Στις 27 του Σεπτέμβρη συμπληρώνονται 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, που συσπείρωσε τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και με την καθοδήγηση του ΚΚΕ οργάνωσε την αντίσταση του λαού μας ενάντια στο γερμανικό φασισμό.
Οταν τα στρατεύματα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας κατέκτησαν την Ελλάδα και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα (27 Απρίλη 1941), οι κομμουνιστές που δραπέτευσαν από τους τόπους εξορίας, όπου τους κρατούσε η κυβέρνηση Μεταξά, καθώς και άλλοι, που δρούσαν στην παρανομία, έσπευσαν να ανασυγκροτήσουν το ΚΚΕ και να οργανώσουν την Αντίσταση κατά των κατακτητών.
Στις 31 Οκτώβρη 1940 το (πρώτο) «ανοιχτό γράμμα προς τον ελληνικό λαό» του Νίκου Ζαχαριάδη, Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, από τα μπουντρούμια της Κρατικής Ασφάλειας, χάραξε τη γραμμή της πάλης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Το πρώτο ανοιχτό γράμμα δημοσιεύτηκε στις 2 Νοέμβρη 1940 και ανάμεσα σε άλλα, καλούσε «(...) Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. (...) Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό (...)». Στη γραμμή του «ανοιχτού γράμματος» κινήθηκε στη συνέχεια η δράση του ΕΑΜ.
Το ΚΚΕ είχε βγει βαριά χτυπημένο από τη βασιλομεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Η Κρατική Ασφάλεια μπόρεσε να συγκροτήσει τη χαφιέδικη «Προσωρινή Διοίκηση» σε ρόλο καθοδηγητικού οργάνου του Κόμματος, που εξέδιδε τον κατευθυνόμενο «Ριζοσπάστη».
Στο ίδιο διάστημα, με πρωτοβουλία στελεχών του ΚΚΕ, είχε συγκροτηθεί η «Παλιά Κεντρική Επιτροπή», που λειτουργούσε ως καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος.
Το ΚΚΕ είχε στερηθεί τις σημαντικές υπηρεσίες εκατοντάδων στελεχών του, που η κυβέρνηση Μεταξά παρέδωσε στους Γερμανούς, καθώς και του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, που επίσης τον παρέδωσε στην Γκεστάπο και αυτή τον έστειλε στο στρατόπεδο Νταχάου. Μπόρεσε ωστόσο να ξεπεράσει τις δυσκολίες και σε πολύ λίγο χρόνο μετατράπηκε σε ισχυρό και μαζικό Κόμμα.
Την 1η του Ιούλη 1941, συγκροτείται η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και συνέρχεται η 6η Ολομέλειά της.Το θέμα της συζήτησης ήταν: «Η τρέχουσα στιγμή και τα καθήκοντα των Ελλήνων κομμουνιστών - έκκληση προς τα μέλη του ΚΚΕ».
Στην απόφασή της η ΚΕ (ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τ. 5ος, σελ. 36-40) κάνει εκτίμηση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου:
«1. Η ανθρωπότητα περνάει την πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της. Απ' άκρη σ' άκρη της Γης απλώνονται όλο και πιο πολύ οι φλόγες του δεύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου, που έχει σκοπό το ξαναμοίρασμα της Γης(...)».
Ταυτόχρονα, εκτιμά ότι η υπεράσπιση και η νίκη της ΕΣΣΔ στον πόλεμο (ήδη από τις 22 του Ιούνη 1941 είχε δεχτεί τη χιτλερική επίθεση), ταυτίζεται με την αντιφασιστική πάλη των λαών.
«2. (...) Η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης, η υποστήριξη της νίκης της με όλα τα μέσα είναι ύψιστο καθήκον κάθε κομμουνιστή, κάθε εργαζόμενου ανθρώπου που θέλει τη λευτεριά της χώρας του από το φασιστικό ζυγό. Οι κομμουνιστές ποτέ δεν ξεχνάνε, πως σε τελευταία ανάλυση η Σοβιετική Ενωση είναι ο κοινός εχθρός όλων των ιμπεριαλιστών. Ομως, οι κομμουνιστές οφείλουν να δουν, ότι στο σημερινό στάδιο της αντισοβιετικής επίθεσης ο φασισμός είναι ο κύριος εχθρός όχι μόνον του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, αλλά και κάθε δημοκρατικής κατάκτησης του λαού. Γι' αυτό πρέπει να υποστηρίζουν κάθε προσπάθεια που θα τείνει στη συντριβή του φασισμού και στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης...».
Η απόφαση της 6ης Ολομέλειας θέτει ως καθήκον, μέσα στις συγκεκριμένες αντίξοες συνθήκες, την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ, μέσω της αντιμετώπισης της διαβρωτικής, από τον ταξικό αντίπαλο, δουλειάς στην περίοδο της Μεταξικής δικτατορίας, και τη συσπείρωση και εξασφάλιση της ενότητας του Κόμματος στην απόφαση αυτή, που έμελλε να είναι μετά το ιστορικό γράμμα του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη, το οποίο καλούσε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, η βάση της πολιτικής για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση.
«6. Στις σημερινές υπεύθυνες ιστορικές στιγμές για την ανθρωπότητα και τον κομμουνισμό πρωταρχικός όρος για τη νίκη είναι η ύπαρξη γερού κομμουνιστικού κόμματος, ικανού να οδηγήσει το λαό στην εθνική και κοινωνική του απελευθέρωση. Είναι κοινή συνείδηση ότι πρέπει να μπει τέρμα σε μια κατάσταση αποσύνθεσης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας πρέπει το γρηγορότερο να περάσει από το στάδιο της σύγχυσης, του χαφιεδισμού και της διασποράς στο στάδιο της ανασυγκρότησης και συνένωσης των δυνάμεων, να γίνει ο οδηγός του λαϊκού αγώνα για την εθνική μας ανεξαρτησία, για την εξουσία του λαού...».
Και έθετε τα καθήκοντα του αγώνα ως εξής:
«7. Ο γερμανοϊταλικός φασιστικός ζυγός και ο διεκπεραιωτής του, η αντεθνική κυβέρνηση Τσολάκογλου, οδηγούν καθημερινά τον ελληνικό λαό στον αφανισμό. Μέσα στις σημερινές συνθήκες το βασικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών είναι η οργάνωση της πάλης του ελληνικού λαού για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης και την αποτίναξη του ξενικού φασιστικού ζυγού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας καλεί τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του, σ' ένα εθνικό μέτωπο της απελευθέρωσης:
α) Για το διώξιμο της γερμανοϊταλικής κατοχής από την Ελλάδα.
β) Για την ανατροπή της κυβέρνησης - οργανέτου τους.
γ) Για την καθημερινή υποστήριξη και υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης.
δ) Για την υποστήριξη κάθε συνεπούς αντιφασιστικής δύναμης με όλα τα μέσα.
ε) Για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα, που θα αποκαταστήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες του λαού, θα του εξασφαλίσει ψωμί και δουλιά, θα συγκαλέσει συνταχτική εθνοσυνέλευση και θα υπερασπίσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική δύναμη.
8. Η συγκρότηση του εθνικού μετώπου επιβάλλει στον κάθε κομμουνιστή, στον κάθε αντιφασίστα μια επίμονη καθημερινή δουλιά για την οργάνωση της πάλης για το ψωμί του λαού που λιμοκτονεί, για την αύξηση του μεροκάματου και των μισθών, ενάντια στις επιτάξεις και στη λήστεψη της εγχώριας παραγωγής, για την οργάνωση των εργατών και υπαλλήλων στα σωματεία τους, που θα είναι όργανα πάλης για την καλυτέρεψη της ζωής τους, για την άμεση οργάνωση των απολυθέντων πολεμιστών, των τραυματιών και των θυμάτων, για την ανακούφιση της τραγικής θέσης τους, για την κατάπαυση της εντεινόμενης φασιστικής τρομοκρατίας, για την απόλυση όλων των συλληφθέντων αντιφασιστών και για την παροχή γενικής πολιτικής αμνηστίας.
9. Οργανώνοντας ακούραστα τον αγώνα για τα καθημερινά ζητήματα όλων των λαϊκών στρωμάτων και την ένοπλη αντίσταση στους καταχτητές, το Κόμμα και ο κάθε κομμουνιστής ξεχωριστά οφείλει να προσανατολίζεται έγκαιρα και σωστά στα σοβαρά γεγονότα που αλλάζουν και θα αλλάζουν κάθε μέρα με γρηγορότερο ρυθμό, να οργανώνει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας. Κάθε κομμουνιστής έχει χρέος να δώσει όλες του τις δυνάμεις για τη συγκρότηση του εθνικού μετώπου, δουλεύοντας ειλικρινά γι' αυτό το σκοπό και οργανώνοντας παντού επιτροπές εθνικού μετώπου από πολίτες κάθε πολιτικής παράταξης, που θέλουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Οι κομμουνιστές οφείλουν να διαφωτίζουν το λαό πως οριστικά μόνον η λαϊκή εξουσία των εργατών και αγροτών θ' απαλλάξει το λαό από τα μαρτύρια των ιμπεριαλιστικών πολέμων, θα δώσει τη γη στους αγρότες, θα απαλλάξει τον τόπο από την ξενική εξάρτηση και εκμετάλλευση και θα κάνει τον εργαζόμενο λαό ελεύθερο, χορτάτο και πολιτισμένο».
Το σημαντικό ζήτημα δεν ήταν μόνον το κάλεσμα στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα για εθνικοαπελευθερωτική πάλη. Ηταν κυρίως ότι η πρωτοβουλία οργάνωσης αυτού του αγώνα περνούσε στα χέρια της εργατικής τάξης.
Πράγματι, τα αποτελέσματα της δράσης του ΚΚΕ με βάση αυτήν την απόφαση δεν άργησαν να 'ρθουν. Αλλωστε, η λαϊκή πάλη για την απελευθέρωση είχε ήδη αρχίσει να οργανώνεται πριν την Ολομέλεια, με πρωτοβουλίες που έπαιρναν κατά περιοχές οι κομμουνιστές. Το ζητούμενο ήταν να πάρει πανελλαδικά χαρακτηριστικά, να καθοδηγηθεί κεντρικά, να αποκτήσει ενιαίο προσανατολισμό, να γίνει πιο αποτελεσματική.
Ηδη, από το Μάη - Ιούνη, ακόμη, του '41, είχαν δημιουργηθεί πλατιές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις: Στη Μακεδονία η οργάνωση «Ελευθερία», στην Ηπειρο το «Πατριωτικό Μέτωπο», στην Καλαμάτα η «Νέα Φιλική Εταιρεία», στον Πύργο το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» κ.ο.κ. Η πρώτη, όμως, πανελλαδική εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ήταν η ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 28 του Μάη του 1941.
Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ αμέσως μετά την έναρξη της Κατοχής, δημιουργήθηκαν το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ - 16 Αυγούστου 1941).
Στις 27 Σεπτέμβρη του 1941 πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική σύσκεψη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου με τη συμμετοχή του ΚΚΕ, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ), του κόμματος της Ενωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ).
Το Νοέμβρη του 1941, ο Θανάσης Κλάρας (μετέπειτα Αρης Βελουχιώτης) φεύγει από την Αθήνα για τη Ρούμελη με αποστολή της ΚΕ του ΚΚΕ να ερευνήσει τις δυνατότητες οργάνωσης του ένοπλου αγώνα. Το Δεκέμβρη ο Κλάρας επέστρεψε και κατέθεσε θετική, ως προς το θέμα, έκθεση στην ΚΕ. Στις αρχές Γενάρη του 1942, συνήλθε η ΚΕ του ΚΚΕ και αποφάσισε την ίδρυση πανελλαδικού απελευθερωτικού στρατού. Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης, στις 2 Φλεβάρη του 1942, πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική σύσκεψη του ΕΛΑΣ.
Στις 16 Φλεβάρη του 1942 ιδρύεται ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ. Ηδη, από το καλοκαίρι του '41, κομμουνιστές και άλλοι πατριώτες συγκροτούν ένοπλες αντιστασιακές ομάδες και αντάρτικα τμήματα σε διάφορα μέρη της χώρας με απόφαση του Κόμματος, αλλά η ενοποίησή τους ήταν βασικό ζήτημα για τη συγκρότηση λαϊκού στρατού ικανού να κατευθύνει ενιαία την ένοπλη πάλη κατά των Γερμανών κατακτητών και του ντόπιου καθεστώτος της άρχουσας τάξης.
Στις 23 Φλεβάρη 1943 ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ), που συσπείρωσε στις γραμμές της την πλειοψηφία της νεολαίας. Τον ίδιο χρόνο συγκροτήθηκε το Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ). Δίπλα σε αυτές τις οργανώσεις έδρασαν η Εθνική Αλληλεγγύη, η Επιμελητεία του Αντάρτη και η Οργάνωση για την Προστασία του Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ). Το Μάρτη του 1943 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ), με πρωτοβουλία της Κομματικής Οργάνωσης Ναυτεργατών του ΚΚΕ (ΚΟΝ).
Με την ανάπτυξη της ένοπλης πάλης του ΕΛΑΣ δημιουργήθηκαν γρήγορα ελεύθερες περιοχές στην Ελλάδα, οι οποίες εκ των πραγμάτων έπρεπε να διοικηθούν, για να μπορέσουν οι κάτοικοί τους να ζήσουν οργανωμένα, προσφέροντας στον εαυτό τους και στον αγώνα για την Εθνική Απελευθέρωση. Ετσι το ΕΑΜ δημιούργησε φύτρα εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές (Αυτοδιοίκηση, Λαϊκή Δικαιοσύνη). Τροφοδότησε τη λαϊκή πολιτιστική ανάταση. Στις 10 Μάρτη 1944 ορκίστηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), το κεντρικό πολιτικό όργανο διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών. Μετά από εκλογές (23 Απρίλη 1944), που έγιναν στις συνθήκες της Κατοχής, εκλέχτηκε το «Εθνικό Συμβούλιο» με έδρα τις Κορυσχάδες (30 Απρίλη 1944). Στις εκλογές ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες και οι νέοι από 18 χρόνων. Συμμετείχαν περίπου 1.800.000 ψηφοφόροι, δίχως να υπολογίζονται τα αποτελέσματα της Κρήτης, της Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης και των νησιών του Αιγαίου. Σημειώνεται ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1936 είχαν πάρει μέρος 1.000.000 ψηφοφόροι.
Η δράση του ΕΑΜ περιλάμβανε όλες τις μορφές πάλης: Απεργίες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, διαβήματα, ένοπλη οργάνωση. Πλατιά και πολλές φορές πρωτότυπη ήταν η μαζική προπαγανδιστική δουλειά του. Ο ΕΛΑΣ καθήλωσε 8 έως και 12 εχθρικές μεραρχίες. Προξένησε στους κατακτητές απώλειες 30.000 νεκρούς και συνέλαβε 6.500 αιχμαλώτους. Κατέστρεψε 37 μεγάλες γέφυρες, 85 ατμομηχανές, 1.000 περίπου βαγόνια και 1.000 αυτοκίνητα. Το σύνολο σχεδόν του οπλισμού του προερχόταν από τις επιχειρήσεις του εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών. Την Ανοιξη του 1944 ο ΕΛΑΣ είχε υπό τον έλεγχό του τα 2/3 της χώρας και τη στιγμή της απελευθέρωσης περισσότερο από το 90% του εδάφους. Στη διάρκεια του πολέμου οι νεκροί από τον ελληνικό πληθυσμό έφθασαν συνολικά τους 405.000 (θάνατοι από την πείνα, εκτελεσμένοι, νεκροί του ελληνοϊταλικού και του ελληνογερμανικού πολέμου, χιλιάδες που εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης - κυρίως Εβραίοι της Θεσσαλονίκης - κ.ά.)
Το ΚΚΕ υπήρξε η ψυχή, η καθοδηγητική δύναμη και ο κύριος αιμοδότης της ΕΑΜικής Αντίστασης. Χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες έδωσαν τη ζωή τους.Η Καισαριανή, το Κούρνοβο, το Χαϊδάρι, ο Αϊ-Στράτης, είναι μερικοί μόνο από τους τόπους της θυσίας.
Το ΕΑΜ έσωσε το λαό από την πείνα. Χάρη στη δράση του ΕΑΜ δε στάλθηκε ούτε ένας εργάτης για να δουλέψει στα γερμανικά εργοστάσια, με εξαίρεση αυτούς που είχαν συλλάβει ομήρους οι Γερμανοί. Δε στάλθηκε ούτε ένας για να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
Διαφορετική ήταν η στάση του αστικού πολιτικού κόσμου. Ενα τμήμα του επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές. Ηταν οι «δοσίλογοι», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη. Ενα άλλο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου, μαζί και το Παλάτι, διέφυγε στην Αίγυπτο, ενώ ένα τρίτο συγκαταλέγεται στους απόντες του αγώνα.
Το ΕΑΜ έχει καταγραφεί στην Ιστορία, όχι αυτήν που έγραψαν οι αστοί, αλλά στην πραγματική, αυτήν που έγραψε και γράφει ο λαός μας στην ταξική πάλη, ως πολιτική οργάνωση που καθοδήγησε το λαϊκο-απελευθερωτικό αγώνα στην περίοδο 1941-1944. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια της εξελισσόμενης στη συγκεκριμένη περίοδο πραγματικότητας. Γιατί η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας από τη μια πλευρά και στην εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτήν την περίοδο. Αλλωστε, ο λαός μας την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς κατακτητές δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να διατηρήσει για πολύ, ο αστικός πολιτικός κόσμος στηριγμένος στους Αγγλους ιμπεριαλιστές συμμάχους του επεδίωξε να τσακίσει με τα όπλα το λαϊκό κίνημα για να επιβάλει την αστική εξουσία και να οργανώσει αστικό κράτος. Και δεν μπορούσε να το κάνει διαφορετικά, αφού δεν είχε το παραμικρό λαϊκό έρεισμα.
Ουσιαστικά, σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ», στο ζήτημα της εξουσίας. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματά τους, όπως και τον ίδιο το συνασπισμό του ΕΑΜ. Αλλωστε, η ταξική πάλη στις ταξικές κοινωνίες ποτέ δε σταματά.
Η πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα, αφού το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχαν να αντιμετωπίσουν και την ντόπια ένοπλη αντίδραση με τις δικές της οργανώσεις, από τη «Χ» του Γρίβα, την ΠΑΟ, τη ΜΑΥ, ως τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας και άλλες που στήριζαν το ντόπιο κατοχικό καθεστώς. Οπως, επίσης, και τον ΕΔΕΣ του Ναπ. Ζέρβα, που ήταν το αντίβαρο των αστικών δυνάμεων στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και, ουσιαστικά, δρούσε ενάντιά τους με τη συνδρομή και των Αγγλων.
Αλλωστε, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ως ιμπεριαλιστικός, ανάμεσα σε δυο συνασπισμούς καπιταλιστικών κρατών, (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, από τη μια πλευρά και Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία από την άλλη), για το εδαφικό ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής αλλά και με έναν κοινό σκοπό. Την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Απ' αυτήν την άποψη, το ενδιαφέρον των Αγγλων ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα, έρχεται ως συνέχεια της οικονομικοπολιτικής σύνδεσης του κεφαλαίου στην Ελλάδα με την αστική τάξη της Αγγλίας (ήταν «παραδοσιακοί» σύμμαχοι), μετά την ήττα του αντίπαλου συνασπισμού καπιταλιστικών κρατών στον πόλεμο. Μα η στήριξη της αστικής τάξης, του αστικού πολιτικού κόσμου στους Αγγλους δεν θα τους ήταν χρειαζούμενη, αν στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγούνταν η αστική τάξη της Ελλάδας, οπότε και θα θεωρούνταν νικήτρια, άρα θα συνέχιζε να ήταν ο ηγέτης των μεταπελευθερωτικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Η πραγματικότητα όμως εξελίχτηκε εντελώς διαφορετικά. Σ' αυτόν τον πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του.
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, ακόμη πριν από τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του προετοιμαζόταν η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα, να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα τότε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά. Το καθεστώς της οποίας αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές, προκειμένου, όπως ζητούσαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Ακόμη και σ' αυτή την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους βεβαίως πέρασαν την φρικιαστική εμπειρία των στρατοπέδων του Νταχάου, του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και αλλού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
Επίσης, ακόμη πριν την απελευθέρωση και έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια, ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ που ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Γιατί την απασχολούσε; Μα γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα, λαϊκή, εξουσία.
Το έπος του ΕΑΜ, επομένως, δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Που μπορεί, βεβαίως, να μην αγκάλιαζε τα τότε αστικά κέντρα, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και με την κυβέρνηση, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό τον ΕΛΑΣ και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Βεβαίως, η εργατική τάξη, ο λαός, δεν κατάφεραν να κατακτήσουν την εξουσία. Ας δούμε πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα.
Στο διάστημα 17 έως 20 Μάη 1944 συνήλθε στη Βηρυτό σύσκεψη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, που έμεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο του Λιβάνου». Στο Συνέδριο, συμμετείχαν ουσιαστικά το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ που είχαν στα χέρια τους την πραγματική εξουσία κι, από την άλλη, ήταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα. Ηταν κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, από τα τμήματα της άρχουσας τάξης που είχαν μεταβεί στην περιοχή μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα εγκαταλείποντας το λαό. Βεβαίως, συμμετείχαν και ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, αλλά επίσης χωρίς σημαντικό λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα.
Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, οι Αγγλοι και η άρχουσα τάξη της Ελλάδας επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν, δηλαδή, μια πιθανή διαγραφόμενη πορεία προς μια μεταπολεμική Ελλάδα του λαού της.
Από την άλλη, το ΕΑΜικό κίνημα πήρε μέρος στο συνέδριο, στο όνομα μιας ευρυτάτης εθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε αναγκαία, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην Ελλάδα ήταν συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.
Στο Συνέδριο Λιβάνου έγιναν φανερές οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε τα εξής: «Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας... Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν... Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση τη μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν... Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είπε χαρακτηριστικά, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη - την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Ετσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες. Ηξερε τι έκανε. Επρεπε να βρει τρόπο, ώστε την απόφαση για επίθεση στο ΕΑΜ, ως μέσο για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης μετά την απελευθέρωση για επανεγκαθίδρυση της εξουσίας της να τη δρομολογήσει. Αυτό έκανε. Και γι' αυτό θεωρούσε πως έπρεπε να χτυπήσει εκεί που ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν σε βάρος του αστικού πολιτικού κόσμου. Στο ένοπλο τμήμα του λαού, τον ΕΛΑΣ.
Ετσι, η λύση που επρότεινε ο Παπανδρέου για να εκλείψουν όσα περιέγραφε και για να επιτευχθεί η περιβόητη εθνική ενότητα ήταν να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.
Στις 2 Σεπτέμβρη του 1944, έναν περίπου μήνα πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου, υποχωρώντας στους απαράδεχτους όρους αυτής της συμμετοχής που επέβαλε το Συνέδριο του Λιβάνου. «Πολιτικόν Πρόγραμμα της Κυβερνήσεως αποτελεί το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου», αυτή ήταν η πολιτική ουσία του προγράμματος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, με το οποίο άνοιγε το δρόμο για την εγκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Αυτή η εξέλιξη ήταν απαράδεκτη και επιζήμια υποχώρηση του ΕΑΜ έναντι του αστικού κόσμου, που δεν είχε κάνει το παραμικρό για την απελευθέρωση της χώρας, αλλά και έναντι των Αγγλων, που κατάφερναν για άλλη μια φορά να προωθήσουν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια, βάζοντας σοβαρή παρακαταθήκη για τον έλεγχο των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Το ΚΚΕ αποδέχτηκε τη Συμφωνία του Λιβάνου, περιορίζοντας το όλο πρόβλημα στο ζήτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου, στη συνεδρίαση της ΚΕ του, που έγινε στις 2-3 Αυγούστου του 1944. Ο Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος, όμως, Γ. Σιάντος είχε εγκρίνει τη Συμφωνία του Λιβάνου για λογαριασμό του Κόμματος, με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ, λίγες μέρες πριν από τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη του 1944, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι' αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή»... Στην ίδια συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο Σιάντος αποδέχτηκε και την πρόταση του Αλ. Σβώλου που περιόριζε το όλο πρόβλημα με τη συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δικαιολόγησε στις κομματικές οργανώσεις ως εξής αυτήν την εξέλιξη: «Το ΠΓ θεώρησε ότι το Κόμμα μας δεν επιτρέπεται να μείνει έξω από την κυβέρνηση. Μια τέτοια στάση θα ενίσχυε ακριβώς εκείνες τις άκρες μερίδες που κάνουν το παν για να ματαιώσουν την ενότητα και να επιβάλουν αντιλαϊκό καθεστώς με πρόκληση του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου... Η είσοδός μας πείθει τα πλατιά στρώματα του λαού για την ειλικρίνεια της πολιτικής της εθνικής ενότητας που ακολουθούμε σ' όλη τη διάρκεια του εθνικού αγώνα. Αφοπλίζει την προπαγάνδα των πιο αντιδραστικών κύκλων. Βοηθάει στο σπάσιμο της διεθνούς απομόνωσης και κατασυκοφάντησης του αγώνα μας. Μας δίνει νέες δυνατότητες πάλης για την ενίσχυσή του. Φέρει σύγχυση στο στρατόπεδο των τρομοκρατικών αντιπάλων οργανώσεων. Μας βοηθάει να ανασυγκροτήσουμε τις λαϊκές δυνάμεις σε νέα ανώτερη βάση». Ετσι, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είχαν μπει στη δίνη μιας σειράς απαράδεκτων υποχωρήσεων, απέναντι στους Αγγλους και στην αστική τάξη της Ελλάδας που συνεχίστηκε με την υπογραφή τη Συμφωνίας της Γκαζέρτας στις 26 Σεπτέμβρη 1944.
Το ζήτημα της εξουσίας είναι καθοριστικό στρατηγικό ζήτημα, για το οποίο η πολιτική πρωτοπορία, η καθοδήγηση και οι ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του αγώνα με πρώτο απ' όλες το Κόμμα της εργατικής τάξης, μπορούν να εξασφαλίσουν αν έχουν σωστή στρατηγική.
Να κατανοούν και να υπολογίζουν σωστά στις αντικειμενικές συνθήκες το συσχετισμό των δυνάμεων, να προβλέπουν και να προνοούν τις εξελίξεις, εφαρμόζοντας σωστά τις νομοτέλειες της ταξικής πολιτικής πάλης.
Και εδώ βεβαίως δεν υπήρχε σύνδεση της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με το ζήτημα της εξουσίας.
Στις 12 του Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα από το γερμανικό ιμπεριαλιστικό ζυγό. Είχε προϋπάρξει βεβαίως συμφωνία Αγγλων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των τελευταίων να μη χτυπηθούν οι δυνάμεις τους. Προσέβλεπαν στο να αποτελέσουν ένα επιπλέον εμπόδιο κατά την υποχώρησή τους στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού που απελευθέρωνε τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, αλλά τους χρειαζόταν, όπως αποδείχτηκε μετά το 1945, ως εφεδρεία για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας μεταπολεμικής εξέλιξης.
Στις 30 του Οκτώβρη, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη, ενώ στις 3 του Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν οριστικά την Ελλάδα.
Στις 18 του Οκτώβρη είχε φτάσει στην Αθήνα η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Η κρίσιμη ώρα έφτανε, για να ξεκαθαρίσει το ανοιχτό, άλυτο ζήτημα, που όμως ήταν το κυρίαρχο μετά την απελευθέρωση. Το ζήτημα της εξουσίας. Ποια τάξη θα κυριαρχούσε; Οι κεφαλαιοκράτες ή η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, ο λαός, που απελευθέρωσε την Ελλάδα από την ξένη ιμπεριαλιστική κατοχή; Θα άφηναν το λαό να ανοίξει το δρόμο για τη λαοκρατούμενη Ελλάδα, να γίνει αφέντης στον τόπο του, οικοδομώντας τη δική του κοινωνία ή θα τσάκιζαν με κάθε μορφή και με την ένοπλη βία το κίνημά του;
Ο συσχετισμός των δυνάμεων έως την απελευθέρωση ήταν υπέρ του λαού και σε βάρος της άρχουσας τάξης. Το ΕΑΜ συσπείρωνε τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που αγωνιζόταν κατά της Κατοχής, αλλά και προσβλέποντας σε καλύτερες μέρες μετά την απελευθέρωση. Οι απλοί άνθρωποι του μόχθου δεν έδιναν τη ζωή τους για την απελευθέρωση από το γερμανικό ιμπεριαλιστικό ζυγό, για να επανέλθει ο τόπος σε χρόνια σαν της 4ης Αυγούστου (1936-1941, δικτατορία Μεταξά), ούτε και στα χρόνια πριν απ' αυτή, που ο λαός γνώρισε απίστευτες στερήσεις, περιπέτειες, εξαθλίωση. Αλλά και η αστική τάξη δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει την εξουσία και τα συμφέροντά της.
Με την έλευση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στην Ελλάδα, ο αστικός πολιτικός κόσμος, η άρχουσα τάξη και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Λαϊκής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση των ένοπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10η του Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, χωρίς τους υπουργούς του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Λαϊκής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κάλεσαν το λαό της Αθήνας και του Πειραιά σε συλλαλητήριο στις 3 του Δεκέμβρη. Πλατεία Συντάγματος. Χιλιάδες λαού συμμετείχαν σε μια τεράστια ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής πλουτοκρατίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 του Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης, από τη μεριά της άρχουσας τάξης, ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό αυτής της διαδήλωσης ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε.
Στις 33 μέρες των μαχών της Αθήνας και του Πειραιά, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ έγραψαν λαμπρές σελίδες. Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία έφτασαν στο επίπεδο που χαρακτηρίζει κάθε μαχόμενο λαϊκό κίνημα που έχει το δίκιο με το μέρος του. Δόθηκαν δεκάδες μάχες, αρκετές νικηφόρες. «Ολοι στις επάλξεις του αγώνα. Ολοι στα οδοφράγματα», ήταν το διάγγελμα της ΚΕ του ΕΛΑΣ.
Δεν έγινε όμως δυνατόν να συγκεντρωθούν δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο βασικό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση, τα ένοπλα τμήματά της και τους Αγγλους στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Δεν υπήρχε τέτοιο σχέδιο και προετοιμασία με πανστρατιά.
Το Κόμμα το Δεκέμβρη και το λαϊκό κίνημα δεν εξασφάλισαν τέτοιες προϋποθέσεις και σχέδιο. Η ένοπλη σύγκρουση δεν πήρε δηλαδή χαρακτηριστικά πάλης για την εξουσία. Ακόμα και στη διάρκειά της παρέμενε η θέση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ομαλή δημοκρατική εξέλιξη.
Στις 5 Γενάρη 1945 άρχισε η υποχώρηση του ΕΛΑΣ και χιλιάδων αγωνιστών. Ακολούθησε η απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας που αφοπλίστηκε ο λαός.
Το ΚΚΕ μελετά την ιστορία του ...προσπαθώντας ταυτόχρονα να εξάγει χρήσιμα διδάγματα από την εμπειρία του. Η ιστορική μελέτη δεν αποτελεί απλώς μια καταγραφή ή αποτίμηση του παρελθόντος. Μπορεί και πρέπει να γίνεται ιδεολογικό όπλο, να ενισχύει τα μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης για το παρόν και το μέλλον του κινήματός μας. Σε αυτή τη βάση το ΚΚΕ αντιμετώπισε και τη συγγραφή της Ιστορίας του των χρόνων 1950-1968, που αποτελούν το περιεχόμενο του Β' ΤΟΜΟΥ (ΔΟΚΙΜΙΟΥ) της Ιστορίας του ΚΚΕ...
Στέκεται πρωταρχικά στο θεμελιώδες πολιτικό πρόβλημα, στη στρατηγική του. Επιχειρεί να απαντήσει στο γιατί δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει σωστά το θέμα της πολιτικής εξουσίας.
Θεωρούμε ότι ως πηγή γνώσης και συμπερασμάτων τα χρόνια 1940-1945 έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Για τα χρόνια της ΕΑΜικής Αντίστασης, το ΚΚΕ έχει υπογραμμίσει και στο παρελθόν τα παρακάτω, ανάμεσα σε άλλα:
Τις ημέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (12 Οκτώβρη 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Ταυτόχρονα, το ΕΑΜ κυριαρχούσε, ενώ ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Η αστική κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί βρισκόταν στην Αίγυπτο και οι Εγγλέζοι δεν είχαν καταφθάσει ακόμα στην Ελλάδα.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα μας, παρά την τεράστια συνεισφορά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόμη, ιδίως μετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλαν να θέσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την "εθνική ενότητα". Δε διαμόρφωσε τις υποκειμενικές προϋποθέσεις μιας πορείας, που, ανάλογα και με άλλους παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη.
Δεν εκτίμησε σωστά τη σύμπλεξη του κοινωνικοταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό. Αυτή η σύμπλεξη, πέρα από τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις με τις στρατιωτικές οργανώσεις του "δοσιλογισμού", επιβεβαιώνεται και από τις ένοπλες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τις αντιχιτλερικές και τις αγγλόφιλες οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι συνεχείς προστριβές του ΕΛΑΣ με τους Εγγλέζους, η αμείωτη ιδεολογική και πολιτική πάλη των αστικών ελληνικών κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής κατά της ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, η συχνή συνεργασία αστικών οργανώσεων με τους κατακτητές, για την αντιμετώπιση της "ερυθράς απειλής", καθώς και η αιματηρή καταστολή, από τους Εγγλέζους και την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, της ηρωικής "Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης" (ΑΣΟ) τον Απρίλη του 1944.
Οι δυνάμεις που συμμετείχαν στο ΕΑΜ εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα. Εκτός από το ΚΚΕ, συμμετείχαν και δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, γενικά αστικής πολιτικής κατεύθυνσης. Επρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι, εξαιτίας των ταλαντεύσεων που προσιδιάζουν στη φύση τέτοιων κομμάτων και ατόμων και που δεν είναι διατεθειμένα να φτάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν ήταν δυνατό η εργατική τάξη να βαδίσει μαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής και το ζήτημα της εξουσίας (ποιος - ποιον) ετίθετο επί τάπητος. Το ΚΚΕ δεν πήρε υπόψη του ότι η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη διεξάγεται και στο πλαίσιο της συμμαχίας και ότι για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης δεν επιτρέπονται επιζήμιοι συμβιβασμοί. Πολύ περισσότερο, όταν οι συμβιβασμοί δεν αντιστοιχούν στο συσχετισμό των δυνάμεων που υπάρχει ανάμεσα στους συμμάχους.
Ηταν επίσης αναγκαίο να μελετηθεί η στρατηγική των Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων, οι ελιγμοί τους και ανάλογα να προσαρμοστεί η στρατηγική του ΚΚΕ.
Η κριτική αποτίμηση, μακριά από τη λαθολογία και το μηδενισμό, εστιάζεται στην ικανότητα του ΚΚΕ να επιβεβαιώνει σε κάθε φάση του αγώνα τον αυτοτελή ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό ρόλο του. Αυτός ο ρόλος εκφράζεται με την επιστημονική θεμελίωση της στρατηγικής του, στη βάση της εφαρμογής στις συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά και της ανάπτυξης της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού. Εκφράζεται, κατά συνέπεια, με την αντικειμενική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών αντιθέσεων, της διάταξης των ταξικών δυνάμεων, του πολιτικού συσχετισμού, της τακτικής του ταξικού αντιπάλου.
Η αυτοτελής δράση του ΚΚ διασφαλίζει πολιτική συμμαχιών που δεν υποθηκεύει τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, στο όνομα κάποιων πρόσκαιρων επιτυχιών. Οι συμμαχίες, αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής, προϋποθέτουν συμβιβασμούς, που όμως δε θα θίγουν την προώθηση της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η ιστορική εξέλιξη, επίσης, έχει αποδείξει με οδυνηρό πολλές φορές τρόπο ότι αν το αστικό κράτος δεν τσακιστεί από τις επαναστατικές δυνάμεις, η δυνατότητα εγκαθίδρυσης και στερέωσης της διάδοχης εξουσίας τίθεται υπό αίρεση.
Η στρατηγική του ΚΚΕ στην Κατοχή
Από το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β` τόμος, περίοδος 1949-1968. Αποκαταστάσεις»
Ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος όξυνε την ταξική πάλη σε μια σειρά χώρες. Η στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα τελικά δεν προσανατόλισε στη διαμόρφωση στρατηγικής των ΚΚ ενάντια στην αστική τάξη της χώρας τους, είτε η τελευταία ήταν επιτιθέμενη είτε αμυνόμενη.
Στις αναλύσεις του ΚΚΕ και στον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης, κυριαρχούσε η προ του 1917 λενινιστική προσέγγιση για «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», με μορφή τα Σοβιέτ και αποκλείοντας την αστική τάξη (και του χωριού - κουλάκους) από τη συμμαχία, ως ένα στάδιο εξουσίας πριν τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Στα χρόνια της Κατοχής, γινόταν λόγος για λαϊκή δημοκρατία - λαοκρατία και λαϊκή δημοκρατική επανάσταση, επί της ουσίας ένα στάδιο πριν την επαναστατική εργατική εξουσία, που είχε τα χαρακτηριστικά ενός εκδημοκρατισμένου αστικού καθεστώτος.
Η Β` Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου 1942) υπογράμμισε ως εξής το στόχο του:
«Η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης από τα κόμματα και οργανώσεις που αγωνίζονται σύμφωνα με τους σκοπούς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου αμέσως μετά το διώξιμο του ξένου καταχτητή, η οποία θα αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες, θα ενεργήσει ελεύθερο δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού ζητήματος και εκλογές συντακτικής εθνοσυνέλευσης με το αναλογικό εκλογικό σύστημα, αποτελεί τον πιο σωστό τρόπο λύσης του εσωτερικού ζητήματος και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και του ελληνικού λαού. (...) Η πραγματοποίηση του άμεσου πολιτικού σκοπού του κόμματός μας - εθνική απελευθέρωση και λαοκρατική λύση του εσωτερικού καθεστώτος - αποτελεί στη συγκεκριμένη στιγμή τη μοναδική επαναστατική θέση»1.
Εκφραση της παραπάνω γραμμής ήταν και η τοποθέτηση του Γ. Σιάντου στην 44η Συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 27 Ιουλίου 1944, σε συζήτηση σχετική με τις διαπραγματεύσεις στο Λίβανο και το ενδεχόμενο συμμετοχής της ΠΕΕΑ στην κυβέρνηση Παπανδρέου:
«...Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μας πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό [...]. Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, αλλαγές της κατάστασης [...]. Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη»2.
Την παραπάνω τοποθέτηση του Γ. Σιάντου, η οποία εξέφραζε τη στρατηγική του Κόμματος στη διάρκεια της Κατοχής, επανέλαβε και το 7οΣυνέδριο του ΚΚΕ (1945). Η εισήγηση της ΚΕ προς το 7οΣυνέδριο ανέφερε χαρακτηριστικά:
«...η συμφωνία του Λιβάνου δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερικών ζητημάτων. Το ίδιο επιδιώξαμε και με τη συμφωνία της Καζέρτας»3.
Η πολιτική γραμμή, στην οποία αναφερόταν η εισήγηση, περιέχεται στην Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ«Λαοκρατία και Σοσιαλισμός» (Ιανουάριος - Απρίλιος 1943), όπου αναφέρεται:
«...το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας αγωνίζεται για την εθνική απελευθέρωση του τόπου και του λαού από τον τριπλό ξενικό ζυγό των Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων φασιστών (...) Για την ελεύθερη και κυρίαρχη έκφραση κι επιβολή της λαϊκής θέλησης στα ζητήματα του εσωτερικού πολιτεύματος. (...) Στον αγώνα τούτον για την εθνική μας απελευθέρωση το ΚΚΕ συμμαχεί με κάθε εθνική δύναμη, που είναι σύμφωνη στους πιο πάνω σκοπούς»4.
Ωστόσο μεταγενέστερη ιστορική αναφορά είναι χαρακτηριστική για τη σχέση της οικονομικής ολιγαρχίας στην Ελλάδα με τις δυνάμεις Κατοχής:
«Στις 4 Φεβρουαρίου 1943 οι γερμανικές οικονομικές αρχές έριξαν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας 48.000 χρυσές λίρες και 1.250.000 χρυσά γαλλικά φράγκα. Επρόκειτο για ματωμένο χρυσάφι αρπαγμένο από τις χώρες που κατακτήθηκαν, από τις λεηλασίες και από τις περιουσίες των Εβραίων που είχαν σταλεί στα κρεματόρια. Οι ενδιαφερόμενοι δεν ασχολούνταν με το αίμα που έσταζε από αυτόν τον χρυσό. Τα λαμπερά νομίσματα έγιναν ανάρπαστα από όλους εκείνους οι οποίοι έβλεπαν να αυγατίζουν τα εισοδήματά τους σε δραχμές και επιθυμούσαν διακαώς να μετατρέψουν τα κέρδη τους σε κάτι πιο σταθερό: σε χρυσάφι. Στις 28 Φεβρουαρίου, αυτή η διά του χρυσίου αναγνώριση των υπηρεσιών που ο ελληνικός καπιταλισμός πρόσφερε στη Νέα Τάξη του ναζισμού επαναλήφθηκε: 63.000 χρυσές λίρες έπεσαν στην αγορά. Στις 2 Μαρτίου ρίχτηκαν στην αγορά 33.000 ακόμα χρυσές λίρες, την επομένη, στις 3 Μαρτίου, δύο ημέρες πριν το αιματοκύλισμα της Αθήνας, οι συνεργάτες των Γερμανών αμείφθηκαν διά του τρόπου αυτού με ακόμα 1.700.000 χρυσά γαλλικά φράγκα. Την ώρα που στους δρόμους της πρωτεύουσας οι διαδηλώσεις του ΕΑΜ πνίγονταν στο αίμα από τους κατακτητές και την Αστυνομία, αποτρέποντας την επικράτηση της δουλικής εργασίας, μερικοί είχαν άλλου τύπου ασχολίες: Μετρούσαν το χρυσάφι που οι υπηρεσίες τους στον κατακτητή και η συμμετοχή τους στην καταλήστευση της ίδιας τους της χώρας και του λαού της, τους εξασφάλισαν.
Αυτά τα "όργανα της τάξεως", που ανελέητα χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ, είχαν πράγματι αφεντικά. Γνώριζαν τι είδους κόσμο προάσπιζαν: Εκείνο των κατακτητών, των καπιταλιστών, των κερδοσκόπων, των "οικονομικών δοσιλόγων". Και η αγριότητά τους ήταν ευθέως ανάλογη με την αγριότητα της λεηλασίας και της εκμετάλλευσης, μέσα στον αστερισμό των οποίων ζούσε τότε η Ελλάδα»5.
1. Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τόμ. 5ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 91-92.
2. Αρχείο της ΠΕΕΑ, Πρακτικά Συνεδριάσεων, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1990, σελ. 156-157.
3. Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τ. 6ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987, σελ. 411-412.
4. Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα, τ. 5ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 134.
5. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 2 Μαρτίου 2008, Γιώργου Μαργαρίτη, «Οι δύο κόσμοι: Η Ελλάδα στις 5 Μαρτίου 1943».
Ο αστικός κόσμος στην κατοχή
Η κατάκτηση της Ελλάδας απ' τον γερμανοϊταλικό και το βουλγαρικό φασισμό, το 1941, όξυνε στο έπακρο τις αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, ενώ έβαλε σε μεγάλη δοκιμασία όλες τις τάξεις και τα κόμματα της χώρας.
Το ΚΚΕ, όντας από τη γέννησή του σταθερός, συνεπής υπερασπιστής των λαϊκών συμφερόντων κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ανέλαβε σθεναρή δράση από τις πρώτες στιγμές της νέας κατάστασης. Είχαν προηγηθεί τα τρία (3) ιστορικά γράμματα του τότε ΓΓ της ΚΕ του Ν. Ζαχαριάδη, κατά την έναρξη και τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Η τιτάνια προσπάθεια του ΚΚΕ γινόταν ακόμη πιο δύσκολη, εξαιτίας του αρνητικού διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων, καθώς και του εσωτερικού συσχετισμού.
Οι επίμονες και πολύχρονες προσπάθειες της Σοβιετικής Ενωσης να δημιουργηθεί συμμαχία κατά των Γερμανίας - Ιταλίας - Ιαπωνίας, δεν απέφεραν αποτέλεσμα, αφού ο βρετανικός ιμπεριαλισμός επιδίωκε να στρέψει τη Γερμανία κατά της Σοβιετικής Ενωσης και σε συνέχεια να επωφεληθεί ο ίδιος, καθώς και άλλες καπιταλιστικές χώρες.
Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ ιδρύθηκε το ΕΑΜ, που εξέφρασε την κοινωνικοπολιτική συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μεγάλα τμήματα της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς, καθώς και των λαϊκών στρωμάτων των πόλεων.
Σε αντίθεση με τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων τους, που συσπειρώθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ, τα κόμματα της ελληνικής πλουτοκρατίας, τόσο αυτά της «Δεξιάς», όσο και του «Κεντρώου» χώρου, καθώς και εκείνα της «Ακρας Δεξιάς», κράτησαν εντελώς διαφορετική στάση.
Ποια ήταν ακριβώς η πολιτική στάση των αστικών κομμάτων στα χρόνια της Κατοχής;
Πλούτος - πείνα και θάνατος
Η γερμανική κατοχή ενέσκηψε σαν λαίλαπα, που δεν άφησε όρθιους ακόμη και καπιταλιστές. Βεβαίως, εκείνοι που δέχτηκαν το αποφασιστικό χτύπημα και την εκμετάλλευση, μέχρι και τη φυσική εξόντωση μεγάλων τμημάτων τους, ήταν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα των πόλεων, καθώς και ορισμένες μάζες της φτωχής αγροτιάς. Ωστόσο, και για τμήματα της αστικής τάξης ίσχυσε αυτό που είπε ο Γερμανός στρατηγός στην Ελλάδα, σε επιτροπή που πήγε να διαμαρτυρηθεί, για τον συστηματικό λιμό: «Κύριοί μου, δε μας μένει καιρός να ασχοληθούμε με τέτοιας φύσεως θέματα. Οι Ελληνες πρέπει να γνωρίζουν τούτο: οι πλούσιοί τους θα πεινάσουν, οι φτωχοί θα πεθάνουν και οι Γερμανοί θα νικήσουν!» (Π. Ρούσου: «Η μεγάλη τετραετία», σελ. 121, «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ»).
Τα λόγια του Γερμανού στρατηγού, πέρα από την υπερβολή που περιείχαν όσον αφορά στην τύχη γενικά των πλουσίων, έδειχναν μια πραγματικότητα: Καταληστεύτηκε ο ορυκτός πλούτος της χώρας και μεγάλο μέρος του παραγωγικού εξοπλισμού. Με τα «μάρκα κατοχής», που έθεσαν σε κυκλοφορία οι Γερμανοί και με τις «μεσογειακές δραχμές» οι Ιταλοί «αγόραζαν» προϊόντα, όσα δεν είχαν επιτάξει και κατασχέσει με την αρπαγή. Επρόκειτο για αληθινό πλιάτσικο. Περιουσίες εξαφανίστηκαν σε μια νύχτα με το κατρακύλισμα της δραχμής. Η χρυσή λίρα στερλίνα έφτασε τα 104 τρισεκατομμύρια δραχμές! Κυρίως, βέβαια, αυτός ο κατακλυσμός έπληξε πολλούς μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες. Οι μεγάλοι αναπροσάρμοσαν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους στις ανάγκες του στρατού κατοχής. Το ίδιο και οι μεγαλέμποροι. «Τσιμέντα, μηχανουργικές επιχειρήσεις, ελαιουργεία κ.λπ. τέθηκαν στη διάθεση των καταχτητών» (Π. Ρούσου: «Η μεγάλη πενταετία» τ. Α, σελ. 131, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»). Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνισή τους νέα τμήματα της αστικής τάξης, οι περιβόητοι μαυραγορίτες. Απ' την άλλη, όταν αργότερα άρχισαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ύπαιθρο, καταστράφηκαν και σοδειές μεγαλοκαλλιεργητών.
Εκείνοι, ωστόσο, που κατεξοχήν θησαύρισαν, ήτανε οι εφοπλιστές. «Μετά τον πόλεμο εισέπραξαν, απέναντι των 6,5 εκατομμυρίων λιρών, που στοίχιζαν τα χαμένα πλοία τους (δηλαδή εκείνα που οι ίδιοι κατά κανόνα βούλιαζαν), 40 εκατομμύρια λίρες και 30 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 8 φορές πάνω από την αξία των πλοίων τους. Ο Ωνάσης, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον "Προοδευτικό Φιλελεύθερο", παραδέχτηκε ότι στη 10ετία 1940 - 1949 οι εφοπλιστές των ποντοπόρων πλοίων κέρδισαν 7,5 τρισεκατομμύρια δραχμές». («Η Ελλάδα κάτω από το ζυγό των Γιάνκηδων», «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ», σελ. 123).\
Οι κατοχικές κυβερνήσεις
Ενα τμήμα του αστικού κόσμου επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές. Ησαν οι γνωστοί «κουίσλινγκ», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις υπό τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη. Με την ενίσχυση αυτών των κυβερνήσεων και των Γερμανών σχηματίστηκαν τα φασιστικά κόμματα «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας», «Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις» (ΕΣΠΟ), η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) κ.ά.
Πρέπει να σταθούμε στο ζήτημα του σχηματισμού των κατοχικών κυβερνήσεων, και λόγω σημασίας και γιατί υπάρχει μια ουσιαστική πλευρά της όλης υπόθεσης, που συνήθως παραγνωρίζεται.
Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί, βεβαίως μέσα στις συνθήκες μιας κατακτημένης χώρας. Στα πλαίσια της ύπαρξης και λειτουργίας του - και ως προϋπόθεσή τους - σχηματίστηκαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, που αναφέρθηκαν παραπάνω, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης του λαού. Δημιουργήθηκαν τα «Τάγματα Ασφαλείας» και συναφείς κρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η Ειδική Ασφάλεια, στην οποία βασανίζονταν κομμουνιστές (π.χ. η Ηλέκτρα Αποστόλου) και άλλοι αγωνιστές, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή (αν και η τελευταία στις περισσότερες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας ξηλώθηκε σε μια πορεία και αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό). Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο Αμυνας, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο προηγούμενος τακτικός στρατός.
Η παραπάνω εξέλιξη είχε αντικειμενική βάση. Η κατοχή δεν κατάργησε - ούτε ήθελε φυσικά να καταργήσει - το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους.
Τα πράγματα, δηλαδή, έθεταν εξ αντικειμένου το ζήτημα ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί άμεσα - και κυρίως μακροπρόθεσμα - την εξουσία της τάξης του. Αυτή την ανάγκη την αναγνώριζε ολόκληρος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Γι' αυτό ακριβώς επικρότησε τη δημιουργία των κατοχικών κυβερνήσεων ως εθνική ανάγκη. Γι' αυτό ακριβώς και ο αστικός Τύπος τις στήριξε. Πέρα, βεβαίως, και από το γεγονός ότι οι κατακτητές χρειάζονταν κυβερνήσεις - υποχείριά τους, για να συμβάλουν στο δικό τους (των κατακτητών) ρόλο καταστολής του λαού, ως τοποτηρητές γερμανικών συμφερόντων.
Ο στόχος, επομένως, ήταν διπλός και αυτό το δίπτυχο αποτελούσε τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Πρέπει, λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες - συνεργάτες των Γερμανών ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι' αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά την απελευθέρωση.
Για τη σημασία και το ρόλο των κατοχικών κυβερνήσεων ο Κ. Πυρομάγλου θίγει μια άλλη αξιοπρόσεκτη πλευρά, ανεξάρτητα απ' το γεγονός ότι οι εξελίξεις τελικά δεν την επιβεβαίωσαν. Θέτει το θέμα ότι το υπουργείο Αμυνας λειτουργούσε στην κυβερνητική συγκρότηση των «κουίσλινγκ», αν και δεν υπήρχε στρατός. Ποιο σκοπό εξυπηρετούσε αυτό, πέρα απ' την προσπάθεια συγκρότησης στρατιωτικών δυνάμεων και την προσπάθεια να εμποδιστούν αξιωματικοί του τακτικού στρατού να στελεχώσουν τον ΕΛΑΣ; Γράφει: «Ο σκοπός απεκαλύφθη κατά τους τελευταίους μήνας του 1941, όταν εις μίαν ανά την Ελλάδα περιοδείαν του ο στρατηγός Τσολάκογλου, ατενίζων τας ακτάς της Μικράς Ασίας, εδήλωσεν ότι "οι εκδιωχθέντες Ελληνες, θα πρέπει να επανέλθουν...". Ητο η περίοδος, κατά την οποίαν το Γερμανικόν Επιτελείον εμελέτα την εισβολήν εις την Τουρκίαν και είχεν ανάγκην μισθοφορικού στρατού. Η παγερά σιωπή του Ελληνικού Λαού έπεισε και "Κυβέρνησιν των Αθηνών" και Γερμανικάς Αρχάς, περί της πλήρους αρνήσεως των Ελλήνων, να εμπλακούν εις μίαν τοιαύτην περιπέτειαν» (Κ. Πυρομάγλου, ό. π., σελ. 143).
Οι απόντες
Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα. Ο Θ. Σοφούλης, αρχηγός των «Φιλελευθέρων», ο Γ. Καφαντάρης, των «Προοδευτικών», ο Ι. Σοφιανόπουλος, του «Αγροτικού Κόμματος», ο Γ. Παπανδρέου, του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», ο Παν. Κανελλόπουλος, του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος», ο Κ. Καραμανλής, του «Λαϊκού Κόμματος», απείχαν ουσιαστικά, ορισμένοι και τυπικά, ενώ ο Στυλ. Γονατάς, υπαρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων», καθοδήγησε την ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» του Ι. Ράλλη. Ο Γ. Καφαντάρης, σε πρόταση που του έγινε από το ΚΚΕ να προσχωρήσει στην Αντίσταση, απάντησε: «Οι Ελληνες να μη νοιάζονται, το ζήτημα θα το λύσουν οι σύμμαχοι» (δηλαδή οι Εγγλέζοι) (Π. Ρούσος, ό. π., σελ. 137). Την ίδια στάση κράτησαν στις προτάσεις του ΚΚΕ και άλλοι. Στον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο έγινε πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το επίσης κατηγορηματικό «όχι», που έδωσε ως απάντηση. Εξάλλου από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: Παραθέτουμε το σχετικό γράμμα του Ν. Πλαστήρα: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 14 Σεπτέμβρη 1998). Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Ποια ήταν η επιδίωξή τους; Ηταν η ίδια της προπολεμικής - προδικτατορικής περιόδου: Οταν θα φύγουν κάποτε οι κατακτητές, να επανέλθουν τα πράγματα στην προ της 4ης Αυγούστου κατάσταση και ν' αναλάβουν αυτοί τα ηνία της διακυβέρνησης. Μέχρι τότε «ας κάτσουμε όλοι στ' αυγά μας», περιμένοντας την αίσια έκβαση του πολέμου, που θα τη φέρουν οι ισχυροί σύμμαχοι... Από αυτή την άποψη, μόνο δυσφορία δημιουργούσε, σε όσους ήταν αντιμοναρχικοί, το θέμα του βασιλιά. Δυσφορούσαν από το γεγονός ότι οι Βρετανοί είχαν τη Μοναρχία ως ένα από τα βασικά τους στηρίγματα στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που και οι ίδιοι στήριζαν στους Βρετανούς τις ελπίδες τους...
Στα χρόνια που προηγήθηκαν των προηγουμένων γεγονότων, είχαν οξυνθεί οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις και στο Παλάτι. Είχε μεσολαβήσει η βασιλομεταξική δικτατορία των Μεταξά - Γλύξμπουργκ, στη διάρκεια της οποίας μια σειρά απ' αυτούς είχαν γνωρίσει τόπους εξορίας και άλλους περιορισμούς, γεγονός που είχε προσθέσει νέες αντιδράσεις στις εκ πεποιθήσεως αντιμοναρχικές αντιλήψεις τους. Ενώ λίγους μήνες πριν την τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία είχε πραγματοποιηθεί το νόθο δημοψήφισμα της 3ης Νοέμβρη 1935, το οποίο έδωσε υπέρ της Μοναρχίας το 105% των ψήφων! «... δηλαδή ήταν περισσότεροι οι ψήφοι υπέρ της μοναρχίας από τους ψηφοφόρους... Οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες της νοθείας θορυβήθηκαν για την γκάφα τους και όλη τη νύχτα της 3-4 Νοεμβρίου έκαναν διάφορες αλχημείες για να... μειώσουν τώρα τους ψήφους υπέρ της βασιλείας»! (Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 136). Εννοείται, φυσικά, ότι παρά τις αντιθέσεις μεταξύ τους και της Μοναρχίας, ήσαν πρόθυμοι να τη στηρίξουν, αρκεί αυτή να τους εξυπηρετούσε κομματικά...
Η αστική τάξη στην Ελλάδα, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, είχε δεσμούς κυρίως με τη Μ. Βρετανία, ανεξάρτητα απ' το κόμμα ή τα κόμματα που βρίσκονταν στην κυβερνητική εξουσία, ανεξάρτητα απ' το πολίτευμα που είχε στην α ή στη β χρονική στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η τεταρτοαυγουστιανή φασιστική δικτατορία (1936-1941), που οι φιλικές διαθέσεις της προς τη χιτλερική Γερμανία ήσαν διάχυτες, είχε κι αυτή εξωτερική πολιτική που κινιόταν στη γραμμή πλεύσης της Μ. Βρετανίας.
Μόλις η Ελλάδα κατακτήθηκε, αλλά και στην πορεία, ένα μεγάλο τμήμα του παραπάνω πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ' όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση... Θα επιστρέψουμε στα όσα αφορούν στη δράση τους στο εξωτερικό. Για την ώρα ας μείνουμε στη στάση τους απέναντι στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.
Με τους Γερμανούς κατά του λαού
Δεν ήταν καθόλου μικρή (το αντίθετο) η υπηρεσία που πρόσφερε στους καταχτητές μια μεγάλη μερίδα του αστικού Τύπου, τόσο εκείνη που υποστήριζε τα «Φιλελεύθερα» κόμματα, όσο και η «δεξιά» - «ακροδεξιά».
«Οι Γερμανοί καταχτητές μόλις μπήκαν στην Αθήνα έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τη Ραδιοφωνία και τις αστικές εφημερίδες. Και οι ιδιοκτήτες των τελευταίων προθυμοποιήθηκαν να συνεχίσουν την έκδοση των εφημερίδων τους και να αλλάξουν χαβά. "Καθημερινή", "Εστία", "Ακρόπολις", "Βραδυνή", "Ελεύθερον Βήμα", "Αθηναϊκά Νέα" και άλλες βάλθηκαν να υμνούν το φασιστικό Αξονα και κυρίως να πολεμάνε κάθε ιδέα εθνικής αντίστασης στους καταχτητές. Οι αρχές κατοχής και οι υπηρέτες τους πάσκιζαν με κάθε τρόπο να σπείρουν την ηττοπάθεια και να εξουθενώσουν ψυχικά το λαό. Μεγάλος ήταν ο κίνδυνος και μεγάλη η αηδία από τα γραφτά του δουλωμένου Τύπου και της επίσημης προπαγάνδας. Πρώτη η "Εστία" (29/4/1941) έγραψε μόλις μπήκαν οι χιτλερικοί στην Αθήνα: "Ο πόλεμος ετελείωσε διά την Ελλάδα. Θα νικήσει ο Αξων". Το "Ελεύθερον Βήμα" (2/5/1941) έκανε λόγο για κοινότητα συμφερόντων Ελλάδας και δυνάμεων του Αξονα. Η "Ακρόπολις" (15/5/1941) ονόμαζε "το δεύτερον όχι", δηλαδή την αντίσταση στους Γερμανούς, εγκληματικότερον του πρώτου (της αντίστασης στους Ιταλούς). "Καλώς συνετάγη" ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Ελληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών - αυτά κήρυττε η "Καθημερινή" της 1/6/1941. Και τα "Καθημερινά Νέα" στον τίτλο τους ονόμαζαν "Αίσχος" την αντίσταση των πατριωτών της Κρήτης στις ορδές του Χίτλερ» (Π. Ρούσου: «Η μεγάλη πενταετία », τ. Α, σελ. 57).
Στο βιβλίο «Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του» (εκδόσεις «Ιστορική Ερευνα»), του Κομνηνού Πυρομάγλου, υπαρχηγού του ΕΔΕΣ, διαβάζουμε σχόλιο της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 30 Απρίλη 1941: «Ναι! Να γίνη και η ψυχική αποστράτευσις, περί της οποίας γράφει η "ΕΣΤΙΑ". Ο πόλεμος ετελείωσε και πρέπει να το πιστεύσωμεν και να ασχοληθώμεν με τα ειρηνικά μας έργα. Αυτή είναι η σπουδαιότερη υπηρεσία εξ όσων έχομεν να προσφέρωμεν εις την χώραν μας. Με την ψυχικήν αποστράτευσιν θα αισθανθούμε την λύτρωσιν από τον εφιάλτην του πολέμου και θα αγωνισθώμεν, διά να αναδείξουμε την παραγωγήν και τον πολιτισμόν μας...» (Κ. Πυρομάγλου, ό. π., σελ. 126). Και την 29 του ίδιου μήνα η ίδια εφημερίδα: «Δεν το γράφομεν εκ λόγων κολακείας, αλλά διότι είναι γενική εντύπωσις: Οι Γερμανοί στρατιώται, όσοι εκυκλοφόρησαν κατά τας ημέρας αυτάς εις την πόλιν, υπήρξαν όλοι υποδείγματα ευπρέπειας και ευγενείας...» (ό. π., σελ. 127).
Να κι ένα άλλο σχόλιο της ίδιας εφημερίδας: «Αυταί οι εκδηλώσεις των ευάριθμων - ευτυχώς ευάριθμων - μωρών ανθρώπων, πρέπει να τελειώνουν. Δεν τους οφείλομεν τίποτε να προδίδουν και να δηλητηριάζουν μίαν απολύτως φιλικήν ατμόσφαιρα, η οποία οσημέραι δημιουργείται και τονούται μεταξύ του Λαού και των στρατευμάτων κατοχής. Εις το κάτω - κάτω είναι και έλλειψις στοιχειώδους αγωγής αι τοιούται εκδηλώσεις (σ.σ. προς τους αιχμαλώτους Αγγλους εκ μέρους του Λαού)» (ό. π., σελ. 129).
Συνεχίζουμε με την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», της 2ας Μάη 1941: «Με τον τερματισμόν του πολέμου ήρθησαν πλέον οι φραγμοί, οι οποίοι εχώριζον τον Ελληνικόν Λαόν με τους τέως αντιπάλους του. Και εις αποκατάστασιν των παλαιών φιλικών δεσμών μεταξύ αυτού και των Γερμανών, έδωσαν την πρώτην ώθησιν αι Ανώταται Στρατιωτικαί Αρχαί Κατοχής, αι οποίαι διά των μάλλον υπευθύνων εκπροσώπων των έσπευσαν από της πρώτης στιγμής να διακηρύξουν, ότι έρχονται εις τον τόπον μας ως φίλοι» (ό. π., σελ. 132).
Και στο κύριο άρθρο του «Ελεύθερου Βήματος» της 26 Ιούνη 1941: «Από της πρωίας χθες αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί Αρχαί εγκατεστάθησαν επισήμως και εις την Πρωτεύουσαν της Ελλάδος. Λαμπραί τελεταί εσημείωσαν το ιστορικόν γεγονός τούτο, το οποίον ο Αθηναϊκός Λαός παρηκολούθησε με ηρεμίαν και ευπρέπειαν εν μέσω ατμοσφαίρας βαθύτατης κατανοήσεως της πραγματικότητος. Αι Ιταλικαί Αρχαί Κατοχής είχον την ευτυχή και ιπποτικήν έμπνευσιν να περιλάβουν εις τον κύκλον της τελετής της εγκαταστάσεώς των εις Αθήνας την κατάθεσιν στεφάνου εις Τάφον του Αγνώστου Ελληνος Στρατιώτου. Οι Ελληνες, εκτιμώντες τη συμβολικήν αυτήν εκδήλωσιν, είναι ομόθυμοι εις το να εκφράσουν την ευγνωμοσύνην των προς την Ιταλικήν Διοίκησιν, διότι ετίμησε με τα χρώματα της Μεγάλης Ιταλίας τον Τάφον του Αγνώστου Ελληνος Μαχητού...» (ό. π. σελ. 134). Και τα «Αθηναϊκά Νέα» την 2 Ιούνη 1941: «...Λησμονούντες ότι από της πρώτης στιγμής οι Γερμανοί μας εφέρθησαν ως φίλοι, ότι δε μας προσέβαλαν εις τίποτε. Οτι αντιθέτως, μας εβοήθησαν εις όλα, ότι μας συνέδραμαν εις όλα, ότι απεδέσμευσαν τρόφιμα που ήσαν λεία πολέμου, ότι εργάζονται διά να αποκαταστήσουν τας συγκοινωνίας μας, ότι μας έδωσαν τας ύλας που χρειαζόμεθα, διά να επικοινωνήσωμεν μετά των επαρχιών. Οι άνθρωποι, που ελησμόνησαν τας υπηρεσίας αυτάς, δεν είναι Ελληνες. Είναι ή πεπωρωμένοι άνθρωποι ή όργανα των ξένων» (ό. π., σελ. 135-136).
Κατά του αγωνιζόμενου λαού στράφηκε και η επίσημη εκκλησία. Είναι χαρακτηριστική η στάση που κράτησε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Απευθυνόμενος «προς τον ευσεβή Ελληνικόν Λαόν» έγραφε σε μήνυμά του: «Ουδέν έχομεν να ωφεληθώμεν εξ οιωνδήποτε αποπειρών και προκλήσεων εναντίον των Αρχών κατοχής. Διά τούτο πάντες οφείλομεν, αφιερωμένοι εις την παραγωγικήν εργασίαν, ν' αναμείνουμε την ώρα της ειρήνης, εγκαρτερούντες και πιστεύοντες εις τον δικαιοκρίτην Θεόν» (Ηλία Βενέζη: «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός», σελ. 194).
Ο ίδιος, σε επιστολή του προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα Γκ. Αλτενμπουργκ, έλεγε: «Είναι περιττόν και να λεχθεί ότι εκ της τοιαύτης περιπλοκής μόνον ζημίαι, υλικαί και ηθικαί, δύνανται να προκύψουν δι' αμφότερα τα μέρη, ωφελήματα δε μόνον διά τους έχοντας συμφέρον να οξύνουν και να διαιωνίζουν την αντίθεσιν μεταξύ Δυνάμεων Κατοχής και Ελληνικού Λαού»! (ό. π., σελ. 215).
Εχθροί του ΕΑΜ
Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι, ότι και οι φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις άλλες φορές πολέμησαν ανοιχτά το ΕΑΜ ή το υπονόμευσαν εντέχνως. Το ίδιο και οι Εγγλέζοι «σύμμαχοι» μέσω της «Ιντέλιτζενς Σέρβις» και των στρατιωτικών μηχανισμών τους στην Ελλάδα και στη Μ. Ανατολή. Οι Εγγλέζοι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν σ' ένα βαθμό τη δύναμη του ΕΛΑΣ στο συμμαχικό πόλεμο, και το έκαναν. Ταυτόχρονα, όμως, επιχειρούσαν την υπονόμευση και τη χειραγώγησή του, ώστε να τον εξουδετερώσουν μεταπελευθερωτικά. Ο Εντι Μάγερς είναι αποκαλυπτικός ως προς αυτό. Εγραψε: «Η ρίζα του αγγλοαμερικάνικου προβλήματος στην Ελλάδα μεταξύ 1941 - 1944 ήταν ότι παρά τις προσπάθειές μας να κάνουμε την Αντίσταση και την εξόριστη κυβέρνηση περισσότερο αντιπροσωπευτικές, ώστε να μειώσουμε τις δυσχέρειες της Ελλάδας όταν θα κέρδιζε την ελευθερία της, η άμεση στρατιωτική μας πολιτική υποστήριξης του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ (του μεγαλύτερου μέχρι τότε Κινήματος Αντίστασης) ήρθε σε άμεση αντίθεση με τα μακροπρόθεσμα πολιτικά μας σχέδια» (Εντι Μάγερς: «Η ελληνική περιπλοκή», σελ. 280 - 281, εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ).
Ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε βαθύτατη συνείδηση, ότι ο λαϊκός αγώνας κατά των καταχτητών είχε κατά βάθος ταξικό περιεχόμενο. Δεν ξεγελιόταν από το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο του, που «υπερκάλυπτε», σε μεγάλο βαθμό, το κοινωνικό. Κατανοούσε καλά, πως ο ερχομός των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο, έστω με αφετηρία την εθνική απελευθέρωση, δε γινόταν να περιοριστεί σ' αυτήν, απ' τα ίδια τα πράγματα, αφού τα δύο παραπάνω στοιχεία συνυπήρχαν. Και ότι, στην πορεία της πάλης, έτσι κι αλλιώς, θα οξύνονταν και τα αντικαπιταλιστικά κριτήρια των λαϊκών μαζών. Γιατί την ίδια στιγμή, που 100άδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα κι η δυστυχία ήταν ο καθημερινός σύντροφος των υπολοίπων, κάποιοι θησαύριζαν. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο και η εξαθλίωση μεγάλου τμήματος της αγροτιάς δεν οφειλόταν μόνο στους καταχτητές. Μαζί με τους τελευταίους υπήρχε και η ντόπια αστική τάξη. Κατά συνέπεια κατανοούσαν, ότι σε κάποια στιγμή η λαϊκή αντίθεση μπορούσε να στραφεί εναντίον όλων.
Τη συνύπαρξη του εθνικοαπελευθερωτικού με το κοινωνικό στοιχείο του αγώνα, την εξέφρασε πολύ χαρακτηριστικά ο συνταγματάρχης Ψαρρός, αν και αναφερόταν σ' αυτήν αρνητικά, εξορκίζοντας το πραγματικά σύνθετο περιεχόμενο του αγώνα, λες κι αυτό δεν υπήρχε εξ αντικειμένου, λες και το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο δεν αναπτυσσόταν στη βάση του ταξικού, αλλά δήθεν την... εξάλειφε!
Ωστόσο ο Ψαρρός, είτε από έκπληξη, είτε από υποκρισία, έλεγε: «Η έννοια του εθνικού αγώνος συγχέεται και με πολιτικόν και κοινωνικόν περιεχόμενον. Και το περιεχόμενον αυτό παίρνει ακόμη στενοτέραν έκφρασιν και εκδήλωσιν, εν σχέσει με την προσωπικότητα του επικεφαλής των ανταρτικών τμημάτων. Εφ' όσον από την αρχήν ο ένοπλος ανταρτικός αγών δεν έχει ενοποιηθεί, ο στρατιωτικός ηγέτης μιας Οργανώσεως ή μιας περιοχής θα πρέπει να είναι έτοιμος, μαζί με τον αγώνα εναντίον του κατακτητού, να υποστεί ή να αντιμετωπίσει και τον εμφύλιον πόλεμον» (Κ. Πυρομάγλου, ο.π., σελ. 171).
Ταυτόχρονα ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε καθαρό, ότι ο ξεσηκωμός του λαού θα τον αφύπνιζε και σε ό,τι αφορούσε στη στάση των αστικών κομμάτων στα προηγούμενα χρόνια, οπότε είχαν παραδώσει την εξουσία στην 4η Αυγούστου. Γι' αυτό και έκαναν ό,τι περνούσε απ' το χέρι τους, για να μείνει ο λαός υποταγμένος. Η καλλιέργεια της ηττοπάθειας, του «ρεαλισμού» (!) και της κινδυνολογίας - μαζί με τον αντικομμουνισμό - οργίασε!
Από την άλλη υπήρχαν - αυτό σαν δευτερεύον όμως στοιχείο - και οι προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, να παίξουν κι αυτοί ρόλο στην κυβέρνηση του Καΐρου (στις κυβερνήσεις για την ακρίβεια που σχηματίζονταν στο εξωτερικό), ενώ άλλοι καιροσκοπούσαν έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο σε ευνοϊκές γι' αυτούς εξελίξεις μετά την απελευθέρωση.
Είναι χαρακτηριστική η στάση που κράτησε ο Ι. Σοφιανόπουλος. Οταν το 1943 τον συνάντησαν εκ μέρους του ΚΚΕ οι Γιάννης Ιωαννίδης και Πέτρος Ρούσος, μέλη του ΠΓ, και του πρότειναν ν' αναλάβει την πρωθυπουργία «της κυβέρνησης του βουνού», που τότε υπήρχε η σκέψη να σχηματιστεί, ο Σοφιανόπουλος αρνήθηκε. «Συμφωνούσε πως ο άξονας θα χάσει τον πόλεμο, μα τόνε φόβιζε η στάση της Αγγλίας:
-Δε θ' αφήσει, είπε, η Αγγλία και ζητάτε πολλά οι κομμουνιστές.
-Δε ζητάμε, του είπα, παρά την κατοχύρωση των θυσιών που δίνει ο λαός για τη λευτεριά και την αναγέννηση του τόπου. Αλλωστε, σε άλλες συνθήκες είχαμε κιόλας κάνει την αρχή με το σύμφωνο που είχαμε υπογράψει μαζί του (με το Σοφιανόπουλο) το 1936. Δεν αντέταξε τίποτα σ' αυτά μα δεν το αποφάσισε» (Π. Ρούσου, ο.π., σελ.350). (σημείωση: Ο Π. Ρούσος αναφέρεται στο «Συμφωνητικό μεταξύ Αγροτικού Κόμματος και ΚΚΕ» που υπογράφτηκε την 22η Ιούλη 1936 από τον Ι. Σοφιανόπουλο, του Αγροτικού Κόμματος και τον Β. Νεφελούδη, του ΚΚΕ).
Οπως έγραψε ο Γιώργης Αθανασιάδης, «ήταν φανερό ότι ο Ι. Σοφιανόπουλος, όπως και άλλοι αστοί πολιτικοί, προτιμούσε να συχνάζει σε διάφορα στέκια (σαλόνια, καφενεία, βίλες κ.λπ.), όπου συζητούσαν για τις πολεμικές και πολιτικές εξελίξεις και καιροφυλακτούσαν να εκμεταλλευτούν αυτές τις εξελίξεις προς όφελός τους. Οι ηγέτες αυτοί τροφοδοτούσαν με πληροφορίες και σκέψεις τη συκοφαντική εκστρατεία των Αγγλων, του βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησης ενάντια στην Εθνική Αντίσταση. Σε κοινή δήλωσή τους π.χ. που στάλθηκε τηλεγραφικά στο Κάιρο στις 19 του Γενάρη 1944, υπογραμμένη από τους Σοφούλη, Παπανδρέου, Καφαντάρη, Γονατά, Μυλωνά, Ράλλη και Σοφιανόπουλο, χαρακτήριζαν την Εθνική Αντίσταση του ελληνικού λαού «αναρχουμένην ανταρτικήν κίνησιν» και αποφαίνονταν ότι «η κίνησις αυτή, η χρησιμοτάτη, παρεξέκλινε του προορισμού της και τείνει να μεταβληθεί, αν δε μετεβλήθη ήδη, από απελευθερωτικήν εις κίνησιν εξοντώσεως του ελληνικού πληθυσμού» («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», σελ. 385, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Αλληλοσχέση και διαπλοκή
Η κατάταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων, που προηγήθηκε, θα ήταν σχηματική αν δεν έβλεπε κανείς την αλληλοσχέση που υπήρχε μεταξύ τους. Πώς εκφράστηκε ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις η αλληλοσχέση και η μεταξύ τους κοινή βάση; Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα:
Είναι ανακριβές ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος, που δεν μπήκε στις κυβερνήσεις των κουίσλινγκ, ήταν αμέτοχος στη συγκρότησή τους και ότι αυτές δεν είχαν τη σύμφωνη γνώμη του. Το αντίθετο. Και να τι έγραφαν οι αθηναϊκές εφημερίδες της 8 Μάη 1941: «Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ. κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις: "Ο κ. πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς. Επίσης πάντες ανεγνώρισαν το σφάλμα του εκπεσόντος καθεστώτος να κηρύξη τον πόλεμον κατά της Γερμανίας και διεκήρυξαν το χάσμα, το οποίον χωρίζει την Ελλάδα από την κυβέρνησιν των εν Κρήτη εγκατασταθέντων φυγάδων. Πολλοί εξ αυτών εξεδήλωσαν τον ζωηρόν αποτροπιασμόν των, διότι οι φυγάδες ούτοι δε συνεταύτισαν τας τύχας των με τον ελληνικόν Λαόν, τον οποίον, εκτός της συμφοράς του πολέμου, απεγύμνωσαν διά της αφαιρέσεως του Δημοσίου Χρήματος"...»(Κ. Πυρομάγλου, ό.π., σελ. 136-137).
Δηλαδή, οι παραπάνω πολιτικοί, αφού στήριξαν δημόσια την κυβέρνηση των Γερμανών στην Ελλάδα, έκαναν δήθεν και τον τιμητή στους υπόλοιπους της αστικής τάξης, που έφυγαν απ' τη χώρα κατακλέβοντας και το δημόσιο ταμείο!
Μετά το θάνατο του Μεταξά, την «αυτοκτονία» του πρωθυπουργού Κορυζή και την εμφάνιση του Κοτζιά - πρωτοπαλίκαρου της 4ης Αυγούστου και δημάρχου Αθήνας - ως πρωθυπουργού για λίγες ώρες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β` κάλεσε τον Εμμ. Τσουδερό την 21 Απρίλη 1941 και τον διόρισε πρωθυπουργό. Γιατί διόρισε τον Τσουδερό, που ήταν βενιζελικός, και όχι κάποιον άλλον; Για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν έτοιμος να φύγει για την Κρήτη και σε συνέχεια για το Κάιρο και χρειαζόταν να έχει η κυβέρνησή του μια «δημοκρατική» βιτρίνα, μια βενιζελική πρόσοψη!
Ο Τσουδερός, λοιπόν, επεδίωξε η σύνθεση της κυβέρνησης να είναι αντιπροσωπευτική των κομμάτων. Αλλά μπήκαν στη μέση οι Εγγλέζοι, που ήθελαν να προφυλάξουν τους δημοκρατικούς πολιτικούς (Γ. Παπανδρέου κ.ά.) και μαζί με τον Τσουδερό σχημάτισαν αμιγή φασιστική κυβέρνηση. Στη σύνθεσή της περιλήφθηκαν τα πιο εκτεθειμένα, τα πιο αντιδραστικά στοιχεία: Ο ναύαρχος Σακελλαρίου, ο Μανιαδάκης - υφυπουργός Ασφάλειας επί Μεταξά - ο Κοτζιάς, ο Νικολούδης, ο Δημητράτος!
Φεύγοντας η κυβέρνηση Τσουδερού άφησε πίσω της κυβερνητικό κλιμάκιο με επικεφαλής τον αρχιδήμιο Κ. Μανιαδάκη, «που έπρεπε να φροντίσει να μην απολυθούν οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι και να εμποδιστεί η αναχώρηση, στην Κρήτη ή αλλού, των ανεπιθύμητων στο καθεστώς. Ο Μανιαδάκης εξετέλεσε πιστά τη βασιλική θέληση και την κυβερνητική εντολή. Ετσι, πολλοί φυλακισμένοι και εξόριστοι παραδόθηκαν στον κατακτητή και Κρητικοί που ήθελαν να πάνε στο νησί τους και να πολεμήσουν, εμποδίστηκαν από το φρουρό του καθεστώτος, τον Μανιαδάκη!» (Γ. Αθανασιάδη: «Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας», σελ. 67, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ως προς την παραπάνω διαπλοκή μπορούμε να δούμε και τις περιπτώσεις των Δαμασκηνού και Αγγελου Εβερτ. Ο πρώτος ήταν (έγινε) αρχιεπίσκοπος στην Κατοχή, ενώ μετά την Κατοχή έγινε αντιβασιλιάς και έπαιξε ηγετικό ρόλο στην καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος ως στενός συνεργάτης και άνθρωπος του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και μετά. Τον ίδιο ρόλο έπαιξε και ο Εβερτ ως αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων. Και τους δύο τους προτίμησαν οι Γερμανοί, αλλά στηρίζονταν σ' αυτούς και οι Εγγλέζοι. Τους ήθελε, όμως, και ο Γ. Παπανδρέου και ο Πλαστήρας και γενικά η πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου...
Αλλο παράδειγμα: Ανάμεσα στις αντιστασιακές στρατιωτικές οργανώσεις, που δημιουργήθηκαν ως αντίβαρο στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, η πιο σημαντική ήταν ο ΕΔΕΣ, που τυπικά είχε επικεφαλής τον Πλαστήρα (όντας αυτός στη Γαλλία!), αλλά ουσιαστικά είχε τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Αισθητή, επίσης, ήταν η παρουσία της στρατιωτικής οργάνωσης ΕΚΚΑ (Καρτάλης).
Τι έχει, ωστόσο, αποδειχθεί; Πρώτο, ότι ο ΕΔΕΣ δημιουργήθηκε και δρούσε με την έμπνευση, τα σχέδια και τις λίρες της Μ. Βρετανίας. Δεύτερο, ότι κύριος στόχος του δεν ήταν οι Γερμανοί, όπως ισχυριζόταν η ηγεσία του, αλλά ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ. Τρίτο, ότι στην ηγεσία του συνυπήρχαν και συνεργάτες των Γερμανών, ενώ ο ίδιος ο Ζέρβας ήταν άνθρωπος των Εγγλέζων. Ταυτόχρονα ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κ. Πυρομάγλου συγκαταλεγόταν σ' εκείνες τις προσωπικότητες που είχαν περισσότερες σχέσεις με «φιλελεύθερους» πολιτικούς. Οσο για τον Γ. Καρτάλη, ο Σοβιετικός πρέσβης Ροντιόνοφ, σε έκθεσή του προς το σοβιετικό υπουργείο Εξωτερικών, ανέδειξε το εξής γεγονός: Οτι ο Καρτάλης στηριζόταν και αυτός στην εγγλέζικη δύναμη, προκειμένου, μέσω αυτής της ενίσχυσης, να συμβάλει στη δημιουργία μετακατοχικών εξελίξεων διατήρησης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Αυτό εξάλλου έκανε και το κάθε κόμμα της οικονομικής ολιγαρχίας.
Τον παραπάνω στόχο τον εξυπηρετούσαν και δυνάμεις συνεργαζόμενες με το ΕΑΜ, αλλά και δυνάμεις που ήταν εντός του ΕΑΜ. Και βέβαια οι επιδιώξεις τους ήταν φυσικό επακόλουθο του χαρακτήρα τους ως αστικών δυνάμεων και του προγράμματός τους.
Ηταν πρώτα απ' όλα θέμα της συνειδητής πρωτοπορίας του Μετώπου που δημιουργήθηκε, να πάρει αυτό κατεύθυνση προς τη λαϊκή εξουσία. Αυτό, δυστυχώς, για μια σειρά λόγους, που δεν είναι του παρόντος, δεν έγινε κατορθωτό.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι καθόλου δεν υπήρχαν σινικά τείχη ανάμεσα στα κόμματα της αστικής τάξης, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Αντίθετα, όσο κι αν αυτές οξύνονταν, τα κοινά υπόβαθρα παρέμεναν.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η στάση των βασικών αστικών πολιτικών δυνάμεων έπαιρνε υπόψη της τις εξής παραμέτρους:
α) Τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού και ταυτόχρονα τη συσπείρωση σωμάτων κρούσης που θα χτυπούσαν το ΕΑΜικό κίνημα και το ΚΚΕ.
β) Οτι η στρατιωτική δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας ήταν μέσον εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση της κυριαρχίας της τάξης. Και την αξιοποίησαν στο έπακρο.
γ) Την ταχύτατη ανάπτυξη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, κατά συνέπεια την ανάγκη τους να παρεμβάλουν εμπόδια και κυρίως να υπονομεύσουν πολιτικά και οργανωτικά την ΕΑΜική πάλη. Η παρουσία της εγγλέζικης αποστολής στα ελληνικά βουνά (Εντι Μάγερς, Κρις Γουντχάουζ κ.ά.) διεκπεραίωνε και αυτόν το ρόλο, σε συνεργασία με πολιτικούς παράγοντες που θεωρούνταν... προοδευτικοί! Και τον διεκπεραίωνε, στα πλαίσια της ταυτόχρονης αντιχιτλερικής πάλης που διεξήγαγε γενικότερα η Μεγάλη Βρετανία.
Πηγή: www.kke.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου