Η Κόπολα μιλά με αμφίσημη γλώσσα - που οδηγεί σε αμφίσημη ερμηνεία του μηνύματος της ταινίας της - στο πλαίσιο μιας επαναληπτικής και κενής σκηνοθεσίας που αναπαράγει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Η κόρη του «μεγάλου» Κόπολα στο παρελθόν χλευάστηκε για έλλειμμα υποκριτικής ικανότητας και κατηγορήθηκε για νεποτισμό. Ξαφνικά με τις επιτυχίες της «VIRGIN SUICIDES» και «LOST IN TRANSLATION» έτυχε γενικής - και δικαίως - αναγνώρισης ως μια από τις πιο «καυτές» σκηνοθέτιδες του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.
Λίγοι μπορούν να αποδώσουν με εικόνα και ήχο τη βαθιά ριζωμένη μελαγχολία και τη μοναξιά της ύπαρξης στην καρδιά μιας πλούσιας κοινωνικής σαπουνόφουσκας όπως η Σοφία Κόπολα που μαζί με το στοιχείο της αποστασιοποιημένης αφηγηματικής στάσης, της παρατήρησης, συνιστούν τα στοιχεία που συνθέτουν την υπογραφή της Αμερικανίδας σκηνοθέτιδας που ανέκαθεν στέκεται στο χείλος του ορίου... Αυτή τη φορά μοιάζει να πέρασε το όριο και η αφηγηματική απόσταση που παρέχεται με λάθος δοσολογία, καθίσταται μάλλον μεταδοτική και στο κοινό...
Η ταινία δανείζεται την ίντριγκα από τα πραγματικά εξώφυλλα και είναι το αποτέλεσμα της υστερίας που καλλιεργεί το σύστημα για τους ανερχόμενα διάσημους του θεάματος του lifestyle, για την μανία για τις αναγνωρίσιμες ακριβές μάρκες ένδυσης και το γενικό καθεστώς του επιφανειακού φαίνεσθαι. Η κοινωνία της περιοχής που παράγει και πουλάει αφειδώς ονειρικές αυταπάτες μέσα από το θέαμα, ναρκισσιστική κοινωνία, λάτρης του «πετυχημένου» που μισεί την έννοια του «χαμένου» έχει τη νεολαία που της αξίζει... Η Κόπολα αναδεικνύει ή μάλλον καταγγέλλει αυτό το αυτονόητο, δυστυχώς όμως δεν προσθέτει τίποτε περισσότερο. Αναπαράγει αποκλειστικά αυτό που διακρίνεται στην επιφάνεια, ουδόλως προβληματίζεται και φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν ενδιαφέρεται να διεισδύσει στο κίνητρο των εφήβων ή στο «μπακγκράουντ» τους και στο γενικότερο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν.
Η ταινία της Κόπολα «ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΑ» αναμφισβήτητα συνιστούσε σχόλιο για την κουλτούρα των σημερινών «προσωπικοτήτων» του θεάματος... κάλλιστα θα μπορούσε να αναφέρεται στην Πάρις Χίλτον... Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κληρονόμος της σειράς των γνωστών ξενοδοχείων είναι ένας από τους κύριους χαρακτήρες στην τελευταία ταινία της Κόπολα που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα του 2008 όταν μια ομάδα εφήβων από εύπορες μικροαστικές οικογένειες προέβηκαν σε κατά συρροή διαρρήξεις σε βίλες ανερχόμενων κινηματογραφικών αστέρων του Χόλιγουντ. Οι συμμαθητές Μαρκ και Ρεμπέκα είναι γοητευμένοι από τις διασημότητες του θεάματος. Αυτός αναζητά αναγνώριση, εκείνη ερεθιστικά λακτίσματα. Στην παρέα προστίθεται και η επιθετική Νίκι που μιλά με διάλεκτο της πλούσιας περιοχής «Valley» και είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να γίνει σούπερ μόντελ. Η Νίκι και οι αδελφές της δεν πάνε σχολείο, διδάσκονται τις καταναλωτικές αξίες της ζωής από τη μητέρα τους που εξασκεί τη διδασκαλία με μέθοδο που είναι κάτι ανάμεσα σε σαϊεντολογία, λατρεία προς τους διάσημους και κάρμα. Η ομάδα πληροφορούνταν από το διαδίκτυο για το πότε οι διάσημοι έλειπαν από τις «ξεκλείδωτες» βίλες τους σε πάρτι και φιλανθρωπίες ανά τη χώρα. Οταν στο τέλος συλλαμβάνονται από την αστυνομία, αυτομάτως μετατρέπονται σε διασημότητες λόγω της υπερβολικής προβολής τους από τα μίντια - έτσι προσλαμβάνουν ατζέντηδες που αναλαμβάνουν να χτίσουν το δίκτυο εκείνο που θα τους προωθήσει κοινωνικά και επαγγελματικά, σε μια κοινωνία που όλα αγοράζονται και τίποτα πια δεν έχει την παραμικρή αξία. Ετσι ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα.
Δραματουργικά η ταινία, με αφήγηση που στην πορεία κάπου καταντά κουραστικά επαναληπτική, είναι βαριά και χωρίς ιδιαίτερη δυναμική. Η δεύτερη πράξη αποτελεί ένα μακρόσυρτο αναμάσημα μιας και μόνο σκηνής: η ομάδα στο σπίτι κάποιου σταρ οργιάζει με τα ακριβά αντικείμενα, μένει έκπληκτη από την πληθώρα άχρηστων και κιτς καταναλωτικών αγαθών. Η επανάληψη της σκηνής με την ίδια πάνω κάτω δομή είναι παραλογισμός... Δεν καταλαβαίνουμε αν η ίδια η σκηνοθέτης κάπου χάνεται κι αυτή μέσα στην αφθονία και μοιάζει να αναμένει από μας που φοράμε «κουρέλια» να συμμεριστούμε τη γνώμη της. Ο -σε στιγμές αυτοσχεδιαστικός- «ξεπατικούρα» διάλογος από την αρχή ως το τέλος της ταινίας περιορίζεται στις 500 λέξεις με τους έφηβους να εκστασιάζονται μπροστά σε σειρά από γνωστές μάρκες - όλες πια πουλημένες σε πολυεθνικές με παραγωγή, που προσαρμόζεται και συνάμα διαμορφώνει, όλο και πιο κιτς γούστα - με ενδιάμεσες κραυγές τύπου «Oh my God!», «shit» και «wow»!!!
Συμπαθητικά κομψή, αλλά μια μικρή απογοήτευση η ταινία, που τελικά δεν καταλαβαίνει κανείς τι επακριβώς θέλει να πει η Κόπολα. Φαινομενικά πρόκειται για μια απλουστευτική ηθικολογία για τον καταναλωτισμό στην εποχή μας, μια σάτιρα της κοινοτοπίας των εύπορων μικροαστών... Η από το σύστημα επιβαλλόμενη λατρεία της εποχής μας για την «επιφάνεια» όμως, είναι ένα νέο χτεσινό και μόνο η παρατήρηση του φαινομένου πλέον δεν είναι αρκετή...
Παίζουν: Εμα Γουότσον, Ισραελ Μπρουσάρντ, Κέιτι Τσανγκ, Τέσα Φαρμίγκα, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Πηγή : Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου