Της
Γκεζίνε Λετς
Παρακαλώ, από πού πάει για τον κομμουνισμό;
Ένα φάντασμα στοιχειώνει την πολιτική συζήτηση στη Γερμανία. Το φάντασμα του κομμουνισμού. Πολιτικοί της Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας, μεγαλοστελέχη της Κρατικής Ασφάλειας και από πίσω εκατοντάδες φλύαροι δημοσιογράφοι των αστικών ΜΜΕ βλέπουν τον κομμουνισμό, που θεωρούσαν ότι είχε θαφτεί για πάντα, να προβάλλει μέσα από το κόμμα die Linke. Κάποιοι μάλιστα ζήτησαν την απαγόρευση του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς, οπωσδήποτε, όμως, τη στενή παρακολούθηση από την Κρατική Ασφάλεια. Αφορμή ένα άρθρο της συμπροέδρου του κόμματος Γκεζίνε Λετς με τίτλο «Δρόμοι προς τον κομμουνισμό» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Junge Welt». H «Junge Welt», γνωστή στους αναγνώστες της «Εποχής», διοργανώνει κάθε χρόνο ένα διεθνές συνέδριο που φέρει το όνομα της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Φέτος ο τίτλος του συνεδρίου ήταν «Παρακαλώ, από πού πάει για τον κομμουνισμό;» Σε αυτό 5το πλαίσιο δημοσίευσε άρθρο της Γκεζίνε Λετς. Κι εκεί υπάρχει η τρομερή φράση: «Τους δρόμους προς τον κομμουνισμό μπορούμε να τους βρούμε μόνο αν ξεκινήσουμε το δρόμο μας και δοκιμάσουμε, είτε είμαστε στην αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση.» Επομένως, λέει η Ιερά Συμμαχία, το die Linke, επιδιώκει την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος, άρα είναι αντισυνταγματικό κόμμα. Βέβαια, στη Γερμανία υπάρχει και δρα το μικρό Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα –που παρακολουθείται στενά από την Κρατική Ασφάλεια, αλλά είναι νόμιμο, με γραφεία, εφημερίδα κ.λπ. Η επίθεση κατά του die Linke αποσκοπεί (και εν μέρει το κατάφερε) να ανακόψει την ανοδική πορεία του κόμματος, αλλά όχι μόνο. Η απαγόρευση ή έστω η παρεμπόδιση της χρήσης του τίτλου «κομμουνιστικός» σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προτάσεις για ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η απόρριψη βιβλίων από εκδότες, εάν ο συγγραφέας είναι ύποπτος ότι πάσχει από κομμουνισμό, η μεγάλη δυσκολία μαρξιστών επιστημόνων να βρουν θέση στα Πανεπιστήμια, όλα αυτά εξαπλώνονται στον «χώρο ελευθερίας» που σύμφωνα με τις Συνθήκες, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή τη συγκυρία έγινε η επίθεση κατά του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς, και επομένως δεν είναι μόνο γερμανική υπόθεση.
Η Γκεζίνε Λετς δεν έκανε πίσω στην επίθεση που δέχτηκε, ούτε και όταν επικρίθηκε και από συντρόφους της. Κι όμως η ίδια δεν χαρακτηρίζει τον εαυτό της κομμουνίστρια, συγκαταλέγεται μάλιστα στη «μετριοπαθή» πτέρυγα του κόμματός της που είχε προτείνει να είναι αυτή μόνη πρόεδρος.
Λέγεται πως ο Τόμας Έντισον έχει πει: «Δεν απέτυχα. Απλώς βρήκα 10.000 δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά». Μεγαλειώδης συνειδητότητα! Πόσους δρόμους έχουν βρει οι αριστεροί που δεν οδηγούν πουθενά; Να ‘ταν 100, να ‘ταν 1.000; Πάντως 10.000 δεν ήταν! Μα αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα! Υπερβολικά συχνά βγαίνουμε στο δρόμο με το δάχτυλο στο χάρτη. Τους δρόμους προς τον κομμουνισμό μπορούμε να τους βρούμε μόνο αν ξεκινήσουμε το δρόμο μας και δοκιμάσουμε, είτε είμαστε στην αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση. Και σίγουρα δεν θα υπάρχει ένας και μοναδικός δρόμος που οδηγεί στον προορισμό μας, αλλά πολλοί και διαφορετικοί. Έχουμε περάσει υπερβολικά πολύν καιρό να στεκόμαστε στις διχάλες και να τσακωνόμαστε ποιος είναι ο σωστός δρόμος αντί να δοκιμάζουμε τους διάφορους δρόμους. Έχουμε περάσει υπερβολικά πολύν καιρό να τραβάμε δρόμους που υποπτευόμαστε ή ξέρουμε ότι δεν οδηγούν στον προορισμό μας. Κι όμως δεν γυρνάμε πίσω, γιατί φοβόμαστε αυτούς που συνεχίζουν να στέκονται στη διχάλα και να κουβεντιάζουν, μην τυχόν και μας υποδεχτούν με ειρωνικά γέλια. Πρέπει να μάθουμε να εγκαταλείπουμε τα αδιέξοδα και να μην τα βαφτίζουμε πανηγυρικά δρόμους προς τον κομμουνισμό.
Σταδιακή κατάληψη
της εξουσίας
Όποιο μονοπάτι κι αν οδηγεί στον κομμουνισμό, όλοι συμφωνούν ότι θα είναι πολύ μακρύ και δύσβατο. Γιατί, αλήθεια; Ας υποθέσουμε ότι το ευρώ αποτυγχάνει ως νόμισμα τα επόμενα δύο χρόνια, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαλύεται, ότι οι ΗΠΑ δεν καταφέρνουν να βγουν από την οικονομική κρίση και στις επόμενες προεδρικές εκλογές εκεί η εξουσία περιέρχεται στα χέρια ακραίων φονταμενταλιστών χριστιανών. Ότι έχουμε ραγδαίες κλιματικές αλλαγές, ότι ψύχεται το ρεύμα του Κόλπου, στρατιές μεταναστών καταλύουν το «ευρωπαϊκό φρούριο», κι εμάς μας ρωτάνε αν έχουμε λύση για όλα αυτά τα περίπλοκα προβλήματα. Όποιος πιστεύει ότι έχει έτοιμη στο συρτάρι του μια στρατηγική λύση, είναι μεγαλομανής. Θα έπρεπε να έχουμε να προτείνουμε μια μέθοδο επίλυσης τέτοιων σύνθετων προβλημάτων. Δεν ξέρουμε καν αν οι μηχανισμοί του δημοκρατικού κράτους ευημερίας και αναδιανομής της ΟΔΓ είναι κατάλληλοι για να επιλύσουν τόσο σύνθετα προβλήματα και να τα επεξεργαστούν ειρηνικά. Έχω τις αμφιβολίες μου. Η κυβέρνηση, από τώρα κιόλας, το μόνο που κάνει είναι να διαδίδει αυταπάτες περί ικανότητας. Ωστόσο, θεωρώ ότι ούτε οι αριστεροί είναι ακόμη σωστά εξοπλισμένοι ώστε να αντιμετωπίσουν κοινωνικές κρίσεις. Κι όμως, στις σκιαμαχίες καταφέρνουμε βαριά πλήγματα στους ίδιους μας τους φίλους. Καμιά φορά –όχι πάντα– μια ματιά στην ιστορία βοηθάει για να απαντήσουμε στην ερώτηση: Πώς θα είχαμε αντιδράσει στις δεδομένες συνθήκες; Είμαστε εξυπνότεροι σήμερα; Διδαχτήκαμε στ’ αλήθεια από τα λάθη μας;
Η επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918 έμεινε στη μέση και προδόθηκε στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της πλειοψηφούσας σοσιαλδημοκρατίας και του αυτοκρατορικού στρατού, πριν προλάβει καν να αναπτύξει ολόκληρο το δυναμικό της. Εκείνες τις λίγες εβδομάδες –ούτε τρεις μήνες δεν ήταν– ανάμεσα στην αποφυλάκιση και τη δολοφονία της, η Ρόζα Λούξεμπουργκ επιστράτευσε και έριξε στο τάσι της ζυγαριάς όλη της τη δύναμη, το πάθος, την εμπειρία και τη γνώση ώστε να μην κλείσει τελείως το παράθυρο που είχε ανοίξει προς μια ριζοσπαστική σοσιαλιστική και δημοκρατική ανατροπή. Στο βαθμό που ήταν ξεκάθαρο πια πως δεν γινόταν να εγκαθιδρυθεί αμέσως ο σοσιαλισμός στη Γερμανία, η Λούξεμπουργκ αναζητούσε δυνατότητες ώστε να κρατήσει ανοιχτές ορισμένες τουλάχιστον προτάσεις της αριστερής πολιτικής. Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και την επαναστατική αριστερά αγωνίστηκε ενάντια στην ανίερη συμμαχία των δεξιών σοσιαλδημοκρατών ηγετών με τα στηρίγματα της αυτοκρατορικής κυβέρνησης, με τους κύριους ενόχους για τον πόλεμο και τη γενοκτονία. Ταυτόχρονα, έκανε μια σχεδόν απελπισμένη έκκληση προς εκείνους που είχαν στραφεί στον αριστερισμό –την «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», κατά τον Λένιν–, να μην αφήσουν να πάνε χαμένες οι ευκαιρίες που έμεναν ακόμη ζωντανές στην κατάσταση της άμυνας και της ήττας.
Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ ζήτησαν τη συμμετοχή στις εκλογές για την εθνοσυνέλευση, κυρίως όμως, στην προγραμματική διακήρυξη με τίτλο «Τι θέλουν οι Σπαρτακιστές», ανέπτυξαν ένα άμεσα εφαρμόσιμο πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε την εξάωρη εργασία ως ανώτατο ημερήσιο όριο, την κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων βιομηχανιών, την απαλλοτρίωση της μεγάλης γαιοκτησίας, την ίδρυση συνεταιρισμών και το σχηματισμό συμβουλίων στις επιχειρήσεις, τα οποία θα αναλάμβαναν τη διαχείριση των επιχειρήσεων. Στην ομιλία της στο ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) για το πρόγραμμα του κόμματος και την πολιτική κατάσταση, όπου ήταν πια σαφές ότι δεν υπήρχε άμεση προοπτική για ανάληψη της εξουσίας, η Λούξεμπουργκ περιέγραψε ως εξής τον κύριο δρόμο της σοσιαλιστικής πολιτικής: «Η ανάληψη της εξουσίας δεν πρέπει να γίνει μεμιάς, αλλά σταδιακά, καθώς θα χωθούμε στο αστικό κράτος ώσπου να κατακτήσουμε όλα τα πόστα, τα οποία θα τα υπερασπιστούμε με νύχια και με δόντια. Και ο οικονομικός αγώνας, πρέπει κι αυτός, κατά την άποψή μου και κατά την άποψη των στενών κομματικών συντρόφων μου, να δοθεί μέσα από τα εργατικά συμβούλια».
Επαναστατική
πραγματιστική πολιτική
Αυτά που είπε τότε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, όταν η πραγματική κατάσταση ήταν μια επανάσταση που είχε μείνει στη μέση και προοπτική ήταν η άμυνα, είναι μια πολιτική την οποία η ίδια ονόμαζε «επαναστατική πραγματιστική πολιτική»: με βάση τις επείγουσες ανάγκες των εργαζομένων και μεγάλων ομάδων του πληθυσμού, πρέπει να βρεθούν λύσεις που θα βελτιώνουν αισθητά την κατάστασή τους και ταυτόχρονα θα οδηγούν σε μια δομική αλλαγή των συνθηκών ιδιοκτησίας και εξουσίας. Πρέπει να απαντώνται οι ερωτήσεις μέρα με τη μέρα, πρέπει να ασκείται πίεση στον καπιταλισμό και το μιλιταρισμό, με τελικό στόχο να καταργηθούν. Ο δρόμος προς τα εκεί ορίζεται κυρίως από τη δημοκρατική δράση των ίδιων των εργαζομένων και του λαού και μαθαίνεται στην πράξη της αλλαγής. Δεν πρέπει να είναι τόσο μια πολιτική για τους εργαζομένους όσο μια πολιτική μέσω αυτών. Θεωρώ ότι η αριστερή πολιτική γενικά και η πολιτική του κόμματος Die Linke βρίσκεται σε αυτή την απαιτητική παράδοση της ριζοσπαστικής πραγματιστικής πολιτικής η οποία αλλάζει την κοινωνία.
Γνωρίζω βεβαίως ότι μια τέτοια ριζοσπαστική πραγματιστική πολιτική περιλαμβάνει την επίλυση αντιφάσεων και συγκρούσεων και απαιτεί από εμάς να αλλάξουμε τόσο την κατάσταση όσο και εμάς τους ίδιους. Δεν είναι απλό αυτό. Στην επιτυχία δεν οδηγεί το δίλημμα ανάμεσα στη θεμελιώδη αλλαγή της κοινωνίας απ’ τη μια και τα συγκεκριμένα βήματα μεταρρύθμισης απ’ την άλλη. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην οργανική και ζωντανή σύνδεση της δραστηριότητας των πολιτών, των κοινωνικών κινημάτων και των κινήσεων πολιτών με τη δραστηριότητα των αριστερών κομμάτων στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις, στη σύνδεση της διαμαρτυρίας με τη διαμόρφωση.
Το κόμμα Die Linke προέκυψε από την αντίσταση του τότε Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) ενάντια στον ακραία νεοφιλελεύθερο δρόμο της αγοράς που είχε πάρει η γερμανική επανένωση, ενάντια στον πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και την αλλαγή των ρυθμίσεων για τους ανέργους (Hartz IV)^ απέναντι σε όλα αυτά σηκώθηκε ένα κύμα αντίδρασης, που εκφράστηκε κυρίως στα νέα τότε (ανατολικά) κρατίδια με τις λεγόμενες «διαδηλώσεις της Δευτέρας». Η αντίσταση αυτή προήλθε από τη ρήξη πολλών αριστερών συνδικαλιστών και πανεπιστημιακών με την κυβέρνηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και των Πράσινων και οδήγησε στην ίδρυση της Εκλογικής Συμμαχίας για την Εργασία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη (WASG). Στις εκλογές του 2005, μαζί φέραμε στο επίκεντρο της πολιτικής το κοινωνικό πρόβλημα και το ζήτημα της ειρήνης, και το 2009, με ενισχυμένη την κοινοβουλευτική μας εκπροσώπηση ως νέου κόμματος, διατυπώσαμε συγκεκριμένες απαντήσεις στην κρίση του καπιταλισμού των χρηματιστηρίων.
Το κόμμα Die Linke ήταν το μοναδικό κόμμα που έθεσε από τα αριστερά το ζήτημα της ιδιοκτησίας μαζί με τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα. Ενώ οι κυβερνητικές συμμαχίες των χριστιανοδημοκρατών-σοσιαλδημοκρατών αρχικά και των χριστιανοδημοκρατών-φιλελεύθερων χρησιμοποιούν το κράτος για να πολλαπλασιάσουν την περιουσία μιας μικρής μειοψηφίας, εμείς έχουμε παρουσιάσει συγκεκριμένο πρόγραμμα για την πλήρη αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Στο κέντρο του προγράμματος αυτού βρίσκονται οι κρατικές τράπεζες και οι δημόσιοι ασφαλιστικοί οργανισμοί, που δεν διέπονται από τη λογική της κερδοσκοπίας και της συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά υπηρετούν τις πραγματικές επενδύσεις, την εξασφάλιση των αποταμιεύσεων και τη μακροπρόθεσμη κοινωνική εξασφάλιση. Απαιτούμε τη μετατροπή όλων των κρατικών επιχορηγήσεων προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις σε συμμετοχή του κράτους ή των εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές, ώστε να «χώσουμε» τα συμφέροντα του δημοσίου και των εργαζομένων στην αστική ιδιοκτησία (σ.σ.: όπως έλεγε η Λούξεμπουργκ). Ακούσαμε τις απόψεις των συνδικάτων και σχηματίσαμε γνώμη για το πώς μπορεί, ακόμη και εν μέσω κρίσης, να προωθηθεί η αναγκαία κοινωνική-οικολογική αναμόρφωση με ένα συνολικό πρόγραμμα επενδύσεων. Σε αυτό περιλαμβάνεται, κατά την άποψή μας, και ο κοινωνικός σχεδιασμός των επενδύσεων.
Θέλουμε να λύσουμε τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζοντας και τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Σε αυτά ανήκει η αποκέντρωση της παραγωγής και της διανομής ενέργειας, η μετατόπιση μεγάλου μέρους των μεταφορών στα τρένα και η αναδιάρθρωση των δημόσιων συγκοινωνιών στις πόλεις, με προτάσεις και για δωρεάν μετακίνηση. Ζητάμε γρήγορη ενεργειακή αναβάθμιση όλων των κατοικιών και των κτηρίων, ώστε στις επόμενες δεκαετίες να έχουμε πόλεις που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον με διοξείδιο του άνθρακα. Από την άλλη μεριά, θέλουμε να λύσουμε τα περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζοντας και τα κοινωνικά ζητήματα: κύριο μέλημα είναι οι καλές δουλειές και το καλό βιοτικό επίπεδο, η εξασφάλιση κατώτατων μισθών, η κοινωνική ασφάλιση, η παροχή ποιοτικών υπηρεσιών, ειδικά στον δημόσιο τομέα (παιδεία, υγεία, περίθαλψη, πολιτισμός) – οι σημαντικότεροι, δηλαδή, κινητήρες της απασχόλησης στο μέλλον και η βάση μιας σύγχρονης εθνικής οικονομίας. Γι’ αυτό πρέπει να πετύχουμε να συνδεθεί η αναδιανομή από τα πάνω προς τα κάτω και από την ιδιωτική προς τη δημόσια οικονομία με αυτή την κοινωνική-οικολογική αναμόρφωση και αντίστροφα. Μόνο σε αυτή τη βάση θα είναι επίσης εφικτή και μια πραγματική φιλειρηνική πολιτική, αλληλέγγυα προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Αλλαγή κατεύθυνσης
Δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να εισαγάγουμε τα αιτήματά μας αυτά στην πραγματική πολιτική της Γερμανίας. Ακόμη επικρατούν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και των δισεκατομμυριούχων. Η λογική, όμως, του «συνεχίζουμε όπως είμαστε» και της κυριαρχίας των συμφερόντων των λίγων επισύρει συνέπειες. Έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται μια καινούργια, βαθύτερη χρηματοπιστωτική-οικονομική κρίση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να τσακίσει κάτω από το βάρος των άλυτων αντιφάσεων και της αντικοινωνικής της πορείας. Η πείνα έχει αυξηθεί δραματικά σε όλο τον κόσμο, η υπερθέρμανση του πλανήτη όλο και επιταχύνεται.
Σε επίπεδο κρατιδίων, εν όψει της συνεχιζόμενης μαζικής ανεργίας, κυρίως στα νέα κρατίδια που δεν έχουν γερές υποδομές, το κόμμα Die Linke έχει αναπτύξει εδώ και καιρό ένα σχέδιο για έναν κρατικά επιχορηγούμενο τομέα απασχόλησης. Η πρόταση αυτή συνταιριάζει δύο θέσεις, οι οποίες συχνά θεωρούνται αντικρουόμενες: το αίτημα για βασικό εισόδημα για όλους και το αίτημα για το δικαίωμα στη βιοποριστική εργασία. Πρώτος στόχος της είναι να συνδυάσει την κοινωνική εξασφάλιση με τη δυνατότητα για μεγαλύτερη αυτοδιάθεση. Όπως αποδεικνύουν τα πολυάριθμα εγχειρήματα στον πολιτιστικό και τον κοινωνικό τομέα, αλλά και στην ανάπτυξη νέων προγραμμάτων λογισμικού, πολλοί νέοι και μορφωμένοι άνθρωποι διαλέγουν συχνά να δραστηριοποιηθούν σε πεδία όπου η εργασία είναι ανεξάρτητη, συλλογική και αυτοοργανωμένη. Συχνά διαμορφώνονται έτσι καινούργιοι σύλλογοι και συνεταιρισμοί. Ταυτόχρονα, με αυτόν τον τρόπο ικανοποιείται μια έντονη ανάγκη της κοινωνίας για υπηρεσίες τις οποίες δεν τις προσφέρει τόσο απλά και εύκολα ούτε ο ιδιωτικός ούτε ο δημόσιος τομέας. Και, τρίτον, χωρίς τον νέο αυτόν τομέα, πολλοί άνθρωποι δεν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση. Σήμερα στο Βερολίνο και το Βρανδεμβούργο, στα κρατίδια δηλαδή όπου συγκυβερνάει το κόμμα μας, υπάρχουν χιλιάδες θέσεις εργασίας σε αυτόν τον τομέα. Ακριβώς επειδή είναι τόσο αδύναμες πολλές παρωχημένες μορφές κοινωνικής ένταξης, χρειαζόμαστε έναν τομέα αλληλέγγυας οικονομίας, όπου η ίδια η ύπαρξη ορισμένων ανθρώπων συνδέεται πολύ στενά με την αυτοέκφραση άλλων και ταυτόχρονα παρέχεται βοήθεια σε όσους δεν βρίσκουν μια θέση στην κοινή αγορά εργασίας. Και τώρα, σε αυτή ακριβώς τη συγκυρία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπαθεί να καταστρέψει με νέους περιοριστικούς κανονισμούς αυτές τις εκτεταμένες προσπάθειες. Είναι κι αυτός ένας λόγος να αγωνιστούμε για μια αλλαγή κατεύθυνσης στην πολιτική, σε επίπεδο ομοσπονδίας.
Στο επίκεντρο της πολιτικής μας συνεχίζει βεβαίως να βρίσκεται και το ζήτημα της ειρήνης. Αυτή τη στιγμή, ο ομοσπονδιακός στρατός από αμυντικός στρατός στη βάση της υποχρεωτικής θητείας μετατρέπεται σε επαγγελματικό στρατό με δυνατότητα επέμβασης όπου γης. Αυτό εντάσσεται στις αλλαγές που συντελούνται στο ΝΑΤΟ και στην πολιτική ασφαλείας της Ευρώπης. Επιστρέφει λοιπόν η παλιά πολιτική των κανονιοφόρων, στην οποία είχαν εναντιωθεί στον καιρό τους η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ. Επειδή απορρίπτουμε αυτή την πολιτική μάς κατηγορούν ότι αποφεύγουμε τις ευθύνες. Το βλέπω ακριβώς αντίστροφα: τα σημαντικότερα προβλήματα των ημερών μας δεν μπορούν να λυθούν με τα μέσα του στρατού. Γι’ αυτό ζητάμε να επικεντρωθεί η Γερμανία κυρίως σε πολιτικά μέσα για την επίλυση διενέξεων και να δημιουργηθούν ισχυρά περιφερειακά συστήματα ασφάλειας και ανάπτυξης.
«Άγνωστη γη.
Χιλιάδες προβλήματα»
Αν διαβάσουμε τα γραπτά και τους λόγους της Ρόζας Λούξεμπουργκ από την εποχή της επανάστασης του Νοεμβρίου του 1918, όπου κύρια στόχευση είναι να επέμβουμε με τον κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερο σοσιαλιστικό τρόπο, θα καταλάβουμε πολύ καλά ότι δεν είχε ούτε γενικότερο πλάνο ούτε εύκολες απαντήσεις. Έψαχνε, άνοιγε διάλογο με τους άλλους, ήταν εξαιρετικά ανυπόμονη, ενώ την ίδια στιγμή επαγρυπνούσε ώστε να μην παρασυρθεί στην τρομοκρατία και τον σεκταρισμό, αλλά να δρα αποφασιστικά. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν γι’ αυτήν έτοιμη ιδεολογία, δεν ήταν ιδιοφυές αρχιτεκτονικό σχέδιο, αλλά κάτι που θα βλάσταινε μέσα από πραγματικούς αγώνες. Στην αντιπαράθεσή της με τον Λένιν και τον Τρότσκι έγραφε: «Το αρνητικό, την αποδόμηση, μπορείς να τα επιβάλλεις με διατάγματα, όχι όμως, την ανοικοδόμηση, το θετικό. Άγνωστη γη. Χιλιάδες προβλήματα. Μόνο η πείρα μπορεί να διορθώσει και να ανοίξει καινούργιους δρόμους. Μόνο η ασυγκράτητη ζωή που αναβλύζει ελεύθερα παίρνει χίλιες νέες μορφές…»
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ προσπάθησε να συνταιριάξει μεταξύ τους δυο στόχους – πράγμα που καμία άλλη σοσιαλίστρια της εποχής της δεν έκανε: πρώτον, το στόχο της εγκαθίδρυσης του κοινού ελέγχου εκ μέρους των εργαζομένων, του λαού, στις κοινές συνθήκες παραγωγής του κοινωνικού πλούτου, και δεύτερον το στόχο της μέγιστης δυνατής ελευθερίας, δημοσιότητας και δημοκρατίας. Η μελλοντική κοινωνία ήταν γι’ αυτήν σαν τη ζωντανή φύση: απίστευτη ποικιλία και αυτοοργάνωση, φαινόμενα που παρατηρούσε στις μελέτες της και τις εκδρομές της. Δεν θεώρησε ποτέ τους ανθρώπους βίδες στα γρανάζια ενός νέου άψογου κόσμου. Σεβόταν την ιδιαιτερότητα της ζωής. Η «πραγματική πνοή του σοσιαλισμού» ήταν γι’ αυτήν η σύμπτωση της «πιο αδυσώπητης επαναστατικής αποφασιστικότητας και της πιο μεγαλόκαρδης ανθρωπιάς».
Αν ο κομμουνισμός εξαίρει το συλλογικό και ο φιλελευθερισμός το ατομικό, τότε η Ρόζα Λούξεμπουργκ τα ήθελε και τα δυο ταυτόχρονα – τη μεγαλύτερη δυνατή συλλογική δράση στην άσκηση του ελέγχου ώστε η ιδιοκτησία και η εξουσία να χρησιμοποιούνται προς συμφέρον όλων, και τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία στην ατομική ανάπτυξη, στη ριζοσπαστική κριτική και τη δημοσιότητα. Μια κοινωνία χωρίς ελευθερία θα ήταν γι’ αυτήν μια καινούργια φυλακή, όπως και μια κοινωνία χωρίς ισότητα ήταν γι’ αυτήν πάντα κοινωνία εκμετάλλευσης. Απαιτούσε την κυριαρχία του λαού στην οικονομία και την κοινωνία, όπως απαιτούσε και την ελευθερία της διαφορετικής σκέψης. Ήταν ακραία δημοκρατική σοσιαλίστρια και συνεπής σοσιαλιστική δημοκράτις. Γι’ αυτό ούτε ο σοβιετικός κομματικός κομμουνισμός κατάφερε στο τέλος να συμφιλιωθεί μαζί της ούτε ο αστικός φιλελευθερισμός. Τους προκάλεσε και τους δύο, τελικά την απέρριψαν και οι δύο. Και γι’ αυτό ακριβώς, για το κόμμα Die Linke η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι από τα σημαντικότερα πρόσωπα αναφοράς στην ιστορία του εργατικού κινήματος.
Ελευθερία και σοσιαλισμός
Ο εικοστός αιώνας χαρακτηρίστηκε τόσο από περιόδους αποχαλίνωσης του καπιταλισμού και μετεξέλιξής του σε ανοιχτή βαρβαρότητα όσο και από περιόδους εξημέρωσής του και εμφάνισης αντίθετων προτάσεων – οι οποίες προσφάτως απέτυχαν για άλλη μια φορά. Στη σημερινή εποχή ολοκληρώνεται η εξάπλωση του καπιταλισμού. Φτάνει έτσι στα όρια της γήινης φύσης. Για να μην φτάσουμε στην οικολογική καταστροφή, η διαχείριση των πόρων πρέπει να επιβληθεί στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Όπως ακριβώς τα κοινωνικά δικαιώματα των επτά, σχεδόν οχτώ δισεκατομμυρίων ανθρώπων πρέπει να υπερισχύσουν απέναντι στα συμφέροντα των πολυεθνικών. Από έναν κόσμο που δημιουργεί προνομιακά κέντρα, ταμπουρώνεται σε τείχη και προκαλεί παγκοσμίως ανασφάλεια θα γλιτώσουμε μόνο αν καθιερωθεί η συνεργασία και η κοινή ανάπτυξη. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε επεξεργαστεί πολλές προτάσεις στο προσχέδιο του προγράμματός μας. Υπάρχουν πολλά λιθαράκια με τα οποία αγωνιζόμαστε μέσα στη σημερινή αστική-καπιταλιστική κοινωνία, με στόχο να βγούμε από αυτήν, να «χώσουμε» τα θεμέλια μιας νέας κοινωνίας στην παλιά, ώσπου να φανεί καθαρά ότι το μέλλον ανήκει στον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Πηγή:www.epohi.gr-Μετάφραση Ιωάννα Μεϊτάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου