Τοποθέτηση του Γ.Σαπουνά στην 4η Συνδιάσκεψη του Σύριζα
Μιλώντας από την πλευρά της Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας και του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής και έχοντας ακούσει την τοποθέτηση του προέδρου της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα, θα ήθελα να συμβάλω στην συζήτηση με μερικές παρατηρήσεις.
Στις σημερινές συνθήκες η επίκληση της ενότητας αποτελεί πλέον κοινοτυπία. Και ποιός δεν μιλά γι αυτήν! Παρόλαυτά οφείλουμε να είμαστε συγκεκριμένοι. Ποια ενότητα; του κινήματος; του λαού; της αριστεράς; των «αντιμνημονιακών»; όλων όσων είναι αντίθετοι με την κυβέρνηση Παπανδρέου;
Η ενότητα δεν είναι προϊόν πολλών και διαφορετικών απόψεων ή πολύ περισσότερο προθέσεων και διακηρύξεων που με κάποιο τρόπο, μπαίνοντας σε κάποιο «μίξερ» ανακατεύονται και προκύπτει η γραμμή της «ενότητας».
Ούτε βέβαια μπορεί να είναι αποτελεσματική μια διαδικασία απλής εκλογικής συγκόλλησης με την ελπίδα και την προσδοκία ενός αυξημένου ποσοστού.
Στην πραγματικότητα μιλάμε για την πολιτική άποψη, την γραμμή που επιτυγχάνει αυτό τον στόχο δηλαδή κατακτά την ηγεμονία και δημιουργεί τους όρους για την συγκέντρωση της δύναμης.
Το ζητούμενο είναι αυτή η άποψη.
Το σωστό λοιπόν είναι να μιλάμε όχι γενικόλογα για την «ενότητα» αλλά για την συγκέντρωση της δύναμης. Την συγκέντρωση των κοινωνικών δυνάμεων, του κόσμου της εργασίας, της ευρείας κοινωνικής συμμαχίας που πλήττεται από την κυβερνητική πολιτική, του κινήματος.
Έτσι αποκτά νόημα και η «ενότητα» των πολιτικών δυνάμεων που φιλοδοξούν να εκφράσουν αποτελεσματικά την κοινωνική πλειοψηφία.
Από την σκοπιά της αριστεράς αυτή η άποψη πρέπει καταρχάς να χαρακτηρίζεται και μάλιστα σήμερα περισσότερο από ποτέ από την αναφορά στον στρατηγικό στόχο, στο όραμα της ανατροπής του καπιταλισμού και του ανοίγματος του δρόμου για μια άλλη κοινωνία δικαιοσύνης και δημοκρατίας, στο σοσιαλιστικό όραμα.
Μια τέτοια αναφορά δεν αρκεί ασφαλώς καθώς η ζητούμενη άποψη, η πολιτική γραμμή κρίνεται στο πεδίο της αποτελεσματικότητας, πλην όμως είναι αναγκαία σαν μια πρώτη σαφή απάντηση στο επίκαιρο ζήτημα πως «δεν είμαστε όλοι ίδιοι».
Ποιο είναι σήμερα το διακύβευμα; Κανείς θα μπορούσε να πει πως είναι ο βρόγχος του δημόσιου χρέους. Το χρέος είναι ένα οικονομικό, πολιτικό και εν τέλει ταξικό πρόβλημα στο όνομα του οποίου επιχειρείται σήμερα η πιο βάρβαρη και βίαιη αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της εργασίας, η πιο βάρβαρη επίθεση στις κατακτήσεις πολύχρονων και σκληρών κοινωνικών αγώνων, στα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Πρόκειται πράγματι για έναν πόλεμο ενάντια στην πλειοψηφία της κοινωνίας.
Από την πλευρά των αστών και των πολιτικών τους εκπροσώπων όλες οι απαντήσεις – δεν είναι και πολλές – αφορούν την αντιμετώπιση των προβλημάτων που γεννά η κρίση γι αυτούς, για τα κέρδη τους και την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει εκδοχή που να μην φορτώνει τα βάρη της κρίσης στους πολλούς, στον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική πλειοψηφία. Η ολομέτωπη ταξική επίθεση διεξάγεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης (και όχι μόνο) με ή χωρίς την αιχμή του χρέους.
Στα πλαίσια της αριστεράς στην Ελλάδα διεξάγεται μια συζήτηση με αιχμή τις επιλογές στην νομισματική πολιτική: Το «ευρώ – ταμπού» και η «δραχμή – ταμπού». Όμως η προτεραιότητα του νομίσματος σαν αιχμή και καθοριστικός παράγοντας για την αριστερή διέξοδο αποτελεί υποταγή στην αστική ατζέντα. Κάθε μια απ’ αυτές τις επιλογές αποτελεί ταυτόχρονα έκφραση και αντίστοιχη επιλογή των ίδιων των αστών καθώς εκφράζει τις αντιθετικές τάσεις του ίδιου του κεφαλαίου, την διεθνική και την εθνική. Το γεγονός ότι σήμερα οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις υπερασπίζονται το ευρώ και την ΕΕ δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν στην «εργαλειοθήκη» τους και οι επιλογές των εθνικών αναδιπλώσεων και αντίστοιχα των εθνικών νομισμάτων. Φωνές όπως του Κρανιδιώτη και του Μαρκεζίνη το βεβαιώνουν ήδη από σήμερα.
Η επιλογή της δραχμής ως αιχμή της εναλλακτικής της αριστεράς συνοδεύεται στην καλύτερη περίπτωση από στοιχεία προπαγάνδας για ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό πλαίσιο που όμως σε καμιά περίπτωση δεν εξασφαλίζεται από την επιλογή της δραχμής και της εξόδου από την ΕΕ. Στην χειρότερη περίπτωση η επιλογή αυτή συνοδεύεται από ιδεολογικές αφηγήσεις παρωχημένες κατά την γνώμη μας, καθώς αφορούν τις ηττημένες ιστορικά θεωρίες της εξάρτησης ή κατά το λαϊκότερο της «ψωροκώσταινας» και στοχεύουν σε ανύπαρκτες προοπτικές του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα».
Τα σημαντικότερα προβλήματα μ’ αυτές τις προσεγγίσεις είναι αφενός ότι δεν έλκουν την κοινωνική ακροαματικότητα καθώς ενστικτωδώς ένας ολόκληρος κόσμος διαισθάνεται πως η δραχμή και η εθνική περιχαράκωση θα σημάνει ακόμη περισσότερη φτώχεια και αφετέρου ότι αυτή η γραμμή μπορεί να προπαγανδίζεται από την αριστερά αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί απ’ αυτήν. Αντίθετα μέσα στα πλαίσια της αγοράς και του καπιταλισμού με διαφορετικές ασφαλώς προϋποθέσεις και στοχεύσεις, είναι η δεξιά και μάλιστα το χειρότερο πρόσωπό της που δύναται αν οι αστοί το επιλέξουν, να υλοποιήσει μια εθνικιστική γραμμή με προμετωπίδα την δραχμή, με βαρύ κόστος για τον κόσμο της εργασίας και τον λαό γενικότερα.
Αν όμως η επιμονή στην προτεραιότητα της δραχμής και της εξόδου από την ΕΕ μπορεί να χαρακτηριστεί σαν άστοχη προπαγάνδα ή και επιμονή σε παρωχημένες ιδεολογικές αφηγήσεις δεν ισχύει το ίδιο για την επιμονή στο «ευρώ – ταμπού». Η θέση αυτή που χαρακτηρίζει τις αναλύσεις και τις πολιτικές επιλογές της ηγετικής ομάδας του Συνασπισμού είναι εκτεθειμένη να κατηγορηθεί όχι πια σαν άστοχη προπαγάνδα αλλά σαν στήριξη και συνέργεια, αντικειμενικά, στην πολιτική που υλοποιείται σήμερα σε βάρος του κόσμου της εργασίας και του λαού γενικότερα στην Ελλάδα μα και σ’ όλη την Ευρώπη. Η στήριξη του ευρώ σήμερα δεν αποτελεί εν δυνάμει κίνδυνο αλλά άμεση ένταξη και συμμετοχή στο κυρίαρχο πλαίσιο των ευρωπαϊκών αρχουσών τάξεων και την κοινή στρατηγική τους. Καθόλου τυχαία απόψεις και εκδοχές που απορρέουν απ’ αυτόν τον περιορισμό όπως το ευρωομόλογο εκφωνούνται σήμερα από τους ίδιους τους αντιπάλους, από τους ευρωσοσιαλιστές και τον Γ. Παπανδρέου.
Η επιλογή του νομίσματος και της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να αποτελεί προτεραιότητα για την αριστερά παρά μόνο συνέπεια. Αντίθετα προτεραιότητα αποτελεί η απόρριψη του πλαισίου της ασκούμενης σήμερα πολιτικής από την ΕΕ, την τρόικα και την κυβέρνηση και πρωτίστως η απόρριψη και άμεση αναστροφή των ταξικών μέτρων που παίρνονται στο όνομα της αντιμετώπισης του χρέους: το ευρώ αλλά ακόμη και η ίδια η ΕΕ δεν αποτελούν ταμπού!
Ξεφεύγοντας από τα όρια των περίκλειστων ιδεολογικών αφηγήσεων, είτε αφορούν την προσδοκία και το όραμα της «αυτάρκους σοσιαλιστικής Ελλάδας» είτε κάποιου «ταυτόχρονου ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» η χρήσιμη προσέγγιση είναι αυτή του «αδύναμου κρίκου». Απ’ αυτή την σκοπιά, της Ελλάδας ως αδύναμου κρίκου του ευρωπαϊκού ή ακόμη και διεθνούς καπιταλισμού, η ουσία βρίσκεται στο πως αυτός ο κρίκος δύναται και πρέπει να σπάσει για το σύστημα την ώρα που θα καθίσταται ισχυρός κρίκος για τους εργαζόμενους, τους ευρωπαϊκούς λαούς και την αριστερά, δημιουργώντας ένα ντόμινο ανατρεπτικών εξελίξεων σε όλη την Ευρώπη σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Κάτι τέτοιο δεν εξασφαλίζεται υπό τον περιορισμό της αποδοχής των επιλογών και των δυνατοτήτων που προσφέρει η σκληρή νεοφιλελεύθερη και άκρως αντιδημοκρατική ΕΕ αλλά ούτε βέβαια και η εχθρική για ντόπιους και λοιπούς ευρωπαίους εργαζόμενους προοπτική της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής (καπιταλιστικής) οικονομίας και αντίστοιχα της εθνικής οικονομίας της καθεμιάς ευρωπαϊκής χώρας.
Οι αιχμές και οι προτεραιότητες της αριστεράς και ιδιαίτερα στην «Ελλάδα – αδύναμο κρίκο», πρέπει να αφορούν τους όρους της ταξικής επιβολής των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας σε βάρος του κεφαλαίου.
Πρώτο βήμα η παύση πληρωμών προς τους δανειστές με ταυτόχρονη εθνικοποίηση των τραπεζών και των βασικότερων τομέων της οικονομίας. Εμβάθυνση της Δημοκρατίας με άμεση θέσπιση του δημοκρατικού, κοινωνικού και εργατικού ελέγχου στην οικονομία και την κοινωνία ευρύτερα. Ανοικοδόμηση της οικονομίας με μοχλό το κοινωνικό και δημοκρατικά ελεγχόμενο κράτος.
Μπορούμε να αποφύγουμε το δίλλημα ή μειοψηφικής απεύθυνσης ιδεολογική προπαγάνδα ή μαζική πολιτική με δεξιά διολίσθηση εντός της αστικής ατζέντας. Σήμερα είναι δυνατό να οικοδομήσουμε μια μαζική αντικαπιταλιστική πολιτική ξεκινώντας από την εμπιστοσύνη και την ολόθερμη πολιτική, ιδεολογική μα και άμεσα υλική στήριξη της κοινωνικής αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης.
Το σημείο εκκίνησης είναι ακριβώς η εμπιστοσύνη στο κοινωνικό υποκείμενο και την κίνησή του που στις μέρες πήρε και ονοματεπώνυμο: «Πλατεία Συντάγματος».
Κατανοώντας πως όλος αυτός ο κόσμος εντάσσεται στα πλαίσια μιας μεγάλης, πλειοψηφικής κοινωνικής συμμαχίας που σήμερα δεν εκφράζεται αποτελεσματικά από τα «κόμματα της εξουσίας» αλλά αντίθετα έχει κάθε λόγο και συμφέρον να συγκρουστεί μαζί τους, με την υφιστάμενη πολιτική, με την κυβέρνηση και την τρόικα, επιχειρούμε να διατυπώσουμε την πολιτική πρόταση που να συγκροτεί την συμμαχία πολιτικά σε κατεύθυνση αριστερής διεξόδου και σοσιαλιστικής προοπτικής. Προϋπόθεση για ένα τέτοιο «πρόγραμμα» είναι να αναγνωρίζουμε την ανάγκη να τίθενται επικεφαλείς της κοινωνικής συμμαχίας τα συμφέροντα και τα αιτήματα του κόσμου της εργασίας έναντι των άλλων στρωμάτων και τάξεων που προλεταριοποιούνται. Να συμβάλουμε στην στήριξη και την διάδοση των νέων μορφών συλλογικότητας και οργάνωσης των αντιστάσεων («πλατείες» - κινήματα ανυπακοής) γεφυρώνοντας τες με τις παλιές μορφές (εργατικά σωματεία – απεργίες). Να προωθήσουμε το κυρίαρχο αίτημα για Δημοκρατία δίνοντάς του τα βαθύτερα νοήματα και περιεχόμενα (πραγματική δημοκρατία στην οικονομία και την κοινωνική οργάνωση).
Να οικοδομήσουμε το πολιτικό υποκείμενο που αντιστοιχεί στα παραπάνω με υποδειγματική και προβεβλημένη δημοκρατική λειτουργία. Απ’ αυτή την άποψη ακούγοντας τον πρόεδρο της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ να λέει στην τοποθέτησή του διακηρυκτικά και αυτοκριτικά πως στην παρούσα διαδικασία (4η ΠΣ) θα υλοποιήσουμε βήματα δημοκρατικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ που έπρεπε να είχαμε υλοποιήσει προ καιρού θα μπορούσε κανείς να πει: «κάλιο αργά παρά ποτέ».
Αλλά όχι! Σήμερα δεν αρκεί αυτό. Γιατί στην πραγματικότητα δεν αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ για να υλοποιήσει αυτά τα καθήκοντα. Κανένας από τους υφιστάμενους σχηματισμούς της αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δεν φαίνεται να επαρκεί ώστε διευρυνόμενος να επιτύχει την αναγκαία συγκέντρωση δύναμης. Για λόγους δίκαιους και άδικους έχουν συμπεριληφθεί όλοι στο κάδρο αν όχι της πλήρους απόρριψης μαζί με το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, πάντως της αδυναμίας να δώσουν την απάντηση στα μάτια της μείζονος κοινωνίας. Σήμερα αναζητείται η «επανίδρυση» του υποκειμένου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που θα εμπνεύσει την εμπιστοσύνη της κοινωνικής πλειοψηφίας και πρώτα απ’ όλα των πρωτοπόρων δυναμικών μειοψηφιών των αντιστάσεων και των κινημάτων.
Μια τέτοια στόχευση ασφαλώς αναζητά και την εκλογική της έκφραση και δυνατότητα. Δεν μπορεί όμως να οικοδομηθεί πρωτίστως πάνω στην προσδοκία του εκλογικού ποσοστού. Κυρίως γιατί το διακύβευμα δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά μέσω των εκλογών και μόνο. Ως εκ τούτου δεν μπορεί η προσπάθεια της αριστεράς να βασίζεται κατά προτεραιότητα σε ρηχούς υπολογισμούς αθροισμάτων και συγκολλήσεων ομάδων και προσωπικοτήτων και μάλιστα ακόμη και κάποιων με συμμετοχή στις προηγούμενες κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας.
Δεν γίνεται να ζητάμε από τον κόσμο που μάχεται και εκδηλώνει την οργή του να αυτοπεριοριστεί ώστε να εκφραστεί την ώρα των εκλογών μαυρίζοντας την κυβέρνηση.
Πρέπει να εντοπίσουμε την κρίσιμη αντίφαση που εμφανίζει στις μέρες μας ο ΣΥΡΙΖΑ: τα δημοσκοπικά ποσοστά ανεβαίνουν όμως η οργανωμένη σχέση, η ζωντανή δημοκρατική, πολιτική και ιδεολογική σχέση με το κίνημα και την κοινωνία πέφτει! Το διαπιστώνουμε αυτό και στην τρέχουσα διαδικασία.
Τέλος μια παρατήρηση για την σχέση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια από τις πρόσφατες συναντήσεις του Μετώπου με μια από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ένας καλός σύντροφος διατύπωσε την (παλιά) άποψη πως το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής αποτελεί ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πραγματική έλλειψη κατανόησης της πραγματικότητας. Το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής επιχειρεί να συμβάλει στην συγκρότηση της άποψης που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει την συγκέντρωση της κοινωνικής δύναμης και την διαδικασία συγκρότησης του αντίστοιχου πολιτικού υποκειμένου. Σ’ αυτή του την προσπάθεια εκτιμούμε πως ήδη έχουμε συμβάλει στην συζήτηση που διεξάγεται στην αριστερά και στο κίνημα. Θέσεις όπως ο «αδύναμος κρίκος», η απαίτηση για «άμεση ανατροπή της κυβέρνησης, της τρόικας και του χρέους», «το ευρώ δεν είναι ταμπού», «να γίνει η πλατεία Συντάγματος πλατεία Ταχρίρ» κ.α. που υιοθετήθηκαν από χώρους της αριστεράς, από το κίνημα και από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η δικιά μας συμβολή. Μάλιστα μ’ αυτό τον τρόπο και καθώς ακόμη η πολιτική γεωγραφία της αριστεράς κατανοείται από την κοινωνία όπως διαμορφώθηκε πριν την όξυνση και την επιτάχυνση της κρίσης, έχουμε συμβάλει και στο ίδιο το σημερινό δημοσκοπικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η υπέρβαση των υφιστάμενων σχημάτων της αριστεράς σε μια ευρύτερη μετωπική συγκρότηση με πυρήνα την Ριζοσπαστική Αριστερά και πολύ μεγαλύτερο εύρος που να αντιστοιχεί στην κοινωνική δύναμη και δυναμική που σήμερα είναι πολιτικά διασπασμένη και ανέστια.
ΠΗΓΗ-WWW.TOMETOPO.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου