του Ανδρέα Βογιατζόγλου
Δεν τηρήσαμε βέβαια τις ημερομηνίες με αυστηρότητα, όχι μόνο γιατί δεν το επέτρεψαν οι συνθήκες των προηγούμενων μηνών που ήταν πλήρεις σημαντικών εξελίξεων, αλλά κυρίως γιατί στις προθέσεις μας δεν ήταν μια εκδήλωση μνήμης και αποτίμησης αλλά μια εκδήλωση όπου θα εκθέταμε τις σκέψεις μας για τις κατευθύνσεις μας για το παρόν και το μέλλον της κομμουνιστικής προοπτικής της εργατικής τάξης, του λαϊκού επαναστατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής διεξόδου.Είτε λοιπόν συμπληρώνονταν 29, 30 ή 31 χρόνια από τις μέρες εκείνες, ο χαρακτήρας των προσπαθειών που κάναμε και προς τα μέσα και προς τα έξω θα χρωματιζόταν από το γεγονός ότι βρισκόμαστε στις παραμονές (αν δεν έχουμε μπει ήδη) κοσμογονικών ανατροπών και αναμετρήσεων που θα επηρεάσουν καθοριστικά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά τη ζωή και την προοπτική όλου του πλανήτη για τις επόμενες δεκαετίες.
Κοιτάζουμε λοιπόν μπροστά, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι, σαν κομμουνιστές που είμαστε, να ρίχνουμε όλο και περισσότερες ματιές στον ορίζοντα της επαναστατικής προοπτικής.
Δεν έχουμε βέβαια κλείσει τις πολλές εκκρεμότητες με το παρελθόν και τις πολλαπλές εμπειρίες από την προηγούμενη φάση του κομμουνιστικού κινήματος, ωστόσο από την εποχή της επανεκκίνησης του '82 αλλά και μετέπειτα έχουμε κάνει καθαρούς και ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία των λαών και της εργατικής τάξης. Με συστηματικό και μόνιμο τρόπο επιμείναμε και επιμένουμε σε αφετηριακές εκτιμήσεις και διαπιστώσεις για το καπιταλιστικό σύστημα, τον χωρισμό του σε τάξεις, τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα το σύστημα αυτό να ανατραπεί μέσα από την επαναστατική δράση των μαζών, τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα η δράση αυτή να φωτίζεται από τους δρόμους που ανοίγει το κομμουνιστικό κίνημα και, τέλος, την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής διεξόδου και ανατροπής.
Μπορεί να μη διατυμπανίζουμε με κάθε ευκαιρία και μικροκομματικά τη δικαίωσή μας από τις εξελίξεις των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά έχουμε πάρει αρκετή δύναμη από το γεγονός ότι οι αρχικοί μας προσανατολισμοί του '82, με τις απαραίτητες προσαρμογές τους στην πορεία, δεν διαψεύστηκαν, άσχετα πόσο γρήγορα ή αργά έτρεχαν οι εξελίξεις (ιδιαίτερη επιτάχυνση παρουσίασαν μετά το 2006 και στη συνέχεια «απογειώθηκαν»). Δεν θα επεκταθούμε σε αυτά. Άλλωστε σε απανωτές συνδιασκέψεις και απολογισμούς που δημοσιοποιήθηκαν έχουμε καταγράψει τις βασικές μας διαπιστώσεις για τη μακρά πορεία που έχουμε διανύσει, τις αδυναμίες μας, τις επιτυχίες, τη δικαίωσή μας. Έχουμε αναδείξει την κόκκινη κλωστή που διακρίνει όλη την πορεία μας, τη σταθερότητα, την επιμονή, τη συνέπεια και τον πρωτοπόρο ρόλο που έχουμε παίξει για να αναδείξουμε μια σειρά από πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα. Και όλα αυτά όχι σε ένα πεδίο βολικό, αλλά σε εχθρικό έδαφος, με τρομακτική πίεση του αρνητικού συσχετισμού, με τον οπορτουνισμό, την προσαρμοστικότητα και το σκύψιμο μέσης να είναι το κύριο γνώρισμα της πλειονότητας της Αριστεράς «μας».
Συνοπτικά λοιπόν, και εν είδει συμπεράσματος, αυτό που μας χαρακτήρισε τα προηγούμενα χρόνια ήταν η θετική μας προσφορά και συμβολή στο κίνημα με αρκετούς τρόπους και σε πολλά πεδία. Προσφορά που ακόμα και αν δεν αναγνωριζόταν από τις μάζες στην ώρα της, ή ακόμα και αν παραμένει «άγνωστη» για τις μάζες της εργατικής τάξης, μας τιμά και πρέπει να την τιμάμε. Κυρίως πρέπει με εποικοδομητικό και δημιουργικό τρόπο να διοχετεύσουμε αυτή την προσφορά στους νέους αγωνιστές που εντάσσονται στο κίνημα, προσπάθεια που πρέπει να επεκτείνεται και στην προσφορά και μελέτη του παγκόσμιου και ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος μέσα στο διάβα του 20ού αιώνα.
Ιδιαίτερα αν σκεφτούμε πόσο συστηματικά και έντονα το καπιταλιστικό σύστημα, μέσα από τις πολλές δυνατότητες που έχει, ξαναγράφει την ιστορία στα μέτρα του, αξιοποιώντας ακόμα και τις φασιστικές ομάδες, προκειμένου να βάλει εμπόδια στην προσέγγιση της νεολαίας με τις κομμουνιστικές ιδέες και πρακτικές. Ιδιαίτερα αν σκεφτούμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποκομμουνιστικοποίησης την οποία με έναν ιδιόμορφο τρόπο τροφοδοτούν οι περισσότερες από τις τάσεις της Αριστεράς «μας».
Δίπλα λοιπόν στην ανάγκη να μαθαίνουν οι νέοι την πραγματική ιστορία που έγραψαν οι λαοί και το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας και στον κόσμο τον 20ό αιώνα, δίπλα στην ανάγκη να συμμετέχουν στη συζήτηση αποτίμησης των εμπειριών από αυτό το κίνημα και τις ήττες του, θα πρέπει να απαιτήσουν ουσιαστική πρόσβαση στην σύγχρονη ιστορία του ΚΚΕ(μ-λ), στην προσφορά του και στις μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις που συμμετείχε όλα αυτά τα χρόνια, τα πέτρινα.
Οι νέοι αγωνιστές που πλαισιώνουν το κίνημα και προσεγγίζουν ιδιαίτερα εμάς πρέπει να αποκτήσουν δύναμη, αυτοπεποίθηση και να μην αισθάνονται σαν οι φτωχοί συγγενείς μιας Αριστεράς την οποία θα περιμένουν να πάρει τις πρωτοβουλίες. Φυσικά, τη δύναμη αυτή θα την αποκτήσουν σήμερα, με τις πρωτοβουλίες τού σήμερα, με τις θέσεις τού σήμερα και την προοπτική της επανάστασης αύριο.
Όμως έχει σημασία να γνωρίσουν τις μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές μάχες που έδωσε το δυναμικό που σήμερα καθοδηγεί το ΚΚΕ(μ-λ) στο πλαίσιο του τότε ΚΚΕ(μ-λ) κόντρα στο ρεύμα, όταν όλη η Αριστερά στη χώρα μας και σε όλες τις εκφράσεις της ετοιμαζόταν να προσκυνήσει το τότε παντοδύναμο ΠΑΣΟΚ. Τη μεγάλη συμβολή του ΚΚΕ(μ-λ) στην προσπάθεια απογαλακτισμού των κομμουνιστών από την επιρροή του μπρεζνιεφισμού αλλά και τις γκορμπατσοφικές υποτιθέμενες ανανεώσεις. Τη σοβαρή προσπάθεια που έκανε ήδη από το 1983 ενάντια στη διάλυση του εργατικού κινήματος, το οποίο αφού είχε αφοπλίσει ο ρεφορμισμός, το ΠΑΣΟΚ προετοίμαζε την πλήρη εξάρτησή του από το κράτος και το κόμμα.
Με τις λίγες του δυνάμεις από τότε έδωσε σοβαρές μάχες ενάντια στην ταξική συνεργασία, ενώ έγκαιρα από το 1985 διέγνωσε την επίθεση που προετοιμαζόταν και άρχισε να θέτει την ανάγκη μαζικής αντίστασης απέναντί της.
Κόντρα σε όλες τις παγιωμένες συνήθειες στον χώρο της Αριστεράς, κόντρα στις ιδεοληψίες και στους υποκειμενισμούς, θέσαμε το θέμα της κοινής δράσης με συνέπεια, συνέχεια και επιμονή και σαν συμβολή στη δημιουργία αντιστάσεων αλλά και σαν ένα πεδίο διαμόρφωσης και δοκιμασίας του νέου κουμμουνιστικού κινήματος.
Εξαιρετική σημασία και καταλυτική επίδραση, τόσο για τη δικιά μας οργάνωση όσο και ευρύτερα για το κίνημα, είχε η μεγάλη προσπάθεια που κάναμε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90 να υπερασπίσουμε το κομμουνιστικό κίνημα, να διδαχτούμε από τις μεγάλες του νίκες στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα αλλά και από τις ήττες του.
Κατακτήσαμε μια διαλεκτική αντίληψη για τη σχέση της υπεράσπισης και της κριτικής στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας για τους σύγχρονους κομμουνιστές, την καπιταλιστική παλινόρθωση. Κυρίως όμως εκεί που αισθανθήκαμε καλά στα πόδια μας ήταν στην ανάγνωση και ερμηνεία του σύγχρονου καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού κόσμου και στη χώρα μας και παγκοσμίως.
Δώσαμε μεγάλη βαρύτητα στην κριτική στον καπιταλισμό, στην ανάδειξη των πραγματικών αντιθέσεων και κατά συνέπεια των πραγματικών του ορίων και δυνατοτήτων όταν, ιδιαίτερα στη χώρα μας, μέσω της επέλασης ΠΑΣΟΚ, το καπιταλιστικό σύστημα φαινόταν να θριαμβεύει «μόνιμα και εσαεί» πάνω στην εργατική τάξη, στους λαούς και στον πλανήτη. Δεν θαμπωθήκαμε από τα κηρύγματα για «επί γης ειρήνη» από τα στόματα των ηγετών των τότε υπερδυνάμεων, όταν υποτίθεται ότι τελείωνε ο Ψυχρός Πόλεμος. Δεν σκύψαμε το κεφάλι όταν ο ιμπεριαλισμός διακήρυττε το τέλος της ιστορίας και μέσα από μια ολόκληρη παρέμβαση καταδείξαμε το αδύνατο των «ολοκληρώσεων», τα όρια των «παγκοσμιοποιήσεων», την πλήρη αδυναμία πλέον της αστικής τάξης να παίξει έναν προοδευτικό ρόλο.
Αν κάτι, λοιπόν, μας ικανοποιεί (έστω και αν χρειάστηκαν δεκαετίες για να φτάσουμε ως εδώ) είναι ότι η ίδια η ζωή «δυστυχώς» μιλάει πλέον πολύ καθαρά «μόνη» της και δεν χρειάζονται πια τόσο μακροσκελείς αναλύσεις για να «πείσεις» για κάτι που στις μέρες μας φαντάζει αυτονόητο. Και λέμε δυστυχώς, γιατί η ωμή πραγματικότητα που έχει επιβάλει στον πλανήτη η καπιταλιστική βαρβαρότητα και η ιμπεριαλιστική κυριαρχία συνέτεινε στο να συντριβούν οι πάμπολλες αυταπάτες για το ότι ο καπιταλισμός, που είχε εν τω μεταξύ απαλλαγεί από τον «επάρατο» σοσιαλισμό, θα διασφάλιζε την ευημερία των λαών στον κόσμο.
Δυστυχώς για τον ρεφορμισμό, τον ρεβιζιονισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, ο δρόμος για τις μεγάλες ανατροπές και τις μεγάλες επαναστάσεις δεν περνάει μέσα από τα κοινοβουλευτικά έδρανα, ούτε είναι εύκολος. Πολύ δε περισσότερο, ο καπιταλισμός περνώντας την πιο βαθιά του κρίση, στο απώγειο του ιμπεριαλιστικού παροξυσμού, δεν πρόκειται να παραιτηθεί της κυριαρχίας του. Όταν πράγματι κινδυνεύσει, θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί, ακόμα και μέσα από καταστροφές και πολέμους. Θα συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις, όλες του τις εφεδρείες, όλους τους πάνοπλους μηχανισμούς, προκειμένου να χτυπήσει και να διαλύσει τις στρατιές των εργατών και των λαών που θα έχουν ξεσηκωθεί και θα έχουν αμφισβητήσει την εξουσία των καπιταλιστών ιμπεριαλιστών. Μακάρι να είχαν δίκιο εκείνοι οι, ας πούμε προοδευτικοί, διανοούμενοι που μέσα από τις δικές τους εκτιμήσεις προσπαθούν να οικοδομήσουν μια στρατηγική «παράλυσης» και «εξουδετέρωσης» του καπιταλισμού προκειμένου να παρακαμφθεί η αναμέτρηση του συστήματος με τους λαούς. Δεν έχουν όμως δίκιο, γιατί ο καπιταλισμός, όσες αντιφάσεις και αν έχει (που έχει), όσο οξυμένες να είναι οι αντιθέσεις που τον διέπουν, όσο μεγάλα να είναι τα αδιέξοδά του, όσες ρωγμές και να του δημιουργήσει το κίνημα όταν ισχυροποιηθεί, δεν πρόκειται να βραχυκυκλώσει ώστε να αποτραβηχτεί από το προσκήνιο της ιστορίας και της κοινωνίας.
Για πολλοστή φορά στην ιστορία, όχι μόνο του καπιταλισμού αλλά όλων των κοινωνιών που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το κυρίαρχο κατεστημένο οδηγούσε τα πράγματα σε όλο και αυξανόμενη ένταση και αναμέτρηση. Αυτό κάνει και τις τελευταίες δεκαετίες ασταμάτητα και ιδιαίτερα από τότε που απαλλάχτηκε και επίσημα από το αντίπαλο κομμουνιστικό και σοσιαλιστικό δέος. Ας αναλογιστούμε το τίμημα που πληρώνουν οι εργάτες, οι λαοί, οι χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της Μ. Ανατολής, της Ασίας, για να βρουν οι ιμπεριαλιστές τρόπους και μορφές να ξαναμοιράσουν τις αγορές, να ελέγξουν πλουτοπαραγωγικές πηγές και ενεργειακές διόδους. Ας σκεφτούμε τους ποταμούς αίματος και δακρύων που χύνουν καθημερινά σε πολλά σημεία του πλανήτη, προκειμένου μια χούφτα αντιδραστικοί στον πλανήτη να διατηρήσουν την ισχύ και την κυριαρχία τους. Και όλα αυτά χωρίς ακόμα να έχει εμφανιστεί διεθνώς και κατά τόπους ένα σοβαρό, επίμονο κίνημα αμφισβήτησης και ανατροπής. Αν θέλετε, είναι τόσο σκληρή η επίθεση γιατί ακριβώς απουσιάζει ένα τέτοιο κίνημα.
Επί δεκαετίες οι κυρίαρχοι του πλανήτη και των διαφόρων χωρών κατηγορούν τους κομμουνιστές σαν το ένα «άκρο» που χαίρεται με την ένταση, που επιδιώκει τη βία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ιδιαίτερα τελεταία, ξαναεπιχειρείται μια εξομοίωση των κομμουνιστών με τους φασίστες. Ας εξηγηθούμε λοιπόν ξανά. Οι κομμουνιστές δεν υπάρχουν απλώς για να διαπιστώνουν την αγριότητα της εποχής, ούτε για να εκτιμούν ότι η εποχή που έρχεται θα είναι πιο σκληρή και βάρβαρη. Δεν αρκούνται προοπτικά και στη δυναμική των πραγμάτων στο να «προειδοποιούν», στο να κουνάνε το δάχτυλο για όλα όσα η πολυετής κυριαρχία του ρεβιζιονισμού έχει στρεβλώσει και προβοκάρει.
Υπάρχουν για να δρουν μέσα στον λαό και μαζί με τους λαούς ώστε να εκπληρωθεί η βασική ανάγκη της εποχής, που δεν είναι άλλη από την ανάγκη για τους εργάτες και τις λαϊκές μάζες να αντισταθούν, να διεκδικήσουν, να βάλουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις και, τέλος, να αναμετρηθούν και με τους εαυτούς τους αλλά και τους ταξικούς τους εχθρούς.
Οι κομμουνιστές υπάρχουν ώστε δρώντας μαζί και μέσα στον λαό να προετοιμάζονται μαζί του. Να συγκεντρώνουν δυνάμεις, να καταφέρνουν νίκες, να προκαλούν απώλειες στον αντίπαλο, να παίρνουν κουράγιο, αυτοπεποίθηση.
Κομμουνιστής, αγωνιστής, πρωτοπόρος είναι εκείνος που δεν βαυκαλίζεται ότι βρήκε τρόπους να «εξευμενίσει» το σύστημα, να το «αποκοιμίσει», να το «ξεγελάσει» και να του αποσπάσει «περισσότερα» με τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια. Δηλαδή ο κομμουνιστής θέλει τους λαούς να υποφέρουν, να σφάζονται, να μακελεύονται για να προωθεί τους στόχους του; ΟΧΙ! Το αντίθετο!
Ο αγωνιστής κατακτάει το ουσιαστικό περιεχόμενο του όρου όταν, γνωρίζοντας με τι έχει να κάνει, προετοιμάζει και προετοιμάζεται ανάλογα.
Στην Αριστερά τις τελευταίες δεκαετίες θήτευσαν πολύ καλά μυαλά, πολύ ευφυείς άνθρωποι, ξεχωριστοί στο πνεύμα που λένε. Τους έχει όμως συμπαρασύρει το αντιδραστικό ρεύμα της εποχής και δεν αντέχουν το βάρος ακόμη και πολλών δικών τους εκτιμήσεων. Δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων και υποκλίνονται στην ισχύ του αντιπάλου.
Σύντροφοι, συντρόφισσες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες
Μέσα από τον πρόλογό μας θελήσαμε να πούμε ότι δεν βαρυγκωμάμε γιατί δεν είχαμε και εμείς και οι λαοί περισσότερα αποτελέσματα και περισσότερες επιτυχίες. Δεν έχουμε κανένα λόγο να παρουσιαστούμε μετανοημένοι γιατί δήθεν πήραμε τη ζωή μας λάθος.
Πολύ σύντομα καταγράψαμε στον πρόλογό μας τα βασικά σημεία της συμβολής μας στη μαραθώνια προσπάθεια (δεν είναι αγώνας κούρσας αλλά αντοχής) της ανασυγκρότησης του κινήματος και της επαναθεμελίωσης της κομμουνιστικής προοπτικής. Και φυσικά για να μην μείνει αυτή η εισαγωγή στον αέρα, υπενθυμίσαμε μια βασική πλευρά της φυσιογνωμίας και του στίγματός μας, που έχει να κάνει με τη θέση μας ότι η καπιταλιστική κοινωνία ανατρέπεται και δεν εξανθρωπίζεται. Μια ανατροπή βίαιη, επαναστατική που θα ξεριζώσει την καπιταλιστική-αστική εξουσία και που όσο και αν καθυστερεί, είναι η μόνη διέξοδος και η μόνη δυνατότητα να τελειώνουμε στον πλανήτη μ’ αυτό το καρκίνωμα που ακούει στο όνομα καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Δεν παρουσιαζόμαστε ικανοποιημένοι για τη συμβολή μας αυτά τα 30 χρόνια, για να ξεφύγουμε απ’ τις δικές μας ανεπάρκειες, ούτε για να χαϊδέψουμε τα αυτιά του κόσμου. Προφανώς και δεν είμαστε εμείς οι υπεύθυνοι για την πορεία υποχώρησης του κινήματος και για τις ήττες του. Αυτό όμως δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να σκύψουμε στις αιτίες για τις καθυστερήσεις τις δικές μας και για τις απανωτές υποχωρήσεις του κινήματος. Γι αυτό και δεν σταμάτησε να μας προβληματίζει το γεγονός ότι παραμένουμε «λίγοι».
Πέραν λοιπόν από τις ιδιαίτερες δικές μας υποκειμενικές αδυναμίες, δεν είμαστε μόνο εμείς «λίγοι». Είναι και το κίνημα «λίγο» , παρά τα φανερά σημάδια αφύπνισής του, στη χώρα και διεθνώς. Συνεπώς, οι απαντήσεις στο ερώτημα γιατί είμαστε «λίγοι», βρίσκονται στο πεδίο της ταξικής πάλης και είναι ανάλογες με τις απαντήσεις στο γιατί το κίνημα είναι «λίγο». Επί δεκαετίες, και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια είχαμε παρουσιάσει μια σειρά εκτιμήσεις και διαπιστώσεις για τους λόγους που το κίνημα δεν είναι νικηφόρο και δεν βρίσκεται στο ύψος των απαιτήσεων. Εχουμε παρουσιάσει πολλές εκτιμήσεις σε σχέση με την επίδραση που είχε η καπιταλιστική παλινόρθωση στην αρνητική πορεία των πραγμάτων. Η ήττα του κινήματος αποδείχτηκε πολύ βαθιά και οι συνέπειές της μακροχρόνιες και καθοριστικές.
Ωστόσο, είμαστε αταλάντευτα πεισμένοι ότι ο καπιταλισμός θα φροντίσει ο ίδιος με την πολιτική του να βάλει τα πράγματα στη θέση του. Και αυτό γίνεται στην εποχή μας. Ο καπιταλισμός, «αδιόρθωτος», «ανίκανος να διδαχτεί», οδηγεί τα πράγματα σε παρόξυνση. Ετσι λοιπόν βλέπουμε ότι οι «λίγοι» αυξάνονται ραγδαία και στην χώρα μας και παντού. Γίνονται όλο και πιο πολλοί αυτοί που αντιστέκονται, όλο και περισσότεροι αυτοί που θέλουν να οργανώσουν την πάλη τους. Γίνονται περισσότεροι αυτοί που βλέπουν ότι οι ιμπεριαλιστές και το καπιταλιστικό σύστημα δεν υπόσχονται τίποτε παρά μόνο δυστυχία.
Γίνονται περισσότεροι εκείνοι που αναμένουν μεγάλες ανατροπές και μεγάλες επαναστατικές αλλαγές σαν τον μοναδικό ουσιαστικό φραγμό στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Αν πρέπει να σταθούμε σε μια αρνητική πλευρά που χωρίς να μας χαρακτηρίζει, εμφανίστηκε κατά περίπτωση, είναι ότι δεν ήμασταν πάντα αποφασιστικοί και με γρήγορες αποφάσεις για μια σειρά πρωτοβουλίες που οι εκτιμήσεις μας αναδείκνυαν. Εμφανίσαμε μια συγκράτηση κατά φάσεις, η οποία βέβαια είναι ερμηνεύσιμη με βάση τους συσχετισμούς, ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε πιο τολμηροί και συγχρονισμένοι με την πορεία των εξελίξεων. Ιδιαίτερα όταν αυτές επιταχύνονται όπως στις μέρες μας.
Σύντροφοι, συντρόφισσες, συναγωνιστές, συναγωνίστριες
Δεν κρύψαμε ποτέ ότι ο κύριος λόγος που υπάρχουμε και επιμένουμε είναι η συμβολή μας στην οικοδόμηση του κόμματος της εργατικής τάξης, του κομμουνιστικού κόμματος δηλαδή. Από πολύ νωρίς και έγκαιρα είχαμε συνειδητοποιήσει, ότι μια από τις σοβαρότερες συνέπειες της σταδιακής επικράτησης του ρεβιζιονισμού από τη δεκαετία του ’60 στα κόμματα που βρίσκονταν στην εξουσία ήταν η μετατροπή τους σε μηχανισμούς αναπαραγωγής της νεοαστικής κάστας, σε μηχανισμούς που σταδιακά στρέφονταν ενάντια στην εργατική τάξη και που διαχειρίζονταν τις κρατικές υποθέσεις στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες προς όφελος αυτής της κάστας.
Συνειδητοποιήσαμε ιδιαίτερα ραγδαία, μετά και τις αρνητικές εξελίξεις στην Κίνα, ότι το κομμουνιστικό κίνημα δεν είχε πλέον αντισώματα στην παλινόρθωση και στην παράδοσή του στην αγκαλιά του καπιταλισμού.
Οσον αφορά τα κομμουνιστικά κόμματα στις άλλες χώρες, στο μεγάλο μέρος τους αφού διαχωρίστηκαν σε υπηρέτες της αστικής τάξης από τη μια και σε υπηρέτες του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού από την άλλη, ξέχασαν σε μια διαδρομή τις «διαφορές» τους, και μετά τα γεγονότα του ‘89-’91 ουσιαστικά και τυπικά μεταλλάχτηκαν σε παρακλάδια του συστήματος. Ακόμα και κάποιες «εξαιρέσεις» αυτού του κανόνα που εμφανίστηκαν (όπως αυτή της Ελλάδας με το ΚΚΕ) δεν ανατρέπουν τον κανόνα ότι τα όποια μπρεζνιεφικά απομεινάρια, ακόμα και αν κατέχουν εξουσία (π.χ. Κορέα κ.λπ.) δεν μπορούν να συνεισφέρουν στην υπόθεση της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος. Αντίθετα, συνεχίζουν να κάνουν ζημιά, προβοκάροντας μέσα από τις «κομμουνιστικές» καρικατούρες, τις όποιες σύγχρονες προσπάθειες για να δυναμώσει και να ισχυροποιηθεί η κομμουνιστική τάση.
Στις δεκαετίες ’60 και ’70 ευτυχώς δεν ήμασταν οι μόνοι που εμφανίστηκαν να έχουν στις διακηρύξεις ανάλογες με εμάς προθέσεις και παρόμοιες με μας εκτιμήσεις για τον χαρακτήρα του ρεβιζιονισμού και ρεφορμισμού. Στη διαδρομή και όσο συνειδητοποιούνταν το βάθος της ήττας, το μέγεθος των προκλήσεων αλλά και το μακρύ του δρόμου, ενέσκηψαν νέες σοβαρές διαφορές και αντιθέσεις αντίληψης και λογικής για το τι και πως αντιλαμβάνεται η κάθε μια ομάδα, η κάθε μια οργάνωση το περιεχόμενο και το έδαφος που θα πατήσει το εγχείρημα της ανοικοδόμησης ή επαναθεμελίωσης του σύγχρονου κομμουνιστικού κινήματος, και του χτισίματος του κομμουνιστικού κόμματος. Διαλέξαμε να πορευτούμε και έτσι θα συνεχίσουμε, ανάμεσα σε δύο ακραίες λογικές και πρακτικές που εμφανίστηκαν και στη χώρα μας.
Συγκρουστήκαμε και συγκρουόμαστε και με τις δύο, διαμορφώνοντας και το δικό μας στίγμα εν τω μεταξύ. Κατά πρώτον διαχωριστήκαμε με την «συντηρητική» και «εύκολη» προσέγγιση, που θεωρεί το ζήτημα του κόμματος περισσότερο σαν οργανωτικό-πρακτικό ζήτημα απόφασης των διάσπαρτων κομμουνιστών να ξαναφέρουν στο προσκήνιο την πεταμένη στο περιθώριο «κομμουνιστική ιδέα». Διαχωριστήκαμε με τη λογική που απλώς αναζητεί φορείς να ανοίξουν τα ντουλάπια της Ιστορίας και να ξανασηκώσουν τις κόκκινες σημαίες. Εξίσου έντονα και ακόμη περισσότερο διαχωριστήκαμε με τους εκπροσώπους της αριστερής ευρωπαϊκής σκέψης στη χώρα, με όποιο μανδύα και αν παρουσιάζονταν. Αντιπαρατεθήκαμε γιατί αρνούνταν ουσιαστικά το δικαίωμα και τη δυνατότητα της εργατικής τάξης, έχοντας τη δική της οργάνωση και στο ανώτερο πεδίο, να ανατρέψει τον καπιταλισμό.
Κάναμε την προσέγγιση ότι εφόσον το κομμουνιστικό κίνημα και το κομμουνιστικό κόμμα θα ξαναεμφανιστούν και θα επανισχυροποιηθούν σε μια περίοδο άγριας καπιταλιστικής επίθεσης και ακραίας ιμπεριαλιστικής θηριωδίας, οφείλουμε να συνδέσουμε αυτή την οικοδόμηση με την όλη πάλη των λαών και κυρίως της εργατικής τάξης. Δεν «ξεχάσαμε» την οικοδόμηση του κόμματος. Αντίθετα την συνδέσαμε ουσιαστικά με όρους και προϋποθέσεις για να έχει επαναστατική και αμφίδρομη σχέση με την τάξη και την κοινωνία. Δεν «αφήσαμε» στην άκρη τα επαναστατικά κομμουνιστικά καθήκοντα. Συνδέσαμε όμως αυτά τα καθήκοντα με την προοπτική της εκ νέου συγκρότησης της εργατικής τάξης σαν τάξη για τον εαυτό της, προσπαθώντας αυτό να το κάνουμε πράξη και να το συνειδητοποιήσουμε μέσα στην ταξική πάλη. Οντως κάτι «ξεχάσαμε» και μάλιστα οριστικά. Την αυταπάτη ότι η συνένωση σε ενιαία οργάνωση των διάσπαρτων κομμουνιστικών δυνάμεων ή και η θορυβώδης προσχώρησή τους στο ΚΚΕ θα σημάνει και την ποιοτική αναβάθμιση του εγχειρήματος. Ιδιαίτερα αν αυτές οι δυνάμεις είναι ακόμα ουσιαστικά διασπασμένες με πληθώρα διαφορετικών αντιλήψεων. Δεν αδιαφορούμε καθόλου όμως και γι’ αυτή την πραγματικότητα. Προτείναμε και παλέψαμε για την κοινή δράση, όπου υπάρχουν συμφωνίες σαν τη δική μας άμεση απάντηση στην ανάγκη υπέρβασης της όλης πολυδιάσπασης, χωρίς εκβιασμούς, βιασμούς και άλματα στο κενό. Τα τελευταία χρόνια κάνουμε βήματα τολμηρά. Ένα απ’ αυτά είναι η ΠΑΑΣ! Σαν ένα εργαλείο που θα βάζει πλάτη στην οικοδόμηση κινήματος, αντιστάσεων. Σαν ένα πεδίο που θα δοκιμάζονται οι πρακτικές που πρέπει να κατακτηθούν σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα. Δεν εξαντλείται όμως η προσπάθεια της ΠΑΑΣ στο να στηρίζει αντιστάσεις. Με τη διεύρυνσή της αλλά και την αναβάθμιση των στόχων και των συμφωνιών (αν έρθουν) και όταν έρθουν θα δώσει ορίζοντα σ’ αυτή την αντίσταση. Πέρα όμως απ’ αυτό θέλουμε να κάνουμε και μία ακόμη εξήγηση. Δεν έχουμε τη συνταγή έτοιμη ούτε την τεχνογνωσία. Εχουμε όμως την πολιτική διάθεση ώστε η όλη ατμόσφαιρα και κοινή πρακτική της ΠΑΑΣ, όσο απλώνονται και προς τα κάτω και προς τα δίπλα, να συμβάλλει στη δημιουργική αντιπαράθεση και συνδιαμόρφωση ευρύτερων κοινών χαρακτηριστικών και κατευθύνσεων. Αν κάτι τέτοιο επιτευχθεί θα έχει σοβαρή θετική επίδραση και στον στόχο της οικοδόμησης μέσα σε μια πορεία μιας ισχυρής κομμουνιστικής οργάνωσης, ένα αποφασιστικό βήμα για την οικοδόμηση του κομμουνιστικού κόμματος.
Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι η ΠΑΑΣ δεν θα αδυνατίσει, αντίθετα θα ισχυροποιηθεί στο βαθμό που πλατύνει με ομάδες και αγωνιστές που θέλουν να δοκιμάσουν μαζί μας και τις δυνάμεις τους και τη δυνατότητα να συμβάλλουν στα γενικότερα καθήκοντα και ιδανικά.
Θεωρούμε λοιπόν ότι κάθε βήμα που κάνουμε να επεξεργαστούμε γραμμή, στόχους, κατευθύνσεις για την αντίσταση και τη διεκδίκηση, ισοδυναμεί με πρωταρχική συσσώρευση υλικού και για το χτίσιμο της επαναστατικής οργάνωσης. Κάθε βήμα που κάνουμε να διαμορφώσουμε πιο αναλυτικά, πιο επεξεργασμένα άποψη για την ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας, μεταφράζεται σε μια ακόμη κατάκτηση που αποτελεί θεωρητικό και πρακτικό υπόβαθρο για την οικοδόμηση του κόμματος. Το ίδιο αντιλαμβανόμαστε όταν πασχίζουμε να κριτικάρουμε τον καπιταλισμό, να βρούμε τα όριά του, τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς που τον χαρακτηρίζουν.
Μέσα από την όλη κοινή μας προσπάθεια για την οικοδόμηση μορφών οργάνωσης του λαού στις συνοικίες και αλλού, προσπαθούμε να διδαχτούμε για το πώς οι κομμουνιστές βάζουν τις βάσεις μιας πλατιάς μετωπικής κοινωνικής και πολιτικής δράσης. Οσο κατορθώνουμε και δημιουργούμε όρους μαζικοποίησης των σωματείων και των συνδικάτων, όπου ξεπερνάμε τους όρους της ρεφορμιστικής και κρατικής κυριαρχίας και δημιουργούμε μορφές δράσης και ενότητας της εργατικής τάξης, συμβάλλουμε και στην οικοδόμηση του κόμματος, που όρος του θα είναι η επανασυγκρότηση της τάξης. Όλα όσα αναφέραμε θα είναι τα πεδία δοκιμασίας και ανάδειξης των χαρακτηριστικών που θα δώσουν νέα προοπτική στις δοκιμασμένες και αφετηριακές αξίες του κομμουνιστικού κινήματος.
Μέσα λοιπόν από την όλη δράση στο έδαφος του καπιταλισμού, από τη συγκέντρωση δυνάμεων και μέσα από την αντιπαράθεση για τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν το λαό, με τα λαθεμένα οπορτουνιστικά ρεύματα, μέσα από τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση των όρων του ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ, των στόχων και του περιεχομένου του, θα διαμορφωθούν εκ νέου τα εφόδια-υλικά για το χτίσιμο του κόμματος της εργατικής τάξης. Μέσα από τις μικρές και μεγάλες συγκρούσεις με τους μηχανισμούς καταστολής και επιβολής της καπιταλιστικής κυριαρχίας, στην πρώτη γραμμή των μεγάλων αγώνων για ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ΕΙΡΗΝΗ, ΔΟΥΛΕΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και στο πεδίο των καθημερινών αγώνων ενάντια στην εξάρτηση, στα μνημόνια, στη λιτότητα, στη φτώχεια, στους πολέμους και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις θα διαμορφωθεί και θα σφυρηλατηθεί η πρωτοπορία του κινήματος και θα προκύψει η πλατύτερη μαζική αναγνώρισή της. Για να την εμπιστευτεί ο λαός και όχι για να της δώσει «εξουσιοδότηση» να κάνει τα απαραίτητα. Απ’ την άλλη, η εποχή μας, έχει φορτώσει τους κομμουνιστές και με ένα άλλο καθήκον, με ένα ακόμη «προαπαιτούμενο» ώστε η προοπτική της νικηφόρας σοσιαλιστικής διεξόδου να ξαναμετατραπεί σε ελπιδοφόρα και ρεαλιστική. Το καθήκον ώστε το υπό ανασυγκρότηση κομμουνιστικό κίνημα όχι μόνο να διδαχτεί αλλά και να ενσωματώσει σε μια πολιτική μαζών, τα συμπεράσματα που θα βγάλει από την καπιταλιστική παλινόρθωση αλλά και την πορεία εκφυλισμού και ουσιαστικής παράδοσης στην αστική τάξη του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας.
Όχι μόνο, λοιπόν, δεν «φορτώσαμε» όλα αυτά τα ζητήματα για να αποφύγουμε την ανάληψη ευθυνών και αποφάσεων, αλλά τα παρουσιάσαμε σαν ένα είδος επιλογών και προτεραιοτήτων που θα πασχίσουμε να σκύψουμε και να προσεγγίσουμε ουσιαστικά. Και μέσα στα στοιχήματα και τις προκλήσεις βρίσκεται ο στόχος της οικοδόμησης μιας μαχητικής επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης, που το ποιοτικό γνώρισμα δεν θα είναι μόνο η μαζικοποίησή της αλλά ο ακόμα πιο στενός συγχρονισμός της με τα βήματα που θα κάνει το κίνημα για να αντισταθεί διαμορφώνοντας ταυτόχρονα την επαναστατική του προοπτική.
Σύντροφοι, συντρόφισσες, συναγωνιστές, συναγωνίστριες
Η προοπτική στη χώρα μας για τα εκατομμύρια του λαού της φαίνεται ολοένα και πιο ζοφερή. Αν κάνουμε μάλιστα μια αφαίρεση και προσπαθήσουμε να δούμε το αύριο χωρίς την παρέμβαση και συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα, θα λέγαμε ότι η διαδρομή προς την απόλυτη εξαθλίωση του λαού και της ραγδαίας επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και απέχουμε αρκετά ακόμη από τον πάτο. Εχει γίνει πλέον κοινός τόπος ακόμη και σε αναλύσεις παραγόντων του συστήματος ότι αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας δεν αποτελεί απλά μια τοπική ιδιομορφία αλλά τμήμα ενός ολόκληρου δράματος που βιώνουν με ανάλογη ένταση και βάθος και άλλοι λαοί, σε άλλες χώρες, που δεν περιορίζονται μόνο στο Νότο, που απλώνονται και Βόρεια και Ανατολικά και Δυτικά. Η μεγάλη ανησυχία λοιπόν που έχει φωλιάσει για τα καλά στην καρδιά των ανθρώπων και στη χώρα μας έχει να κάνει με το τι τους περιμένει μετά, αφού φαίνονται πεισμένοι ότι τα πράγματα θα πάνε χειρότερα. Λες και μια «αόρατη» και «αφανής» υπερδύναμη σπρώχνει τους ιμπεριαλιστές και τις αστικές τάξεις, τις κυρίαρχες κλίκες και κάστες παντού στον κόσμο πέραν του να ανταγωνίζονται όλοι με όλους, να συμφωνούν στην ένταση και την κλιμάκωση της άγριας επίθεσης. Μια «αόρατη» δύναμη που ανάλογα με τις φάσεις, ανάμεσα στα άλλα, αλλάζει και όνομα σαν μπαμπούλας. Τελευταία ακούει στο όνομα χρέος και ελλείμματα όπου όλοι «χρωστούν» σε όλους, τα κέρδη πλεονάζουν, τα παγκόσμια ελλείμματα διευρύνονται.
Οσα όμως ονόματα να αλλάξει, είναι καπιταλισμός που ευρισκόμενος στο ιμπεριαλιστικό του απόγειο, βιώνει μια κρίση κερδοφορίας, σοβαρά αδιέξοδα και αντιφάσεις στην αναπαραγωγή του. «Υποχρεώνονται» λοιπόν να δοκιμάζουν αντιδραστική και φασίζουσα πολιτική, ο ένας ιμπεριαλιστής σε βάρος του άλλου και όλοι μαζί σε βάρος των λαών. Μιας πολιτικά ιδιόμορφης πρωταρχικής συσσώρευσης που προβλέπει μέχρι και ερημώσεις περιοχών, τοπικούς πολέμους, επεμβάσεις, εξανδραποδισμό λαών, ξαναμοίρασμα αγορών.
Στόχος να ξαναυπάρξει ανάκαμψη, απορρόφηση λιμναζόντων κεφαλαίων, αύξηση της κερδοφορίας όπου βέβαια το απασχολούμενο εργατικό δυναμικό θα ξεζουμίζεται με μισθούς πείνας και το πλεονάζον θα ρίχνεται στον καιάδα.
Η χώρα μας λοιπόν, όντας εξαρτημένη, παρ’ όλο που οι κυβερνήσεις της την θεωρούσαν ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα, που δεν θα πληγεί από την κρίση που ήρθε από Δυσμάς, πλήρωσε και πληρώνει το μάρμαρο εδώ και χρόνια. Φορτώνεται η χώρα μας και ο λαός μας τα σύγχρονα αδιέξοδα και τους τριγμούς στην ΕΕ, φορτώνεται τους ανταγωνισμούς των ισχυρών ιμπεριαλιστών, φορτώνεται σωρεία βάρβαρων μέτρων. Η νέα κυβέρνηση που μας πρόκυψε, γρήγορα κατάλαβε και έπραξε ότι και οι παλιότερες. Υποταγή και ευθυγράμμιση στους ιμπεριαλιστές και αναμονή για το «μπαχτσίσι». Κάτι λοξοκοιτάσματα προς Ρωσία και αλλού είναι τόσο δειλά και ένοχα που δεν συνιστούν πολιτική. Και παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλη τη στήριξη που έπαιρνε αυτή η κυβέρνηση από τους έξω, και παρά το ότι οι μέχρι τώρα λαϊκές αντιδράσεις ήταν πιο κάτω των απαιτήσεων, όλα δείχνουν ότι και αυτή θα είναι θύμα των μνημονίων αργά ή γρήγορα.
Μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι όλη αυτή η επίθεση και όλο αυτό το φόρτωμα συνεπειών της κρίσης στη χώρα μας έχει προκαλέσει ανήκεστη βλάβη στο παλιό πολιτικό σκηνικό και προσωπικό, έχει κάψει εφεδρείες, έχει διαρρήξει κοινωνικές συμμαχίες, έχει απονομιμοποιήσει την αστική εξουσία, έχει πλήξει τα παλιά κόμματα χωρίς να έχει καταφέρει να οικοδομήσει καινούριες εναλλακτικές. Τα κενά που έχουν δημιουργηθεί πάνε να γεμίσουν (;) από την κυβερνώσα αριστερά, ενώ το πιο ανησυχητικό είναι ότι πάνε να αξιοποιηθούν από τα νεοφασιστικά καθάρματα.
Το ντόπιο λοιπόν πολιτικό κατεστημένο βρίσκεται σε μια σκοτοδίνη ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις όπου ο ίδιος ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ μπορεί να υπόσχεται όλο και λιγότερα σε χώρες σαν την Ελλάδα, τη στιγμή που είναι υποχρεωμένος να ζητάει όλο και περισσότερα απ’ αυτούς. Το πολιτικό κατεστημένο αντιλαμβάνεται ότι μη έχοντας άλλοθι και δικαιολογίες θα καταφεύγει σε όλο πιο ανοιχτή καταστολή, θα παραδίνεται κάθε μέρα και περισσότερο στην ιμπεριαλιστική εποπτεία. Να λοιπόν σε αδρές γραμμές το γιατί έχουμε μπει σε μεγάλη περίοδο αστάθειας και ρευστότητας. Μια περίοδο μεταβατική για τη χώρα και το λαό, με παραπέρα εξαθλίωση, φτώχεια, ανεργία, γεμάτη με απρόβλεπτα όπου πολλά θα αλλάξουν, πολλά θα δοκιμαστούν, συμπεριλαμβανομένου και του συμβιβασμού του ’74. Εδώ να κάνουμε μια σοβαρή επισήμανση για την καλύτερη ερμηνεία των εξελίξεων. Τα κατεξοχήν προβλήματα που προκαλούν αυτές τις αναστατώσεις και απειλούν με πολλές ακόμη ανατροπές ενώ έχουν σαφείς οικονομικές πλευρές, παίρνουν την πραγματική τους διάσταση αν ερμηνευτούν με πολιτικούς και γεωστρατηγικούς όρους.
Κόντρα λοιπόν στα εκβιαστικά και τρομοκρατικά διλήμματα τα οποία όλο και λιγότερο αποδίδουν, πρέπει όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις και το δυναμικό που πιστεύει στη δύναμη του λαού και στηρίζεται σ’ αυτόν, να συντονιστεί στη μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να δώσει έμπρακτα αποτελέσματα στον ενιαίο, γενικευμένο και συνεχή αγώνα για την ανατροπή των μνημονίων. Αγώνας που πρέπει να κλείσει τα αυτιά στα «κλαψουρίσματα» των αστών ότι με τους ξεσηκωμούς και τις απεργίες δήθεν τροφοδοτούμε την κρίση και «δυσαρεστούμε» τους ξένους και δεν θα μας δώσουν τη δόση. Αγώνας που πρέπει να απομονώσει όλες τις Κασσάνδρες που θα ποντάρουν στη ματαιότητα του αγώνα και την υποτιθέμενη διέξοδο των εκλογών και εναλλαγή της κυβέρνησης.
Ετσι λοιπόν όπως δρομολογήθηκαν οι συνθήκες μετά το Φλεβάρη αν δεν βγει ο λαός στο προσκήνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ για να βγει (αν βγει) πρέπει να μετεξελιχθεί σε ακόμη πιο δεξιά εκδοχή του Κουβέλη. Ολες οι δυνάμεις του ΚΚΕ(μ-λ), του ΜΛ-ΚΚΕ, της ΠΑΑΣ, όλες οι διάσπαρτες δυνάμεις μέσα σε συνελεύσεις γειτονιών, σε τοπικές επιτροπές, σε εργασιακούς χώρους ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, σε επιτροπές ανέργων σε συντονισμό όπου είναι δυνατόν με μετανάστες, πρέπει να βρουν τρόπους και μορφές να πάρουν πρωτοβουλίες, να ξεπεράσουν στην πράξη τις ξεπουλημένες και συμβιβασμένες ηγεσίες και να προωθήσουν την ανάγκη ξεσηκωμού για την ανατροπή των μνημονίων, της λιτότητας, της φτώχειας της ανεργίας, της εξαθλίωσης.
Οι νέοι ξεσηκωμοί που θα έρθουν και θα προκληθούν από την επίθεση, θα πρέπει να είναι όσο γίνεται λιγότερο ευάλωτοι στις προθέσεις εθνικιστών πατριδοκάπηλων αλλά και των θιασωτών του κυβερνητισμού. Ο ξεσηκωμός θα πρέπει να συνενώσει τους αγώνες για δουλειά, για αύξηση και επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, για αυξήσεις στους μισθούς ενάντια στις απολύσεις, μετατάξεις, διαθεσιμότητες, για την κατάργηση των περικοπών των συντάξεων, των εφάπαξ και του ΕΚΑΣ, για την κατάργηση των περικοπών των δώρων και των επιδομάτων αδείας. Ενάντια στα σχέδια των ιδιωτικοποιήσεων που ουσιαστικά αποτελούν ένα ακόμη όχημα να περνάει η επίθεση και να προσδένεται η χώρα στο ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Ενάντια στο ξήλωμα της δωρεάν παιδείας και υγείας, ενάντια στους ταξικούς φραγμούς και στις ταξικές διακρίσεις προκειμένου να σπουδάσουμε και να γιατρευτούμε.
Να παλέψουμε ενάντια στη φασιστικοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, στην τρομοκρατία είτε στους εργασιακούς χώρους είτε στη δημόσια ζωή. Να δημιουργηθεί στο κίνημα ατμόσφαιρα κινητικότητας, αποφασιστικότητας, υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών ενάντια στην ποινικοποίηση της δημόσιας ζωής και της εισβολής των ΜΑΤ στο πανεπιστημιακό άσυλο. Να κόψουμε τα πόδια των φασιστών μέσα από μαζικές κινήσεις και κινητοποιήσεις.
Πρέπει ταυτόχρονα το πολιτικό ρεύμα του γενικευμένου ξεσηκωμού να βρει μορφές πάλης, να ξεδιαλύνει αιτήματα και στόχους, να υποστηριχτεί από ένα ολόκληρο κύμα αντιπαραθέσεων στη δεξιά, ακροδεξιά αλλά και «αριστερή» κατεύθυνση που ισχυρίζεται ότι ο αγώνας για δικαιώματα και ενάντια στη λιτότητα είναι ασύμβατος με τον αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση γιατί δήθεν δεν θα μας δώσουν λεφτά οι «σύμμαχοι».
Ο αγώνας ενάντια στην επίθεση έτσι όπως την έχουν αποκρυσταλλώσει με τα απανωτά μνημόνια και μεσοπρόθεσμα προγράμματα, πρέπει να συνδεθεί με τον αγώνα για ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, για έξοδο από την ΕΕ και την ΟΝΕ. Για να φύγει το ΔΝΤ, οι βάσεις και για οριστική απομάκρυνση από το ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ιμπεριαλιστές. Δεν υπάρχουν ιμπεριαλιστές που δίνουν λεφτά για να «ευημερούν» οι λαοί. Οι ιμπεριαλιστές υπάρχουν για να αλυσοδένουν λαούς, να καταληστεύουν πλουτοπαραγωγικές πηγές, να εξαρτούν χώρες με χίλιους τρόπους.
Το ντόπιο πολιτικό κατεστημένο και προσωπικό, σε καμιά περίπτωση και σε κανένα τμήμα του δεν είναι σύμμαχος του λαού. Αντίθετα βολεύεται και εξυπηρετείται από την προώθηση της επίθεσης.
Σύντροφοι, συντρόφισσες, συναγωνιστές, συναγωνίστριες
Μήπως αεροβατούμε που θέτουμε τέτοιους στόχους; Όχι. Με τίποτε δεν επιδιώκουμε να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση επειδή είμαστε υπερφίαλοι και απογειωμένοι. Ετσι πιστεύουμε ότι το απαιτούν οι καιροί. Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά που μας «πιέζει» δημιουργικά. Και δεν είναι άλλη από τις ανακατατάξεις, τις ανατροπές που θα συντελούνται στο χώρο της Αριστεράς όσο η ηγεσία του ΚΚΕ συνεχίζει την ίδια αδιέξοδη πολιτική, αλλά και όσο ο ΣΥΡΙΖΑ «κουβελοποιείται» ραγδαία. Ανατροπές που όχι μόνο δεν θα κλείσουν τα κενά αλλά θα τα μεγαλώσουν. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να κινηθούμε άμεσα και αποφασιστικά έχοντας σύμμαχο και μια άλλη διαπίστωση. Ότι το σύστημα αυξάνει τους εχθρούς και τους αντιπάλους του.
Για μια ακόμη φορά θα επαναλάβουμε ότι οι συνθήκες ωριμάζουν γρήγορα, οι επιθέσεις γίνονται κατά κύματα, η συνείδηση των ανθρώπων και των αγωνιστών αλλάζει και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Και σε κάθε περίπτωση αυτό που απαιτείται είναι να πιέσουμε προς αναβάθμιση της υποκειμενικής παρέμβασης. Αυτή τελικά φαίνεται να καθυστερεί και να βρίσκεται ακόμη πίσω από τις εξελίξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου