Του Παναγιώτη Βογιατζή
Τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα σηματοδοτήθηκαν από μια άνευ προηγουμένου ιδεολογική και πολιτική επίθεση «αισιοδοξίας» από τη μεριά των Ευρωπαίων καπιταλιστών. Η νομισματική ένωση και το Ευρώ θα αποτελούσαν υποτίθεται την απάντηση της Ευρώπης στο παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό περιβάλλον, μια απάντηση από την οποία όλοι θα βγαίναμε πιο πλούσιοι και ισχυροί. Για να κάνουν μάλιστα πιο εύπεπτο το «πακέτο», έβαλαν κι ένα πολύ ευδιάκριτο χρονοδιάγραμμα: Το 2010. Η συνθήκη της Λισσαβόνας π.χ είχε το 2010 σαν ορόσημο, στο οποίο θα είχαν επιτευχθεί όλοι οι στόχοι που τέθηκαν. Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες που ήταν τότε στην εξουσία παρουσίασαν το μοντέλο σκληρής λιτότητας που εισήγαγαν σαν την «Ατζέντα 2010». Και φυσικά, για να μην κατηγορηθούν για θεωρητικολογίες, όλες τους οι προσπάθειες είχαν πάντα ένα πολύ απτό παράδειγμα για το πώς φανταζόντουσαν την «ισχυρή Ευρώπη» του 2010. Ναι, καλά το μαντέψατε. Το παράδειγμα αυτό ήταν η …Ιρλανδία!
Τι έλεγε το Ξεκίνημα
Ενάντια σ’ αυτή την προπαγάνδα, οι Μαρξιστές έγκαιρα προειδοποιούσαν ότι αυτά τα σχέδια επί χάρτου δεν θα υλοποιούνταν και πολύ περισσότερο πως ήταν αδύνατο να υλοποιηθούν. Εν μέσω των πανηγυρισμών και της εθνικής υπερηφάνειας που είχε καταλάβει τότε την ελληνική κοινωνία επειδή η φτωχή Ελλάδα είχε κάνει κτήμα της «ένα από τα δύο ισχυρότερα νομίσματα του κόσμου», εξηγούσαμε πως
«Το “οικονομικό θαύμα” της Αργεντινής κατέρρευσε μετά την κρίση των αναδυομένων αγορών, το 1997-98. Το ίδιο θα συμβεί στην Ελλάδα, την Πορτογαλία κλπ αν έχουμε μια πολύ πιο έντονη και μακροχρόνια ύφεση. Τότε η αδυναμία της οποιασδήποτε χώρας να υποτιμήσει δραστικά το νόμισμα της δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, δημιουργώντας αναπόφευκτα φαινόμενα “αργεντίνικου” τύπου. Σε μια τέτοια περίπτωση άλλωστε, θα δοκιμαστεί και η ίδια η ύπαρξη της ΕΕ, που θα κινδυνέψει άμεσα με διάλυση».(Ξεκίνημα, Φλεβάρης 2002).
Είναι πλέον σε όλους φανερό πως ακριβώς μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα.
Τα κέρδη των «ανεπτυγμένων», ελλείμματα των φτωχών
Υπήρχαν βέβαια πολύ συγκεκριμένοι λόγοι που η αστική τάξη της Ευρώπης – και βασικά του «ανεπτυγμένου» Βορρά – ακολούθησαν την συγκεκριμένη οικονομική πολιτική. Ήταν η ανάγκη τους να δημιουργήσουν μια όσο γίνεται μεγαλύτερη εσωτερική αγορά, στην οποία η ανεπτυγμένη βιομηχανία τους θα διοχέτευε τα προϊόντα της με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Και αυτό έγινε. Οι χώρες της περιφέρειας της ΕΕ κατακλύστηκαν από φτηνά βιομηχανικά προϊόντα, την αξία των οποίων ήταν βέβαια αδύνατο να καλύψουν με τις δικές τους εξαγωγές. Έτσι, τα ελλείμματα και κυρίως το δημόσιο αλλά και το ιδιωτικό χρέος πήραν την ανηφόρα.
Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι τα ελλείμματα της μιας χώρας είναι πλεονάσματα κάποιας άλλης. Και – κάτι που λησμονείται εντέχνως – τα χρέη μιας χώρας είναι που συντηρούν τα υπερκέρδη αυτών που την δανείζουν, δηλαδή των τραπεζών και των διάφορων επενδυτικών σχημάτων. Αυτή όμως είναι μια κατάσταση η οποία δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Ήταν αναπόφευκτο ότι με την κατάλληλη αφορμή θα ξέσπαγε η κρίση, όπως γίνεται άλλωστε με όλες τις «φούσκες» που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό.
Αυτοτροφοδοτούμενη κρίση
Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τις άλλες κρίσεις που έχουμε γνωρίσει ως τώρα. Στις συνηθισμένες επενδυτικές φούσκες, όταν οι τιμές φτάσουν σ’ εξωφρενικά επίπεδα, απλώς καταρρέουν. Όσοι έμειναν «με τον μουντζούρη στο χέρι» καταστρέφονται και πάμε παρακάτω.
Αντιθέτως, η κρίση του χρέους που βιώνει η Ευρώπη είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Ξαφνικά, οι «αγορές» θυμήθηκαν ότι είναι επικίνδυνο να δανείζουν υπερχρεωμένες χώρες και σαν αντίδοτο τις υποχρεώνουν από τη μια να ξεζουμίσουν τους εργαζόμενους όσο γίνεται περισσότερο και από την άλλη εκτοξεύουν τα επιτόκια στα ύψη, χρεώνοντάς τες δηλαδή ακόμη περισσότερο.
Αυτή είναι μια διαδικασία που είναι εντελώς αδιέξοδη. Καμιά χώρα δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος της αν τα επιτόκια αυξηθούν πάρα πολύ. Ακόμη και «ισχυρές» οικονομίες μπορούν να καταρρεύσουν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Το παράδειγμα του Βελγίου που άρχισε να ακούγεται τον τελευταίο καιρό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό: Το Βέλγιο είχε εδώ και δεκαετίες το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη, μεγαλύτερο ακόμη κι απ’ το ελληνικό, που ξεπερνούσε κάποια στιγμή το 130% του ΑΕΠ. Αυτό δεν εμπόδιζε το Βέλγιο να έχει υψηλότατη δανειοληπτική ικανότητα. Σήμερα που βρίσκεται γύρω στο 100%, «εκφράζονται φόβοι», ότι αυτό το χρέος «μπορεί να μην είναι διατηρήσιμο». Και φυσικά δεν θα είναι διατηρήσιμο, αν τα επιτόκια του εκτοξευθούν σε παραπλήσια με τα ελληνικά ή τα ιρλανδικά επίπεδα.
Με δυο λόγια, ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα όμηρος των «αγορών». Και όπως εξηγούμε εδώ και καιρό, αυτή η ομηρία – που είναι ομηρία των λαών και όχι των κυβερνήσεών τους – δε θα τερματιστεί ποτέ αν δεν σπάσει οριστικά το απόστημα, με την άρνηση πληρωμής ενός χρέους που δεν είναι ούτε υπήρξε ποτέ δικό τους.
Δύο δρόμοι για την Ευρώπη;
Όλα όσα περιγράφουμε πιο πάνω είναι πλέον κοινός τόπος ακόμη και για μια μεγάλη μερίδα αστών αναλυτών. Στους Financial Times του Λονδίνου (FT) της 29 Νοεμβρίου προτείνονται «δύο δρόμοι» από τους οποίους έχει υποτίθεται να επιλέξει η Ευρώπη: Ο δρόμος της πλήρους οικονομικής ενοποίησης και αυτός της διάσπασης.
Αλλά ο πρώτος πρακτικά δεν υπάρχει. Μια ΕΕ η οποία μέσα σε μια δεκαετία οικονομικής ευφορίας είδε τις χώρες μέλη της να αποκλίνουν δραματικά και όχι να συγκλίνουν, είναι ποτέ δυνατό ν’ αντιστρέψει την πορεία της σήμερα, εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης εδώ και 80 χρόνια; Είναι ποτέ δυνατό οι οικονομίες του Νότου να συγκλίνουν μ’ αυτές του Βορρά, όταν τις αναγκάζουν να πετσοκόψουν κάθε επενδυτική δραστηριότητα στο όνομα της μείωσης των ελλειμμάτων τους; Και για να μη μιλάμε στον αέρα, ας αναφέρουμε και πάλι ένα απτό παράδειγμα: Την περίπτωση της ενοποίησης της Γερμανίας. 20 χρόνια μετά την ενοποίηση, και παρ’ ότι εκεί είχαμε ιδανικές συνθήκες, ενός κράτους - και μάλιστα του ισχυρότερου της Ευρώπης - και ενός λαού, δεν έχει επιτευχθεί καν η πραγματική ενοποίηση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία, που εξακολουθεί να αποτελεί τον φτωχό συγγενή απ’ όλες τις απόψεις.
Πραγματική σύγκλιση μεταξύ άνισων οικονομιών θα απαιτούσε δεκαετίες αδιάκοπης πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης και ακόμη και τότε θα ήταν διαρκώς υπό αίρεση. Στη σημερινή φάση του καπιταλισμού είναι απλώς εκτός πραγματικότητας.
Αν λοιπόν πάρουμε τοις μετρητοίς την υπόθεση των FT, ο μόνος δρόμος που ανοίγεται είναι αυτός της διάσπασης, που είναι ένα σενάριο που ακούγεται τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο. Βέβαια, πρέπει να πούμε ότι αυτός είναι ένας δρόμος που οι αστοί δεν θα τον ακολουθήσουν ελαφρά τη καρδία. Οι λόγοι που ώθησαν στη δημιουργία της ΕΕ δεν έχουν εκλείψει και μάλιστα στις συνθήκες της γρήγορης ανάπτυξης των εκτός της Ευρώπης ανταγωνιστών (Κίνα, Ινδία κλπ) έχουν ενταθεί ακόμη περισσότερο. Είναι λοιπόν κεφαλαιώδους σημασίας για την ευρωπαϊκή αστική τάξη η διατήρηση ενός όσο γίνεται πιο διευρυμένου ζωτικού χώρου, οπότε η περίπτωση της πλήρους διάσπασης της ΕΕ δεν φαίνεται καθόλου πιθανή για το προβλεπτό μέλλον.
Ωστόσο η πιθανότητα μιας ευρείας «ανασυγκρότησης» της ΕΕ κάθε άλλο παρά μπορεί ν’ αποκλειστεί και οι μορφές της μπορεί να ποικίλουν, από την εξώθηση σε χρεοκοπία και έξοδο από τη ζώνη του ευρώ των πιο αδύναμων χωρών, μέχρι την δημιουργία ενός στενού σκληρού πυρήνα του ευρώ και την «επίσημη» πλέον παραδοχή ότι οι υπόλοιποι θα αποτελούν την περιφέρειά του. Το κοινό σ’ όλα αυτά τα σενάρια είναι ένα: στο βαθμό που αφεθούν να προχωρήσουν ερήμην των εργαζομένων, θα δημιουργήσουν ή μάλλον θα μονιμοποιήσουν τις συνθήκες ασφυξίας σε εισοδήματα και εργασιακά δικαιώματα που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Ο μόνος τελικά δρόμος
Τελικά, η δεκαετία που προηγήθηκε αποτέλεσε όντως μια χρυσή περίοδο. Μόνο που αυτό το χρυσάφι μοιράστηκε αυστηρά ανάμεσα σε βιομηχάνους, τραπεζίτες και ποικιλώνυμους «επενδυτές», που είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται σε επίπεδα που ξεπερνούσαν ακόμη και τη δική τους φαντασία. Και όταν το πάρτι τελείωσε, τον λογαριασμό του κλήθηκαν και καλούνται ακόμη να τον πληρώσουν, όχι αυτοί που συμμετείχαν, αλλά αυτοί που το πολύ που έκαναν ήταν να παρακολουθούν από μακριά, πίσω από τα τζάμια: οι εργαζόμενοι. Αυτή είναι λίγο πολύ η εικόνα που παρουσιάζει η «ισχυρή ενωμένη Ευρώπη», λίγο πριν φύγει το 2010. Και ο μόνος δρόμος για τους λαούς της είναι να παλέψουν για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου σ’ αυτήν και για το χτίσιμο μιας Σοσιαλιστικής Ευρώπης, με την εθελοντική συμμετοχή όσων λαών θέλουν, χωρίς «νονούς», νταβατζήδες και αστυνόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου