◆ Η παρέμβασή του δεν έχει αποκτήσει «ζωντανό εκλαϊκευτικό χαρακτήρα», κάτι που, όπως επισημαίνεται, δεν είναι ζήτημα «επικοινωνιακής πολιτικής», αλλά έχει να κάνει με το κρίσιμο ζήτημα της προπαγάνδας και το κατά πόσο αυτή μπορεί να αναδείξει και να τεκμηριώσει «τον πλούτο των θέσεών μας». Επίσης, γίνεται αυτοκριτική στο ζήτημα του ρόλου του Διαδικτύου στην πληροφόρηση της νεολαίας αλλά και ως «όργανο επίθεσης στο κόμμα».
Το ερώτημα είναι προς το παρόν αν πρόκειται για μια αντανακλαστική κίνηση της ηγεσίας προκειμένου να κατευνάσει τις ανησυχίες μελών, οπαδών και φίλων ή ένα προμήνυμα μιας ουσιαστικότερης και δραστικότερης πολιτικής παρέμβασης στο πλαίσιο της συγκυρίας (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει αλλαγή πλεύσης ως προς τη στρατηγική του) που θα απαντά συνολικά στα οξυμμένα προβλήματα επιβίωσης των εργαζομένων, της κοινωνίας και της χώρας.
ΠΗΓΗ -WWW.TOPONTIKI.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου