Α. Η παγκόσμια διάσταση
Η θρυλούμενη χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας έχει αναδείξει το ζήτημα του δημόσιου χρέους, των ελλειμμάτων και όχι μόνο για τη χώρα μας. Η υπόθεση αυτή έχει μια διεθνή και μια τοπική (εθνική) διάσταση. Δεν είναι ξεκομμένες μεταξύ τους αυτές οι δύο διαστάσεις. Αλλιώς θα ήταν παράλογο και άτοπο από κάθε άποψη μια οικονομία που μόλις και μετά βίας «καταλαμβάνει» το 2% της ευρωζώνης (και πόσο άραγε της παγκόσμιας…) να «ανακατώνει» σε τέτοιο βαθμό τα οικονομικά μεγέθη της υφηλίου.
Υπάρχουν πράγματι υπερχρεωμένα κράτη με τεράστια ελλείμματα. Η χώρα μας δεν είναι μόνη. Το δημόσιο χρέος της Βρετανίας στα τέλη του 2009 και στις αρχές του 2010 σε σχέση με το ΑΕΠ της είναι περίπου όσο το ελληνικό και το αντίστοιχο (σε σχέση πάντα με το ΑΕΠ της) της Ιταλίας είναι μόλις λίγο πιο κάτω από το ελληνικό. Το δημόσιο έλλειμμα των ΗΠΑ είναι περίπου όσο και της Ελλάδας… Ηδη το επιτόκιο που πληρώνουν στις εκδόσεις δεκαετών ομολόγων τους οι Βρετανοί είναι το τρίτο πιο υψηλό στην Ε.Ε. (4,26% η Βρετανία έναντι 4,11% της Ιταλίας, 4,05% της Ισπανίας και 4,42% της δεύτερης Πορτογαλίας), ενώ το αντίστοιχο των ΗΠΑ αυξήθηκε τις τελευταίες τρεις μέρες από 3,65% σε 3,80%.
Θα πει κάποιος το επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων (και τα spread) είναι μεγαλύτερο. Σύμφωνοι, αλλά απείρως μεγαλύτερα είναι και τα μεγέθη των παραπάνω οικονομιών μέσα στην «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία σε σχέση με τη χώρα μας. Πώς διαφεύγει κάτι τέτοιο από τους διεθνείς και εγχώριους-πολλαπλασιαστές, αναλυτές; Γιατί δεν δημιουργείται ο ίδιος πανικός στις αγορές όταν αναλογίζονται αυτά τα ύψη (ή τα βάθη - όπως το δει κανείς); Ή μήπως, θέτοντας το «πονηρό» ερώτημα, αυτά ακριβώς τα μεγέθη συνιστούν και τον πραγματικό πανικό που διασπείρεται και «απελευθερώνεται» εκεί που η αλυσίδα της παγκόσμιας (πλην κατασπαρασσόμενης) οικονομίας εμφανίζει τους πιο αδύναμους δεσμούς; Στο αδύναμο κρίκο, όπως λέγεται. Φαίνεται ότι οι διεθνείς κερδοσκόποι έχουν εντρυφήσει βαθιά στο... λενινισμό!
Μιλώντας πάλι συνολικά σε πλανητικό επίπεδο, το 2009 οι δανειακές ανάγκες των χωρών του ΟΟΣΑ ανήλθαν στα 16 τρισ. και φέτος μάλλον θα τα ξεπεράσουν. Από αυτά, τα 9-10 τρισ. απορροφούν οι ΗΠΑ. Το πρώτο ερώτημα που οφείλει να απαντήσει κανείς (και ας μην έχει μάστερ στην οικονομία) είναι από πού προήλθε, πώς προέκυψε για όλη την υφήλιο το πραγματικά τρομακτικό ποσό οφειλών. Γιατί το ποσό αυτό βαραίνει όλες τις χώρες, είτε ήταν «ορθολογικοί» είτε «ανορθολογικοί» διαχειριστές των δημοσιοικονομικών τους.
Αν αποκλείσουμε την περίπτωση να έχει προσγειωθεί στον ταλαίπωρο πλανήτη ένας μετεωρίτης... χρεών από κάποια μακρινή γωνιά του γαλαξία, πρέπει να δοκιμάσουμε άλλες, πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Η υπόθεση αυτή έχει μια παλιότερη, μια πρόσφατη και μια συγκαιρινή ιστορία. Οσον αφορά την παλιότερη ιστορία, είναι αλήθεια πως τα τεράστια χρέη των καπιταλιστικών κρατών άρχισαν να εμφανίζονται πριν από σαράντα χρόνια περίπου όταν η μεταπολεμική κρίση έκανε ορατά τα σημάδια της.
Στην πραγματικότητα πολλές από τις δαπάνες των μεταπολεμικών κρατικών προϋπολογισμών το κεφάλαιο (σε κάθε χώρα αλλά και παγκόσμια) τις έβλεπε ως «παθητικό» και ιδίως ως προς το σκέλος των λεγόμενων κοινωνικών «παροχών».
Η ευκαιρία που περίμενε δόθηκε με το κοκτέιλ των νεοφιλελεύθερων μέτρων που εφαρμόστηκαν. Το δύσπεπτο για τους λαούς και τους εργαζόμενους κοκτέιλ περιείχε ως βασικό συστατικό του τη μείωση της φορολογίας στο μεγάλο κεφάλαιο, την αύξηση των πολεμικών δαπανών (ας θυμηθούμε τον «πόλεμο των άστρων» του Ρέιγκαν), την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και τη «χαλάρωση» των ασφαλιστικών εισφορών, την αύξηση των όποιων επιδοτήσεων και ενισχύσεων στο κεφάλαιο, την εισαγωγή «ιδιωτικοοικονομικών» κριτηρίων στη λειτουργία δημόσιων (έως και κοινωφελών) οργανισμών. Το μεγαλύτερο και ανεμπόδιστο πλιάτσικο για το κεφάλαιο, με λίγα λόγια.
Αυτή είναι η αιτία που, αν και έγιναν όλα αυτά τα χρόνια μεγάλες και εκτεταμένες κοινωνικές περικοπές, στην πραγματικότητα οι δημόσιοι προϋπολογισμοί παρουσίαζαν στέρηση εσόδων, απομύζηση πόρων και τελικά τα ελλείμματά τους επιδεινώθηκαν! Σε όλες τις χώρες ανεξαιρέτως και όχι μόνο στην Ελλάδα της εκτεταμένης μαύρης παραοικονομίας. Το παράδειγμα των χρεοκοπιών, στα όρια της πτώχευσης, κάποιων ομόσπονδων πολιτειών των ΗΠΑ (η Καλιφόρνια αποτελεί το πιο χτυπητό δείγμα, αλλά δεν είναι η μόνη) είναι χαρακτηριστικό.
Την ίδια περίοδο πραγματοποιείται σε διεθνές επίπεδο ένα άλμα στη δράση των παγκόσμιων κερδοσκόπων καθώς με το νόμο Μπράτνεϊ (υφυπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ) τα χρέη των εξαρτημένων και περιφερειακών ή «αναπτυσσόμενων» χωρών τιτλοποιούνται και μπαίνουν στο παγκόσμιο κερδοσκοπικό παιχνίδι καθώς από τότε εξοφλούνται όχι πια στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση αλλά σε ιδιωτικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Οι τελευταίοι δεν ήταν από την αρχή ιδιωτικοί, τουλάχιστον όχι όλοι, αλλά είτε ήταν κρατικές εμπορικές (όχι «επενδυτικές») τράπεζες είτε ιδιωτικές που είχαν περάσει στον έλεγχο του αμερικάνικου Δημοσίου ή πάλι ήταν «επενδυτικές» τράπεζες χρηματοδοτούμενες ισχυρά με «ζεστό» δημόσιο χρήμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η τράπεζα της κρίσης του 2008, η Lehman Brothers.
Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε τη δεκαετία του '70 και μάλιστα οι Δημοκρατικοί του Κάρτερ, όπως και του Κλίντον αργότερα, την ενίσχυσαν ιδιαίτερα. Πολλά από τα στελέχη εκείνου του πλιάτσικου στελεχώνουν σήμερα και το ομπαμικό οικονομικό «περιβάλλον». Στόχος, να εξασφαλιστεί η ροή κεφαλαίων (που εξακολουθεί να αποτελεί τη λέξη «κλειδί» για την κατανόηση των σημερινών «παραδοξοτήτων») προς τη Δύση και βασικά τις ΗΠΑ από κράτη που αντιμετώπιζαν προβλήματα αποπληρωμής του χρέους τους.
Δεν αφήνουμε έξω τους Ευρωπαίους. Ολα αυτά τα χρόνια, με συγκρούσεις και πισωγυρίσματα, προετοίμαζαν τον δικό τους οικονομικό χώρο επέκτασης, την ευρωζώνη. Κάπως έτσι βρέθηκε η χώρα μας να έχει βασικούς πιστωτές της τους Γάλλους σε μεγαλύτερο βαθμό αλλά και τους Γερμανούς, σε ποσοστό όχι πάντως ευκαταφρόνητο. Οπως πολύ εύστοχα έχει περιγράψει ο ελληνοαμερικανός καθηγητής των οικονομικών Γ. Σταύρου, η πρόσφατη ιστορία των κρατικών χρεών ταυτίζεται με την κλιντονική περίοδο.
Εχουν προηγηθεί οι εξελίξεις του '89 και ένα τεράστιο πανηγύρι αρπαγής και διαρπαγής (με συμμέτοχο την ηγεσία του Γέλστιν) στήνεται με στόχο την περιουσία και τους πόρους τού άλλοτε «ανατολικού μπλοκ». Είναι η περίοδος που «δομούνται» και αναπτύσσονται τα πολύπλοκα πυραμιδωτά κερδοσκοπικά συστήματα και τα πάσης φύσεως πολύπλοκα χρηματοοικονομικά παράγωγα. Είναι η περίοδος που σημαδεύεται από τις διαδοχικές εκρήξεις των οικονομικών «καταρρεύσεων» της Ρωσίας, των χωρών της Νοτιανατολικής Ασίας, του Μεξικού και της Αργεντινής.
Η τελευταία αφήνεται να καταρρεύσει, ενώ το Μεξικό ως άτυπη πολιτεία και «πίσω αυλή» των ΗΠΑ διασώζεται με χρήματα του αμερικάνικου Δημοσίου (ακόμα και όταν η κυβέρνησή του τολμά να αποδεσμεύσει το πέσος από το δολάριο). Με μυθικά για τη εποχή ποσά του δημόσιου προϋπολογισμού (δεν υπήρχαν φυσικά τα συγκριτικά μεγέθη της «παρούσας κρίσης») διασώζεται επίσης από την κατάρρευση και το πιο επιθετικό παγκόσμιο fund στη μέχρι τότε οικονομική ιστορία των ΗΠΑ. Είναι να μη θεριέψουν τα ελλείμματα;
Η περίοδος αυτή στην Ευρώπη ταυτίζεται με την υιοθέτηση των στόχων δημοσιονομικής σταθερότητας (Μάαστριχ), αλλά σημαδεύεται και από τις προσπάθειες των κυρίαρχων κρατών της ΕΕ να της υπερβούν. Να σημειωθεί εδώ πως η Γερμανία τότε δοκιμάζει να ανταλλάξει το ευρωπαϊκό της «κουστούμι» με βαλκανική... φορεσιά. Οταν οι στόχοι της δεν επιτυγχάνονται στα Βαλκάνια, μετατρέπεται στον βασικό γκρινιάρη της ΕΕ και οι γερμανοί τραπεζίτες πολλές φορές συγκρούονται με τους (τότε) κοινοτικούς (αλλά και τους Γάλλους, όσο και αν αυτά έχουν «ξεχαστεί»), αφήνοντας «νύξεις» για χαλάρωση των στόχων.
Η «δημιουργική λογιστική» που διδάχτηκε ο γερμανοτραφείς Σημίτης και το οικονομικό του επιτελείο στηρίχτηκαν στις γνωστές μεταφορές χρεών που απορρόφησαν την περίφημη γερμανική ενοποίηση όταν προέκυπταν πάρα πολλά έξοδα, μεγάλο μέρος των οποίων δεν εμφανίστηκε στις δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης. Χρησιμοποιώντας την Τροχάιντ, εταιρεία όχημα μέσω της οποίας οι δαπάνες εξαγοράς των δημόσιων εταιρειών δεν πέρασαν ποτέ στο έλλειμμα...
Οπως δήλωσε ο ίδιος ο υπουργός της κυβέρνησης Σημίτη, Παπαντωνίου, υπερασπιζόμενος τις τότε πολιτικές και θέσεις του, «αν είχαν συνεκτιμηθεί αυτές οι δαπάνες, το έλλειμμα της Γερμανίας θα αυξανόταν κατά 1,5%-2,0% το 1997, δηλαδή μπορεί να έφτανε και το 5%»! Να υπογραμμιστεί ακόμα πως μέσα στη δεκαετία του '90 οι συνταγές του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας όπου υιοθετήθηκαν (Αργεντινή, Ν. Ασία, πρώην ανατολικές χώρες ή χώρες της Λατινικής Αμερικής πριν εκδηλωθεί το ντόμινο των κυβερνητικών αλλαγών με «κινηματική στήριξη») κατακρεούργησαν τις εθνικές οικονομίες και οδήγησαν στα πρόθυρα της κατάρρευσης ή στην ίδια την κατάρρευση τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Περνώντας στη σημερινή περίοδο (μετά την εκδήλωση της κρίσης), συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών αντανακλούν την τεράστια επιχείρηση καταλήστευσης και διαρπαγής τόσο των «εσωτερικών» εργαζόμενων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων όσο και των «εξωτερικών» εργαζόμενων και λαών της περιφέρειας. Η διαδικασία αυτή, που παίρνει τη μορφή της ροής κεφαλαίων, δεν είναι απαλλαγμένη, αντίθετα φορτίζεται από τον άγριο και δίχως κανόνες ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Για να έρθουμε στα συγκαιρινά, αυτό ισχύει και για την περίοδο που ακολούθησε την εκδήλωση της κρίσης, με την πρόσθεση όμως νέων παραγόντων που η κρίση επέβαλε. Οι διεθνείς αναλυτές ανακάλυψαν προσφάτως τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό των κεφαλαίων και των νομισμάτων και εκεί που μέχρι πρότινος «μιλούσαν» τη γλώσσα του «οικονομισμού» τώρα γίνεται κατάχρηση των πολιτικών δεδομένων. Το φόντο των πραγματικών ζητημάτων πάλι αποκρύπτεται.
Η νομισματική αντιπαράθεση, που αντιπροσωπεύει μόνο μία από τις πλευρές του λυσσώδους ανταγωνισμού για τις αγορές (και οπωσδήποτε δεν είναι και το πιο καθοριστικό όπλο της φαρέτρας, αφού μπορεί να συμπαρασύρει και αυτόν που το χρησιμοποιεί), εντάσσεται στη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων παγκόσμια. Δεν είναι όμως τωρινή αυτή η «ανακάλυψη».
Τα υψηλά επιτόκια του Ρέιγκαν της δεκαετίας του '80, η αντιπαράθεση αμερικάνικων και ευρωπαϊκών επιτοκίων στο τέλος αυτής της δεκαετίας (κρίση του '87), η εξώθηση της στερλίνας από το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα διόλου τυχαία λίγο πριν από τη λεγόμενη νομισματική «ενοποίηση» του 1992, η εκτεταμένη πτώση της αξίας του ευρώ όταν πρωτοεμφανίστηκε μέσα από έναν συστηματικό πόλεμο εξαγορών δολαρίων-γιεν και πωλήσεων του νέου νομίσματος, η μαζική πτώση της τιμής του δολαρίου προς ενίσχυση των αμερικάνικων εξαγωγών που μέχρι πρόσφατα ζούσαμε αποτελούν παραδείγματα σύμπλευσης οικονομικών και γεωπολιτικών όρων, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για νομίσματα.
Ομως η πρόσφατη κρίση «κομίζει» δύο νέα στοιχεία κάθε άλλο παρά ορθολογικής και σχεδιασμένης παρέμβασης σ' αυτή τη διαδικασία: το ζήτημα των κρατικών ομολόγων και την κερδοσκοπία με τα εθνικά νομίσματα. Πριν αναλυθούν αυτά τα δύο ζητήματα, να τονιστεί και να εξηγηθεί πως βασικός «υποκινητής» των ζητημάτων αυτών ήταν η πολιτική ενίσχυσης, διάσωσης και αποτροπής της κατάρρευσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ηταν το μοναδικό σημείο που οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις έδειξαν να διδάσκονται από την κρίση του '29.
Πραγματικά, τα μυθώδη ποσά που παραχωρήθηκαν αφειδώς σε παγκόσμιο επίπεδο (λίγο λιγότερο από πέντε φορές το σχέδιο Μάρσαλ, με συντηρητική εκτίμηση) ελάχιστα κατευθύνθηκαν στην πραγματική οικονομία ή στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των θιγόμενων στρωμάτων. Με εξαίρεση τα 780 εκατομμύρια δολαρία που παρείχε η κυβέρνηση Ομπάμα στις πολιτείες των ΗΠΑ, που, αν και εξαντλήθηκαν, ελάχιστες ανάγκες έχουν καλύψει την ώρα που η ανεργία δεν λέει να κατέβει από τα διψήφια νούμερα...
Τα τεράστια ποσά που επενδύθηκαν στην έκδοση νέων κρατικών ομολόγων (και μεγάλωσαν τον εξωτερικό κρατικό δανεισμό από τις χρηματαγορές για όλες τις χώρες του πλανήτη) αλλά και τα νέα χαρτονομίσματα που κόπηκαν πληθωριστικά (αξίες 120 δισ. ευρώ και πάνω από 240 δισ. δολάρια) προκειμένου να μην παραμείνουν… χαρτιά πρέπει να ανταλλαχτούν με πραγματική αξία. Για να μην υπάρχει καμία αυταπάτη για την ταξικότητα των μέτρων που λαμβάνονται και όσων ακολουθούν, αναλυτές θεωρούν ότι το «καθαρό παθητικό» στις χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των 135 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή σαράντα φορές το κόστος της χρηματοοικονομικής κρίσης. Τι θεωρούν «καθαρό παθητικό»; Τις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη και τις όποιες παροχές, που το κόστος τους θεωρείται τόσο μεγάλο που δεν μπορεί πια να «εξυπηρετηθεί»! Δηλαδή τα επιχειρήματα «μη εξυπηρέτησης» δεν περιορίζονται σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου, όπως λένε, παρατηρήθηκαν προβλήματα δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά επεκτείνονται σε όλες τις χώρες του πλανήτη.
Οι εκδόσεις ομολόγων και η κοπή νέων χαρτονομισμάτων πρέπει να αντικατασταθεί με πλούτο που δημιουργούν οι εργαζόμενες τάξεις ή με πραγματικές αξίες που μέχρι πρόσφατα αυτές «κατανάλωναν» αλλά σήμερα δεν μπορούν να «εξυπηρετηθούν». Οι λαοί και οι εξαρτημένες χώρες θα το νιώσουν αυτό μέσα από την αξιοποίηση των… χρεών τους, δηλαδή την επιμήκυνση της αποπληρωμής των τόκων και την εκτόξευση των περιθωρίων διακύμανσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου