Αθήνα 9-11 Δεκέμβρη 2011
Θέμα: Ο σοσιαλισμός είναι το μέλλον! Η διεθνής κατάσταση και η εμπειρία των κομμουνιστών 20 χρόνια μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ. Τα καθήκοντα για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, ιμπεριαλιστικών πολέμων, των σύγχρονων λαϊκών αγώνων και εξεγέρσεων για τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα, την ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού και του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες
Θερμά σας καλωσορίζουμε ξανά στην Αθήνα. Όπως γνωρίζετε εδώ ξεκίνησε με πρωτοβουλία του κόμματός μας η πρώτη συνάντηση κομμουνιστών και εργατικών κομμάτων το 1998 για το συντονισμό και την κοινή δράση, αλλά και την ανασυγκρότηση του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος που αντιμετωπίζει ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική κρίση.
Το 2005 εδώ στην Αθήνα συλλογικά αποφασίσαμε να ταξιδέψει αυτή η διεθνής συνάντηση σε άλλα κράτη και ηπείρους, στην Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή, στην Ασία και την Αφρική. Σήμερα ξαναβρισκόμαστε και πάλι στην Αθήνα, για να μελετήσουμε την πείρα, να βγάλουμε συμπεράσματα από αυτήν την σημαντική διαδρομή, να εντείνουμε τις προσπάθειές μας στις νέες συνθήκες της βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης, των παλιών και νέων εστιών πολέμων για το ξαναμοίρασμα των αγορών.
Με τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης στη χώρα μας, βρεθήκαμε ιδεολογικά και πολιτικά προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε, με πολύ γρήγορη προσαρμογή, τα αυξημένα καθήκοντά μας, να εξειδικεύσουμε τη στρατηγική και την τακτική μας, να συμβάλλουμε στη συσπείρωση και μαχητικοποίηση εργατικών, λαϊκών δυνάμεων, με ριζοσπαστικά αιτήματα και προωθημένες μορφές πάλης. Η ετοιμότητά μας αυτή οφείλεται κατά τη γνώμη μας σε δύο συνδυασμένους λόγους, που ας μας επιτραπεί να πούμε, ξεπερνάνε τη σημασία τους σε εθνικό επίπεδο:
1. Το ΚΚΕ υπερασπίστηκε και στις πιο δύσκολες συνθήκες το σοσιαλισμό από την έξαλλη αντικομμουνιστική επίθεση, την προσφορά της ΕΣΣΔ στην πάλη των λαών. Αλλά δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Από τις αρχές ακόμα της 10ετίας του 90 δώσαμε προτεραιότητα στην, αναγκαστικά, μακρόχρονη επιστημονική διερεύνηση με βάσει και αρχειακό υλικό, των αιτιών της νίκης της αντεπανάστασης της ΕΣΣΔ αλλά και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Ύστερα από 18 χρόνια μελέτης καταλήξαμε σε απόφαση του 18ου συνεδρίου, ενώ συνεχίζουμε την εμβάθυνση σε ζητήματα του πολιτικού εποικοδομήματος, των οργάνων εξουσίας, του εργατικού ελέγχου. Γεγονός είναι ότι η πείρα που αποκτήθηκε τονίζει την αναγκαιότητα της εργατικής εξουσίας, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό σε αντίθεση με την αντίληψη περί «του σοσιαλισμού του 21ού αιώνα» ή το «σοσιαλισμό της αγοράς», που δεν έχουν σχέση με τον επιστημονικό σοσιαλισμό και την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όταν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση προωθήθηκαν οι νόμοι της αγοράς και αδυνάτισαν οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, ο εργατικός έλεγχος, άρχισε η αντίστροφη πορεία προς την αντεπανάσταση.
2. Ταυτόχρονα δώσαμε ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη των οικονομικών και των πολιτικών εξελίξεων στην ΕΕ, στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών, και βεβαίως των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα, με αιχμή τις συνέπειες που είχαμε και κυρίως θα αντιμετωπίσουμε ως κράτος μέλος, και ενώ σήμερα οι φυγόκεντρες τάσεις είναι εμφανείς. Αποδείχθηκε επίσης πολύ ωφέλιμη, και για το σήμερα, η 20χρονη μελέτη της ιστορίας του Κόμματος και του κινήματος στην Ελλάδα την περίοδο 1949-1968. Αυτή η περίοδος προσφέρεται για κριτική εξέταση και αξιολόγηση της στρατηγικής του Κόμματος σε μια περίοδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και προσαρμογής του στην ευρωπαϊκή κοινότητα. Είδαμε το ζήτημα κριτικά και αυτοκριτικά, αλλά και από τη σκοπιά των επιδράσεων της πορείας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αναπόσπαστο μέρος του οποίου ήμασταν.
Στο ίδιο διάστημα δεν υπήρξε πολιτικό ζήτημα μεγάλης η μικρής σημασίας, και ιδιαίτερα εργατικό, λαϊκό οικονομικοκοινωνικό πρόβλημα που δεν προσπαθήσαμε με δουλειά από τα κάτω κυρίως να υπάρξει συσπείρωση δυνάμεων σε κοινωνικοταξική βάση, πλατειά διαφώτιση για την κρίση, το χαρακτήρα της και τη διέξοδο, για την οργάνωση και κλιμάκωση της ταξικής πάλης με όλες τις μορφές από τα πάνω προς τα κάτω και αντίστροφα, ώστε να προσελκυσθούν νέες εργατικές λαϊκές μάζες. Έγινε μια σχετικά πρωτόγνωρη προσπάθεια με νέες μορφές πάλης και με σύνθημα την ανυπακοή και απειθαρχία π.χ. να οργανωθεί συλλογικά η αντίσταση, ώστε να μη πληρώνονται τα σαββατοκύριακα του καλοκαιριού τα χαράτσια των διοδίων, τα εισιτήρια εισόδου στις ιδιωτικοποιημένες παραλίες και πρόσφατα το τέλος κατοικίας στο λογαριασμό της ΔΕΗ που το συνοδεύει η απαράδεκτη και πρωτοφανής απειλή της διακοπής του ρεύματος, ανεξάρτητα αν έχει καταβληθεί στο σύνολό του το ποσό της κατανάλωσης. Το κύριο μέτωπο πάλης κατευθύνεται, βεβαίως κατά της ανεργίας, κατά της μείωσης των μισθών και συντάξεων, των απολύσεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, στις προσωρινές ελαστικές μορφές απασχόλησης, στη συντριπτική μείωση της χρηματοδότησης των ασφαλιστικών ταμείων, της παιδείας, υγείας, πρόληψης και πρόνοιας, κατά των σοβαρών περικοπών στα ΑΜΕΑ, κατά των μείωσης έως και κατάργησης παροχών μητρότητας, χρηματοδότησης των παιδικών σταθμών κλπ.
Στο ίδιο διάστημα πραγματοποιήσαμε εκτεταμένη ιδεολογικοπολιτική δουλειά με συζήτηση και διαλέξεις πάνω στα μεγάλα ζητήματα όπως είναι ο σοσιαλισμός, η ιστορία του Κόμματος, το θέμα της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Η συμμετοχή στη συζήτηση οργανώθηκε εσωκομματικά ως τις ΚΟΒ, επεκτάθηκε και στα όργανα της ΚΝΕ, και στις ΟΒ με διάφορες μορφές.
Σήμερα ρίχνουμε βάρος και παρακολουθούμε πολύ στενά τον κίνδυνο μιας σχετικά πιο γενικευμένης πολεμικής σύγκρουσης στο γεωστρατηγικό χώρο του Ευξείνου Πόντου, της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και βεβαίως επεξεργαζόμαστε τη συγκεκριμένη στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ανεξάρτητα από τις προφάσεις που θα χρησιμοποιηθούν, και ιδιαίτερα την στρατηγική μετατροπής του πολέμου σε πάλη για την εξουσία. Η αστική τάξη της χώρας μας θα βρεθεί στο πλευρό του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού άξονα η πόλου με στόχο να πάρει μέρος στο ξαναμοίρασμα, να μη βρεθεί στο περιθώριο. Ο λαός δεν πρέπει να χύσει το αίμα του για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών, του δικού του και των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους λαούς.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που απαιτεί την κοινή στάση των κομμουνιστικών κομμάτων και των εργατικών κινημάτων, ένα ζήτημα που η ενότητα είναι καίριας σημασίας. Θα πρέπει να μας δοθεί η ευκαιρία, ίσως σε επόμενη περιφερειακή ή τοπική συνάντηση, να ανταλλάξουμε γνώμες για το σοβαρό αυτό ζήτημα, ενισχύοντας σε κάθε περίπτωση το μέτωπο κατά του λεγόμενου «πολυπολικού κόσμου» που συνιστά προσπάθεια στην χειραγώγηση των λαών και στην ενσωμάτωση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, στις αντιθέσεις του.
Είναι ολοφάνερο σήμερα ότι υπάρχει αδιέξοδο στην αστική διαχείριση της κρίσης. Οι κλασσικές συνταγές δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν με την όποια ευκολία εφαρμόσθηκαν στο παρελθόν, η διαχείριση των συνεπειών της κρίσης είναι αδύνατη ιδιαίτερα της ανεργίας, της φτώχειας. Εκτιμάμε ότι η ανάκαμψη και όταν έλθει θα είναι αναιμική και ίσως πριν έλθει αυτή σημειωθεί νέος κύκλος κρίσης
Το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοί του, ιδιαίτερα οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό και άλλοι φτωχοί μικροί επιχειρηματίες που αντιμετωπίζουν χρεοκοπία, οι μικροϊδιοκτήτες φτωχοί αγρότες πρέπει να δείξουν και αντοχή μπροστά στη σκληρότητα και συνθετότητα της πάλης, μπροστά στην αδιαλλαξία του αντίπαλου. Η αμυντική στάση σήμερα δεν βγάζει πουθενά, γιατί είμαστε σε βάση επέλασης κατάργησης κατακτήσεων που αποσπάσθηκαν στον 20 αιώνα ιδιαίτερα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη.
Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι ο σχεδιασμός και η κλιμάκωση της ταξικής πάλης, ώστε να μπουν -όσο γίνεται- εμπόδια στα χειρότερα μέτρα που έρχονται, να καθυστερήσουν νέες επιλογές και να κερδηθεί χρόνος για την αντεπίθεση που η έκβασή της πρέπει να κατευθύνεται στην ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, του αστικού πολιτικού συστήματος, για την εργατική λαϊκή εξουσία, τον σοσιαλισμό. Τα μέτρα που παίρνονται στο όνομα της κρίσης ή και για την ρύθμιση της κρίσης προς όφελος των μονοπωλίων, υπερβαίνουν την ίδια την κρίση, είναι μέτρα που στοχεύουν στην επανεκκίνηση της κερδοφορίας την περίοδο της ανάκαμψης, καθώς μάλιστα τα ίδια τα καπιταλιστικά κράτη στην Ευρώπη δεν την προβλέπουν ορμητική και σταθερή. Η Ελλάδα έχει μπει σε τροχιά ελεγχόμενης χρεοκοπίας, ενώ η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία είναι πολύ πιθανή, όπως και η έξοδός της από την ευρωζώνη, η χρησιμοποίηση διπλού ευρώ, ενός εσωτερικού υποτιμημένου και ενός εξωτερικού που θα καθοριστεί από την ΕΕ και το ΔΝΤ, ώστε να διασφαλιστούν όσο γίνεται οι πιστωτές.
Καμιά αστική πολιτική πρόταση, φιλελεύθερη, σοσιαλδημοκρατική, αριστερή, ανανεωτική, δεν μπορεί να αποτελέσει φιλολαϊκή πολιτική διέξοδο, να εξασφαλίσει ούτε βραχυπρόθεσμα το λαό από την εξαθλίωση, πολύ περισσότερο μακροπρόθεσμα αν δεν θέτει ως ζήτημα αρχής τη ρήξη με τα μονοπώλια -βιομηχανικά, τραπεζικά, εφοπλιστικά, εμπορικά- δηλαδή τη ρήξη με την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τους κρατικούς θεσμούς της, τις διεθνείς συμμαχίες της.
Αυτό που έχει σημασία σήμερα στη χώρα μας, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη είναι να αντικρουστεί από ταξική σκοπιά η καθολική παραπλάνηση που δέχεται ο λαός ότι ζούμε την κρίση χρέους, την κρίση των δημοσιονομικών δεικτών, ότι η κρίση προήλθε από κακή διαχείριση, από σπατάλη χρημάτων σε κοινωνικές παροχές αντί να πηγαίνουν σε παραγωγικές και άλλες επενδύσεις. Ότι φταίει το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, ότι όλοι, δηλαδή όλες οι τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα κατανάλωναν περισσότερο από τα εισοδήματά τους. Ή ότι ευθύνεται η κακή αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που προβάλλεται με μικροδιαφορές από αστικά έως ρεφορμιστικά και οπορτουνιστικά κόμματα.
Όλες οι παραπάνω εκδοχές διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, αποκρύπτουν ότι πρόκειται για κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που εκφράζει την όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού. Αποσπούν την οικονομία από την πολιτική, εμποδίζουν την ανάπτυξη ριζοσπαστικής αντιμονοπωλιακής, αντικαπιταλιστικής συνείδησης.Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, στην ευρωζώνη πρέπει να απορρίψουν τη θεωρία ότι αποτελεί πανεθνικό στόχο η προστασία του κράτους από τη χρεοκοπία, άρα απαιτούνται θυσίες για ένα τέτοιο στόχο που μάλιστα βαφτίζεται σύγχρονος πατριωτισμός. Οι εργαζόμενοι δεν ευθύνονται και δεν πρέπει να πληρώσουν για το δημόσιο χρέος.
Η λαϊκή αγανάκτηση δεν αρκεί για να φέρει τη λαϊκή αντεπίθεση, αν δεν αποκτήσει αντιμονοπωλιακό στην ουσία αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί η εμπειρία της αστικής τάξης και των κομμάτων της να εκτονώνουν και να εκτρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, κάτι που φάνηκε και στην περίπτωση της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης» με την μια ή την άλλη ιδιομορφία από χώρα σε χώρα. Επομένως το ερώτημα ρήξη η υποταγή είναι απολύτως επίκαιρο.
Το λεγόμενο αντιμνημονιακό μέτωπο
Στη χώρα μας ακόμα και αστικές πολιτικές δυνάμεις όπως και οπορτουνιστικές, ιδιαίτερα, διανοούμενοι απολογητές του καπιταλιστικού συστήματος και της αναπαλαίωσής του ασκούν κριτική στο Μνημόνιο, το κατηγορούν ως αναποτελεσματικό για τη διέξοδο από την κρίση, ότι επιβάλλει μονόπλευρες θυσίες. Κατηγορούν το Μνημόνιο που διαμόρφωσε η ΕΕ, η ΕκΤ, και το ΔΝΤ, γιατί όπως ισχυρίζονται, διαρρηγνύει την «κοινωνική συνοχή», φέρνει κοντά την απειλή -όπως χαρακτηριστικά λένε, της κοινωνικής έκρηξης, αποδείχνοντας την εχθρότητά τους προς την ταξική πάλη. Προβάλλουν διάφορες παραλλαγές αστικής διαχείρισης που θα φέρει τάχα την ισορροπία και τη συνοχή, ώστε καπιταλιστές, μονοπώλια από τη μια και εργάτες, λαός, να μπορούν να ζουν με συναίνεση μεταξύ τους, και όλοι μαζί να υπηρετήσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, την ισχυρή Ελλάδα στην ευρωζώνη, στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Καλλιεργούν την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξουν ενιαία συμφέροντα στη διέξοδο από την κρίση. Η μεγαλύτερη υπηρεσία που προσφέρει ο οπορτουνισμός στην προσπάθεια σταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος είναι η θέση του ότι η διέξοδος από την κρίση και η ανακούφιση του λαού δεν πρέπει να διεκδικείται σε εθνοκρατικό επίπεδο, αλλά σε πανευρωπαϊκό, θεωρώντας ότι κανένα ρήγμα δεν μπορεί να γίνει σε εθνικό επίπεδο με την άνοδο της ταξικής πάλης και την επίλυση του ζητήματος της εξουσίας.
Μπροστά στα αδιέξοδα διαχείρισης της κρίσης συνέβη το απολύτως προβλεπόμενο και φυσιολογικό για τους υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος: Συγκροτήθηκε κυβέρνηση συνεργασίας μέσα από τη διαδικασία του κοινοβουλίου, αλλά και τη δυναμική παρέμβαση της ΕΕ, ανάμεσα στα δύο βασικά αστικά κόμματα και ένα μικρό ακροδεξιό κόμμα που τα τελευταία χρόνια κάνει τη βρώμικη δουλειά της προβοκάτσιας και του αντικομμουνισμού για λογαριασμό πριν απ' όλα του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ.
Η συσπείρωση των αστικών κομμάτων, μπροστά στο ανερχόμενο κίνημα, ενέτεινε τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς για το αν το αστικό πολιτικό σύστημα θα καταφέρει να τα βγάλει πέρα με άμεση συνεργασία των αστικών κομμάτων ή πρέπει να διαμορφωθούν δύο πόλοι συνεργασίας, ο κεντροδεξιός και ο κεντροαριστερός. Η αστική τάξη επιθυμεί βεβαίως ο κορμός συνεργασίας να είναι ανάμεσα στα δύο αστικά κόμματα, το φιλελεύθερο και την σοσιαλδημοκρατία, αλλά ταυτόχρονα προβληματίζεται μήπως μια τέτοια συνεργασία διευκολύνει την απαγκίστρωση εργατικών λαϊκών δυνάμεων και από τα δύο κόμματα, ιδιαίτερα από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο διάστημα ανοικτά λέγεται ότι πρέπει να υπάρξει ένα ευρύτερο μέτωπο για να επιβάλλει τη λαϊκή συναίνεση και με στόχο να παρεμποδισθεί η ευρύτερη διάδοση και απήχηση της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ.
Έχει ενδιαφέρον η τυχοδιωκτική ευκινησία του οπορτουνιστικού χώρου όσο αφορά την πολιτική των συμμαχιών, καθώς από μέρα σε μέρα την τροποποιεί, πότε μιλά για ενότητα των αριστερών δυνάμεων, πότε προοδευτικών και αριστερών, πότε πατριωτικών και προοδευτικών, πότε δημοκρατικών, προσπαθώντας να προσεγγίσει δυνάμεις και από το χώρο του φιλελεύθερου αστικού κόμματος. Εκεί όμως που μένει σταθερός είναι ότι προβάλλει ως εναλλακτική πολιτική λύση προτάσεις που έχουν υιοθετηθεί στα πλαίσια του ανταγωνισμού των ηγετικών καπιταλιστικών δυνάμεων. Χαρακτηριστική πρόταση είναι η δήθεν λύση του ευρωομόλογου, του αποκλειστικού δανεισμού από την ΕΚΤ, της μερικής διαγραφής του χρέους με διαπραγμάτευση ανάμεσα στις κυβερνήσεις. Επιμένουν ότι το λαό τον συμφέρει η ενότητα και διάσωση της ευρωζώνης, υιοθετούν πλευρές έως και την ίδια την οικονομική διακυβέρνηση, προβάλλουν ως κρίσιμο ζήτημα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, την κρατικοποίηση τραπεζών, ενώ έλκονται πότε από το παράδειγμα της Αργεντινής, πότε εκθειάζουν το παράδειγμα της Ουγγαρίας, πότε θεωρούν ότι μια άλλη κυβέρνηση της ΕΕ χειρίσθηκε τα ζητήματα καλύτερα, αποδεικνύοντας ότι είναι σταθεροί διαχειριστές του συστήματος. Αυτό ισχύει και για το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που προβάλλει παρόμοιες απόψεις.
Το προτεινόμενο προοδευτικό μέτωπο κατά του Μνημονίου, από δυνάμεις του οπορτουνισμού, δεν αντιπροσωπεύει καμιά απειλή για το σύστημα, είναι μια άλλη παραλλαγή της αστικής διαπραγμάτευσης. Ταυτόχρονα προβάλλεται το ζήτημα της πατριωτικής στάσης έναντι της Γερμανίας και της Γαλλίας, κάνουν πώς δεν καταλαβαίνουν ότι η περιφερειακή ή παγκόσμια διακρατική καπιταλιστική ένωση και συνεργασία κάθε μορφής διέπεται από το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης η οποία συνεπάγεται και ανισοτιμία στις πολιτικές σχέσεις. Κάνουν πώς δεν βλέπουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, ανάμεσα στα μονοπώλια του ιδίου κλάδου.
Σήμερα στην Ελλάδα, αλλά πιστεύουμε και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, ειδικότερα στον παλιό καπιταλιστικό κόσμο της Ευρώπης πέφτουν αρκετά ταμπού, μύθοι που είχαν επηρεάσει τους λαούς, με κεντρικό πυρήνα ότι η ΕΕ αποτελεί νομοτέλεια, ότι είναι αδιανόητο ένας λαός να μη θέλει να ενταχθεί ή να θέλει να αποδεσμευθεί, ή ότι η ΕΕ μπορεί να μετατραπεί σε Ευρώπη των λαών μέσα από την ανάδειξη αριστερών κυβερνήσεων ή συνασπισμών αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων. Ποιοι μύθοι έχουν κυριολεκτικά σήμερα αποκαλυφθεί:
Πρώτο ότι η ΕΕ είναι μια οικογένεια, είναι συμμαχία με κοινωνική αλληλεγγύη και διαρκή ενότητα, ότι έξω από την ΕΕ έρχεται το χάος.
Τα αστικά κράτη είναι απολύτως ενωμένα και αλληλέγγυα μεταξύ τους στην ταξική εκμετάλλευση και στο τσάκισμα του κινήματος, χωρίζονται μεταξύ τους και ανταγωνίζονται για το πώς θα διανέμουν τα κέρδη σε περίοδο ανεβασμένων ρυθμών ανάπτυξης, τις όποιες ζημιές σε περίοδο κρίσης.
Δεύτερο είναι αρκετή η περίοδος από το 2008 έως σήμερα να τινάξουν στον αέρα αυτά που έλεγαν τόσα χρόνια επιστρατεύοντας αστικές και οπορτουνιστικές θεωρίες ότι τα κράτη μπορούν να ελέγξουν το κεφάλαιο, τα μονοπώλια και την κυριαρχία τους στην οικονομία. Τινάζουν στον αέρα το σύνθημα η πολιτική εξουσία να ελέγξει τις αγορές, να πάρει η πολιτική προβάδισμα έναντι των αγορών και το τάχα ευρηματικό οπορτουνιστικό σύνθημα «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη».
Τρίτο ότι η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση δηλαδή η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία δυναμώνει τη συνεργασία, εξασφαλίζει ίδιο βηματισμό και σύγκλιση ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες. Μέχρι μας έλεγαν στις αρχές της 10ετίας του 90 ότι καταργείται ο πόλεμος και παίρνει προβάδισμα η ειρηνική επίλυση των διαφορών.
Ο πόλεμος ουδέποτε καταργήθηκε, από την πρώτη στιγμή που έληξε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Εξελίχθηκε με τη μορφή δεκάδων, εκατοντάδων τοπικών πολέμων. Σήμερα έχει ξεκινήσει ένας νέος γύρος για να γίνει το ξαναμοίρασμα των αγορών. Η βαθειά κρίση που ζούμε προμηνύει όχι μόνο νέες εστίες πολέμων αλλά ενδεχομένως και γενικευμένη σύρραξη ανάμεσα στις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις άμεσα, η εμπλοκή της Ελλάδας θα είναι ακόμα πιο επικίνδυνη για το λαό. Ήδη υπάρχει εμπλοκή με τη συμμετοχή της Ελλάδας σε τοπικούς πολέμους με τις βάσεις, με τη διέλευση στρατευμάτων με την συμμετοχή σε στρατούς κατοχής.
Τέταρτο Υπάρχει δυνατότητα να χάσει σημαντικά την αξία της η αποκαλούμενη υπακοή στην αστική νομιμότητα, η πειθαρχία και υποταγή στους βάρβαρους ταξικούς νόμους που ψηφίζονται στην Ελλάδα από το αστικό κοινοβούλιο, στα όργανα της ΕΕ. Έχουμε περιπτώσεις όπως είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των ναυτεργατών, των οδηγών βυτιοφόρων και ταξί που συνέχισαν την απεργία, παρά το γεγονός ότι τα δικαστήρια την κήρυξαν παράνομη, ενώ στάλθηκαν δελτία επιστράτευσης.
Μόνο η λαϊκή εξουσία μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή κυριαρχία και την πραγματική αποδέσμευση απ' όλες τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, όπως της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Εμείς προβάλλουμε το τρίπτυχο λαϊκή εξουσία-αποδέσμευση-μονομερής διαγραφή του χρέους. Αποδέσμευση χωρίς κοινωνικοποίηση θα είναι επίσης καταστροφική για το λαό, κοινωνικοποίηση χωρίς αποδέσμευση δεν γίνεται.
Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο λαός μπορεί να διαπιστώσει ότι το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, η εξουσία τους δεν έχουν την ίδια πατρίδα με το λαό. Πάνω από την εθνική γλώσσα και την πολιτική κληρονομιά έχουν το κέρδος, γι' αυτό κάνουν τις συμμαχίες τους και θυσιάζουν τα πάντα σε αυτό.
Γι' αυτό η πατρίδα για το λαό αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο με τη λαϊκή εξουσία, με τους θεσμούς της εργατικής και λαϊκής συμμετοχής, της άμυνας και προστασίας.
Η πολιτική συμμαχιών περιορίζεται στις από τα πάνω συμφωνίες σε μίνιμουμ πρόγραμμα, ενώ το κίνημα το βλέπουν απλώς σαν μοχλό αναδιάταξης των πολιτικών δυνάμεων για συμμαχίες κεντροαριστερού τύπου και πολιτική διαχείρισης του συστήματος.
Εμείς ανοικτά στο λαό μιλάμε για κοινωνικοπολιτική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά μικροαστικά λαϊκά στρώματα, της πόλης και της υπαίθρου. Για την ανασύνταξη του εργατικού λαϊκού κινήματος με σαφή αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, σε τελευταία ανάλυση αντικαπιταλιστικό. Με σαφή προσανατολισμό να αξιοποιήσει σε κάθε χώρα κάθε ρωγμή, κάθε τριγμό της αστικής διακυβέρνησης, με κατεύθυνση την αποδυνάμωσή του, την ανατροπή του.
Η πολιτική συμμαχιών εξ αντικειμένου είναι δύο ειδών ανεξάρτητα της ποικιλίας μορφών που μπορεί να πάρει, ή θα έχει στόχο τη διατήρηση και μακροημέρευση της αστικής πολιτικής εξουσίας ή θα υπάρχει βασική συμφωνία για την κατάκτηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας.
Κάθε ρήγμα στο πολιτικό σύστημα, στους μηχανισμούς της καπιταλιστικής εξουσίας, κάθε αποδυνάμωση της αστικής κυβέρνησης και γενικότερα των αστικών κομμάτων, συμβάλλει στην ενίσχυση των δυνάμεων της λαϊκής συμμαχίας για τη ριζική ανατροπή του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της δικτατορίας των μονοπωλίων.
Ασκούμε συστηματική διαπάλη με τις απόψεις του τύπου «Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν τα υπερκέρδη που συσσωρεύονταν στο τραπεζικό σύστημα, ή στα χρηματιστήρια σε αντίθεση με το κέρδος στη βιομηχανία, στην παραγωγή». Για το διαχωρισμό του κέρδους σε «θεμιτό» και «αθέμιτο» κέρδος, ότι ο υγιής τάχα καπιταλισμός εξελίχθηκε σε «καζινοκαπιταλισμό». Ιδιαίτερη αντιμετώπιση θέλει η αναγωγή του ιμπεριαλισμού σε εξωτερική πολιτική και τύπου σχέσεων ανάμεσα στα κράτη, και όχι σε κοινωνικοοικονομικό σύστημα, δηλαδή τον μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Μια άλλη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης υιοθετεί την ανάγκη «εξυγίανσης» του καπιταλισμού, για εξανθρωπισμό του, με έλεγχο στις πιο παρασιτικές λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν θέλουν και δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ότι δεν υπάρχει εταιρεία, μονοπωλιακός όμιλος, που πολύ μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που ενεργοποιεί να μην είναι ξένα, δηλαδή δανειακά κεφάλαια, και όχι ίδια, των μετόχων του. Σε συνθήκες όπου το μέσο ποσοστό κέρδους έχει την τάση να μειώνεται, αυτές οι επιχειρήσεις συναντούν δυσκολίες στο δανεισμό. Έτσι δυσκολεύεται η διεύρυνση της παραγωγής, σημειώνεται ύφεση. Επί πλέον δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ότι οι Τράπεζες δεν πραγματοποιούν μόνο δανεισμό, δεν επενδύουν μόνο στην αγορά χρήματος, αλλά αγοράζουν ή συμμετέχουν στο κεφάλαιο βιομηχανικών επιχειρήσεων. Δεν δέχονται τη σύμφυση τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου.
Έχουμε καθαρό ότι σε συνθήκες κρίσης σαφώς διαγράφονται δυνατότητες απότομης όξυνσης της ταξικής πάλης, απότομης εισόδου ευρύτερων λαϊκών μαζών δίχως την απαιτούμενη κοινωνική και πολιτική πείρα. Έχουμε συνείδηση του κινδύνου το κίνημα να βρεθεί σε φάση υποχώρησης αφού βιώνει τη βαρβαρότητα της ανεργίας, της ανέχειας, της εξαθλίωσης, τις συνέπειες της κρατικής και εργοδοτικής βίας, αλλά και την ιδεολογική επίδραση της αστικής ιδεολογίας, του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού. Κάτω από την επίδραση του αχαλίνωτου αντικομμουνισμού που περνάει και επίσημα μέσα από τα όργανα του κράτους και των ιδεολογικών μηχανισμών του.
Παρά τις όποιες δυσκολίες, την εκστρατεία εκφοβισμού του λαού στο όνομα της κρίσης, την τρομοκρατία στους τόπους δουλειάς, την ανυπομονησία των μαζών, ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονται από μικροαστικά λαϊκά στρώματα που ως τώρα είχαν ένα σχετικά καλό επίπεδο διαβίωσης, το ΚΚΕ μένει σταθερά προσανατολισμένο στην αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού.
Η όξυνση της οικονομικής κρίσης, οι αντιθέσεις μέσα στην ΕΕ, η ανερχόμενη αντικαπιταλιστική συνείδηση, συμβάλλουν στο να γίνεται πιο εύκολα κατανοητό ότι απαιτείται ριζική αλλαγή εκ βάθρων. Βεβαίως οι διεργασίες αυτές δεν οδηγούν αυτόματα και στην επιλογή σύγκρουσης, στη σταθερότητα συμμετοχής στην οργάνωση της ταξικής πάλης, ωστόσο το έδαφος για πιο βαθειά ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση σήμερα είναι σχετικά πιο εύκολο, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια που η επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων συντελούνταν με πιο αργούς ρυθμούς σε σύγκριση με τη σημερινή καταιγίδα.
Το ΚΚΕ καλεί το λαό να αγωνιστεί για να γίνουν λαϊκή ιδιοκτησία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής στη βιομηχανία, να κοινωνικοποιηθεί η γη, οι μεγάλες επιχειρήσεις στον αγροτικό τομέα και το συγκεντρωμένο εμπόριο. Στηριγμένη σε αυτές τις σχέσεις, να αναδιαρθρωθεί η αγροτική παραγωγή με κίνητρα συγκέντρωσής της αρχικά σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς.
Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός πανεθνικός, με επιστημονικά εργαλεία, σχεδιασμός θα απελευθερώσει μεγάλες αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες, θα διασφαλίσει την επιστημονικά συνδυασμένη ιεράρχηση και ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, με την προϋπόθεση ενεργοποίησης του εκτεταμένου εργατικού, λαϊκού ελέγχου για την πλήρη κάλυψη των βασικών κοινωνικών αναγκών, π.χ. διατροφής, λαϊκής στέγης, παιδείας, υγείας-πρόνοιας, έργων υποδομής.
Η διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων θα συμβάλλει στην ουσιαστική συμμετοχή τους στον έλεγχο. Ο εργατικός λαϊκός έλεγχος θα ξεκινά από τις παραγωγικές μονάδες με εκλεγμένους ανακλητούς αντιπροσώπους και θα επεκτείνεται σε κάθε κλάδο και περιοχή. Στα εκλεγμένα όργανα εξουσίας θα μετέχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων στις παραγωγικές μονάδες και θα εξασφαλίζεται η συμμετοχή συνεταιρισμένων, φοιτητών, συνταξιούχων. Στο ανώτατο όργανο εξουσίας για το σύνολο της χώρας, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι δεν θα είναι μόνιμοι αλλά ανακλητοί.
Παράλληλα η λαϊκή εξουσία, που για το ΚΚΕ είναι ο σοσιαλισμός και όχι ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, θα εξοικονομήσει σημαντικούς πόρους από την κατάργηση στρατιωτικών δαπανών για τα ιμπεριαλιστικά-επιθετικά σχέδια του ΝΑΤΟ, από την πραγματική και ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους, από την κατάργηση των πολύμορφων πακέτων στήριξης των μονοπωλιακών ομίλων και των τραπεζών. Αυτή είναι η συντριπτική υπεροχή της εργατικής λαϊκής εξουσίας για τη διασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας απέναντι στο γερασμένο μονοπωλιακό καπιταλισμό, όπου τα σχέδια που υλοποιούνται είναι των διαφόρων ομίλων και τμημάτων του μεγάλου κεφαλαίου, τα οποία ανταγωνίζονται για τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία.
Μόνο ο κεντρικός σχεδιασμός μπορεί να ξεπεράσει ανισομετρίες στην ανάπτυξη περιφερειών στο εσωτερικό της χώρας. Η λαϊκή εξουσία είναι η μόνη που μπορεί να κάνει πράξη αμοιβαία επωφελείς εμπορικές ανταλλαγές με άλλους λαούς, άλλες λαϊκές οικονομίες, να εξαλείψει το φαινόμενο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην αξιοποίηση φυσικών πόρων της θάλασσας και της γης.
Μόνο αυτός ο αγώνας που σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία των μονοπωλίων και εντάσσει τις πρωτοβουλίες παρεμπόδισης της αντιλαϊκής επίθεσης στην οργάνωση της αντεπίθεσης του λαϊκού κινήματος, μπορεί να διασφαλίσει συνέχεια, διάρκεια, εναλλάσσοντας τις μορφές πάλης, νικηφόρα προοπτική για την εργατική τάξη και τους κοινωνικούς συμμάχους της.
Είναι γεγονός ότι κάθε φορά που ανοίγεται ο προβληματισμός, προβάλλονται συνθήματα και θέσεις που έρχονται σε ρήξη με τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας και εξουσίας, όλα τα κόμματα επιτίθενται με το επιχείρημα ότι ο σοσιαλισμός απέτυχε, επομένως δεν υπάρχει άλλη λύση παρά η διαχείριση των προβλημάτων εντός του καπιταλισμού. Επομένως το ζήτημα των συμπερασμάτων από τη νίκη της αντεπανάστασης είναι κρίσιμο ζήτημα, δεν αφορά την περίοδο της οικοδόμησης αλλά και την περίοδο της συγκέντρωσης δυνάμεων.
Βεβαίως δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα ώστε να τεθεί πρακτικά και ως άμεσο καθήκον η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, όμως όλα τα πράγματα δείχνουν ότι το εργατικό κίνημα, το πιο ριζοσπαστικό τμήμα του λαού, αν δεν θέσει ζήτημα η πάλη να κατευθύνεται προς την εργατική εξουσία, θα εγκλωβιστεί στις παραλλαγές αστικής διαχείρισης και θα ακυρώσει κάθε δυνατότητα κλιμάκωσης και προοπτικής.
Πριν την κρίση το ζήτημα της εργατικής εξουσίας φάνταζε ίσως στα μάτια και στο μυαλό πολλών ως σύνθημα ζύμωσης. Όμως σήμερα από τα ίδια τα πράγματα αποδεικνύεται ως υποχρεωτικός σκοπός δράσης, δίνει νόημα στον καθημερινό αγώνα, σε συνθήκες βαθειάς κρίσης, σε συνθήκες που δεν γίνονται ελιγμοί και παραχωρήσεις από την αστική τάξη. Το πρόβλημα της εξουσίας επηρεάζει σήμερα τις μορφές πάλης, δίνει προτεραιότητα στην οργάνωση και ανάπτυξη της εργατικής λαϊκής πρωτοβουλίας από τα κάτω, στην άρνηση υπακοής και απειθαρχίας στους αστικούς νόμους, στη διαμόρφωση φύτρων της αυριανής νέας εξουσίας και των οργάνων εργατικού ελέγχου.
Η λύση για το λαό δεν είναι να συνταχθεί με κάποιο τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης, με κάποιο από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα εγκαταλείποντας κάποιο άλλο, τώρα που οξύνθηκαν οι αντιθέσεις τους. Δεν είναι λύση να στηρίζει νέα αστικά κόμματα απέναντι σε παλιά, κυβερνήσεις συνεργασίας αντί μονοκομματικών.
Η λύση βρίσκεται στην οργανωμένη πάλη με πυρήνα τον τόπο εργασίας, το σωματείο, με προσανατολισμό την αμφισβήτηση, σύγκρουση, ρήξη με τα μονοπώλια, τα κόμματα, τις κυβερνήσεις και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες τους, στην προοπτική της ανατροπής τους. Αυτός είναι ο μόνος ρεαλιστικός άξονας πάλης.
Αυτό το έργο δεν είναι μιας πράξης, γι' αυτό όλες οι κινήσεις, όλα τα βήματα, όλες οι φάσεις δεν πρέπει να αποκόβονται απ' αυτό το στόχο.
Στους επόμενους μήνες, στον επόμενο χρόνο μπορεί και πρέπει να εκδηλωθεί η πολλαπλάσια μαζική συμμετοχή στη Συνέλευση κάθε μεγάλου χώρου εργασίας, στη Λαϊκή Συνέλευση σε κάθε λαϊκή-εργατική γειτονιά, στην οργανωμένη αντίσταση και αντεπίθεση στις συνέπειες κάθε αντεργατικού-αντιλαϊκού νόμου, για τα φορολογικά χαράτσια και τις περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, για διεκδίκηση επιδομάτων ανεργίας και για τη λειτουργία υγειονομικών, εκπαιδευτικών, προνοιακών μονάδων για την προστασία της λαϊκής οικογένειας.
Το πεδίο στο οποίο πρώτα απ' όλα κρίνεται η σύγκρουση με την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων και την πολιτική εξουσία τους είναι πρώτ' απ' όλα ο χώρος μέσα στον οποίο παράγεται ή ιδιοποιείται η υπεραξία, διαμορφώνεται το καπιταλιστικό κέρδος, είναι δηλαδή η κάθε καπιταλιστική βιομηχανική επιχείρηση, το εμπορικό κέντρο, το ιδιωτικό νοσοκομείο, η τράπεζα, η επιχείρηση μεγάλης συγκέντρωσης μισθωτών, ανεξάρτητα από την εξειδίκευση της εργασίας. Σε αυτούς τους χώρους κρίνεται η πάλη, όχι αποσπασματικά, αλλά συνολικά ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική. Μοναδικό κριτήριο για τη φερεγγυότητα οποιασδήποτε συνδικαλιστικής ή πολιτικής μορφής οργάνωσης είναι η στάση της απέναντι στην παραπάνω αναγκαιότητα, στην οργάνωση και επιτυχία της απεργίας κατά τόπο εργασίας. Δεν αρκούν οι διακηρύξεις χωρίς ανάλογες πράξεις οργάνωσης και περιφρούρησης των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Σε αυτούς τους χώρους μπορεί και πρέπει να σφυρηλατηθεί η ταξική ενωτική πάλη με κριτήριο την πρωτοπόρα πάλη ενάντια στην καπιταλιστική εργοδοσία, τον κυβερνητικό εργοδοτικό συνδικαλισμό στα κόμματα και την εξουσία των μονοπωλίων. Σε αυτούς τους χώρους θα κριθεί η συνέχεια, η προοπτική της αποδυνάμωσης της αντιλαϊκής πολιτικής μέχρι τη ριζική ανατροπή της.
Είναι φανερό ότι οι εξελίξεις που ζούμε, η καπιταλιστική κρίση και η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα επιβάλλουν την ενδυνάμωση της πάλης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, εντείνοντας τις προσπάθειες για ενιαία επαναστατική στρατηγική. Σ' αυτή την κατεύθυνση το ΚΚΕ διαθέτει τις δυνάμεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου