Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Noam Chomsky:Επιστρέφοντας στην 11η Σεπτεμβρίου, μία δεκαετία μετά.



Περάσαμε τη 10η επέτειο της φρικαλέας 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, η οποία, όπως είναι ευρέως διαδεδομένο, άλλαξε τον κόσμο. Την 1η Μαΐου, ο φερόμενος εγκέφαλος του εγκλήματος, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, δολοφονήθηκε στο Πακιστάν από μια ομάδα επίλεκτων κομάντο Navy SEALs των ΗΠΑ, αφού συνελήφθη, άοπλος και ανυπεράσπιστος, στην επονομαζόμενη Επιχείρηση Geronimo.
Πλήθος αναλυτών έχουν επισημάνει ότι παρότι ο Μπιν Λάντεν τελικά σκοτώθηκε, είχε καταφέρει κάποιες σημαντικές επιτυχίες στον πόλεμό του κατά των ΗΠΑ: “επανειλημμένα υποστήριζε ότι ο μόνος τρόπος να εκδιωχθούν οι ΗΠΑ από τον μουσουλμανικό κόσμο και να ηττηθούν οι σατράπες του, ήταν η διεξαγωγή μιας σειράς μικρών αλλά ακριβών πολέμων στους Αμερικάνους που θα τους οδηγούσε τελικά στη χρεοκοπία”, όπως επισημαίνει ο Έρικ Μαργκόλις.
Σε μια “αιμορραγία των ΗΠΑ”, όπως ήταν τα ακριβή του λόγια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, πρώτα υπό τον Τζορτζ Μπους και στη συνέχεια υπό τον Μπαράκ Ομπάμα, έπεσαν ακριβώς μέσα στην παγίδα του Μπιν Λάντεν: οι τερατώδεις στρατιωτικές δαπάνες και ο εθισμός στο χρέος θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η πιο ολέθρια κληρονομιά ενός ανθρώπου που πίστευε ότι μπορούσε να νικήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδιαίτερα όταν το χρέος γίνεται ένα κυνικό αντικείμενο εκμετάλλευσης από την άκρα Δεξιά με τη σύμπραξη των Δημοκρατών και υπονομεύει ό,τι απομένει από τα κοινωνικά προγράμματα, τη δημόσια εκπαίδευση, τα συνδικάτα και γενικά από τα εναπομείναντα φράγματα στην τυραννία των εταιρειών.
Το ότι η Ουάσιγκτον ήταν επιρρεπής στην εκπλήρωση των θερμών επιθυμιών του Μπιν Λαντεν ήταν εμφανές από την αρχή. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο μου 9/11, το οποίο έγραψα λίγο μετά από την εν λόγω επίθεση, ο καθένας που είχε γνώση της περιοχής θα μπορούσε να διακρίνει ότι “ μια μαζική επίθεση σε μουσουλμανικό πληθυσμό θα αποτελούσε απάντηση στις προσευχές του Μπιν Λάντεν και των συνεργατών του και θα οδηγούσε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους σε μια “διαβολική παγίδα”, όπως ακριβώς το έθεσε ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών”.
Ο Μίχαελ Σλόιερ, ανώτερος αναλυτής της CIA, υπεύθυνος για την παρακολούθηση του Οσάμα Μπιν Λάντεν ήδη από το 1996, έγραψε λίγο μετά ότι ο “Μπιν Λάντεν ήταν ακριβής στο να λέει στην Αμερική τους λόγους για τους οποίους διεξάγει πόλεμο εναντίον μας. Είναι έξω για να αλλάξει δραστικά τις ΗΠΑ και τις Δυτικές πολιτικές απέναντι στον ισλαμικό κόσμο”, και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε: “Οι δυνάμεις και οι πολιτικές των ΗΠΑ ολοκλήρωσαν την ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμικού κόσμου, κάτι που ο Οσάμα Μπιν Λάντεν προσπαθούσε με σημαντική αλλά ελλιπή επιτυχία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ως αποτέλεσμα, νομίζω ότι είναι δίκαιο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παραμένουν ο μόνος απαραίτητος σύμμαχος του Μπιν Λάντεν”. Και, αναμφισβήτητα, αυτό ισχύει ακόμα και μετά το θάνατό του ..
Η πρώτη 11η Σεπτεμβρίου
Υπήρχε εναλλακτική λύση; Το κίνημα της Τζιχάντ, το οποίο ήταν σε μεγάλο βαθμό επικριτικό ως προς τον Μπιν Λάντεν, υπήρχε πιθανότητα να είχε διασπαστεί ή και να υπονομευθεί μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», όπως πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε, θα μπορούσε να προσεγγιστεί ως έγκλημα, αφού οδήγησε σε μια διεθνή επιχείρηση για τη σύλληψη των πιθανών υπόπτων. Αυτό διαφαινόταν ήδη από εκείνη τη χρονική στιγμή, αλλά καμία τέτοια ιδέα δεν ελήφθη καν υπ όψιν.
Στο βιβλίο μου 9-11, αναφέρω το συμπέρασμα του Ρόμπερτ Φισκ ότι το «φρικτό έγκλημα» της 11ης Σεπτεμβρίου τελέστηκε με “κακία και τρομερή σκληρότητα”. Πρόκειται για μία ακριβή κρίση. Ωστόσο, είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι τα εγκλήματα θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο δεινά: Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η επίθεση είχε φτάσει στο βαθμό να συμπεριλαμβάνει το βομβαρδισμό του Λευκού Οίκου, σκοτώνοντας τον πρόεδρο και επιβάλλοντας μία βάναυση στρατιωτική δικτατορία, η οποία θα σκότωνε χιλιάδες και θα βασάνιζε δεκάδες χιλιάδες, ενώ με την ίδρυση ενός διεθνούς κέντρου τρομοκρατίας θα βοηθούσε στο να επιβάλει παρόμοια βασανιστήρια και τρόμο σε άλλες χώρες , διεξάγοντας μια διεθνή εκστρατεία δολοφονίας. Και σαν μια επιπλέον ώθηση, θα έφερνε μια ομάδα οικονομολόγων – ας τους αποκαλέσουμε “τα αγόρια Κανταχάρ” – οι οποίοι θα οδηγούσαν γρήγορα την οικονομία σε μία από τις χειρότερες υφέσεις στην ιστορία της. Αυτό, προφανώς, θα ήταν μία πολύ χειρότερη 11η Σεπτεμβρίου.
Δυστυχώς, δεν είναι ένα πείραμα σκέψης. Αυτό συνέβη. Η μόνη ανακρίβεια σε αυτόν το σύντομο απολογισμό είναι ότι οι αριθμοί θα πρέπει να πολλαπλασιαστούν επί 25 για να ισοφαρίσουν με ένα κατάλληλο μέτρο την κατά κεφαλήν απόδοση. Φυσικά, αναφέρομαι σε αυτό που στη Λατινική Αμερική συνήθως ονομάζεται “η πρώτη 11 Σεπτεμβρίου”: 11 Σεπτεμβρίου του 1973, όταν οι ΗΠΑ κατάφεραν μετά από εντατικές προσπάθειες να ανατρέψουν τη δημοκρατική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή με στρατιωτικό πραξικόπημα, επιβάλλοντας το βάναυσο καθεστώς του στρατηγού Πινοσέτ. Ο στόχος, σύμφωνα με τα λόγια του Νίξον, ήταν να σκοτώσει τον “ιό” που θα μπορούσε να ενθαρρύνει όλους εκείνους “τους ξένους που είναι έξω για να μας συνθλίψουν” να αναλάβουν οι ίδιοι τους πόρους τους και να ακολουθήσουν με άλλους τρόπους μια “απαράδεκτη” πολιτική ανεξάρτητης ανάπτυξης. Στο υπόβαθρο υπήρχε το συμπέρασμα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας πως αν οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη Λατινική Αμερική, δεν θα μπορούσαν να προσδοκούν “να επιτευχθεί μια επιτυχημένη τάξη σε άλλα μέρη του κόσμου”.
Αυτά τα γεγονότα μικρής σημασίας δεν περιορίστηκαν στο στρατιωτικό πραξικόπημα που κατέστρεψε τη Χιλιανή δημοκρατία και έθεσε σε κίνηση την ιστορία φρίκης που ακολούθησε. Η πρώτη εντεκάτη Σεπτέμβρη ήταν απλά μια πράξη σε ένα δράμα το οποίο ξεκίνησε το 1962, όταν ο Τζων Κένεντι επαναπροσδιόρισε τη στρατιωτική αποστολή της Λατινικής Αμερικής από “αμυντική στο ημισφαίριο” – μια αναχρονιστική συνεχεία του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου – σε αποστολή “εσωτερικής ασφάλειας “, μια έννοια με ανατριχιαστική ερμηνεία για τους κυριαρχούμενους από τις ΗΠΑ κύκλους της Λατινικής Αμερικής.
Στην πρόσφατα δημοσιευμένη Ιστορία του Ψυχρού Πολέμου του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, ο λατινοαμερικάνος ακαδημαϊκός Τζων Κόουτσγουορθ γράφει ότι από εκείνη τη στιγμή μέχρι την “κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων, θυμάτων βασανιστηρίων και εκτελέσεων των μη βίαιων πολιτικών αντιφρονούντων στη Λατινική Αμερική υπερέβη κατά πολύ εκείνες στη Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της στην Ανατολική Ευρώπη”, συμπεριλαμβανομένων πολλών θρησκευτικών μαρτύρων και μαζικών σφαγών, οι οποίες πάντα υποστηρίζονταν ή εκκινούνταν από την Ουάσιγκτον. Τελευταία μεγάλη βίαιη πράξη ήταν η βάναυση δολοφονία έξι κορυφαίων διανοούμενων της Λατινικής Αμερικής, Ιησουιτών ιερέων, λίγες μέρες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Οι δράστες ήταν ένα επίλεκτο τάγμα από το Ελ Σαλβαδορ που είχαν ήδη αφήσει συγκλονιστικά ίχνη αίματος, ανανεωμένα από την εκπαίδευση τους στη Σχολή Ειδικού Πολέμου του JFK, που ενεργούσε υπό τις ακριβείς διαταγές του Γενικού Αρχηγείου των ΗΠΑ.
Από τις απαγωγές και τα βασανιστήρια στη δολοφονία
Όλα αυτά, και πολλά άλλα σαν και αυτά, απορρίπτονται ως ήσσονος σημασίας, και έχουν ξεχαστεί. Εκείνοι οι οποίοι έχουν σαν αποστολή να κυβερνήσουν τον κόσμο, απολαμβάνουν μια πιο παρήγορη εικόνα, διαρθρωμένη αρκετά καλά στο τρέχον τεύχος του έγκυρου (και πολύτιμου) περιοδικού του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων του Λονδίνου. Το κύριο άρθρο πραγματεύεται “την οραματισμένη διεθνή τάξη” του “δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα”, η οποία χαρακτηρίζεται από “την καθολίκευση ενός αμερικανικού οράματος εμπορικής ευημερίας”. Υπάρχει δόση αλήθειας σε αυτόν τον συλλογισμό, αλλά δεν διαβιβάζεται αρκετά καλά η εικόνα εκείνων που βρίσκονται από τη λάθος πλευρά του όπλου.
Το ίδιο ισχύει και για τη δολοφονία του Οσάμα μπιν Λάντεν, η οποία τερματίζει τουλάχιστον μια φάση στον “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”, ο οποίος είχε επανακηρυχθεί από τον Πρόεδρο Τζωρτζ Μπους για τη δεύτερη 11η Σεπτεμβρίου. Ας αναπτύξουμε μερικές σκέψεις για το γεγονός καθεαυτό, αλλά και για τη σημασία του.
Την 1η Μαΐου 2011, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν σκοτώθηκε στο σχεδόν απροστάτευτο κρησφύγετό του από την αποστολή 79 επιδρομέων Navy SEALs, οι οποίοι εισήλθαν στο Πακιστάν με ελικόπτερο. Μετά από πολλές μακάβριες ιστορίες που δημοσιεύτηκαν και αποσύρθηκαν από την κυβέρνηση, οι επίσημες εκθέσεις καθιστούν όλο και περισσότερο σαφές ότι η πράξη ήταν μια προγραμματισμένη δολοφονία, με πολλαπλές παραβιάσεις των στοιχειωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου, εκκινώντας από την ίδια την εισβολή.
Φαίνεται ότι δεν έγινε καμία προσπάθεια να συλληφθεί το άοπλο θύμα, όπως πιθανώς θα μπορούσε να είχε γίνει με 79 καταδρομείς που δεν βρίσκουν αντίσταση – με μόνη εξαίρεση, όπως αναφέρεται από το Λευκό οίκο, τη σύζυγο του Μπιν Λαντεν, η οποία πυροβολήθηκε από τους καταδρομείς όντας οι ίδιοι σε αυτοάμυνα, αφού όρμησε εναντίον τους.
Αυτή είναι μία πιθανή αναπαράσταση των γεγονότων από τον βετεράνο ανταποκριτή στη Μέση Ανατολή Γιόχι Ντρέζεν και τους συνεργάτες του στον Ατλαντικό. Ο Ντρέζεν, πρώην στρατιωτικός ανταποκριτής της Wall Street Journal, είναι ανώτερος ανταποκριτής στον Εθνικό ‘Ομιλο Εφημερίδων και καλύπτει στρατιωτικές υποθέσεις για την εθνική ασφάλεια. Σύμφωνα με την έρευνα τους, ο Λευκός Οίκος φαίνεται ότι δεν είχε εξετάσει τη δυνατότητα της εν ζωή σύλληψης του Μπιν Λάντεν: “Η διοίκηση είχε καταστήσει σαφές στη μυστική Κοινή Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων ότι ήθελε τον Μπιν Λάντεν νεκρό, σύμφωνα με τους ανώτατους αξιωματούχους των ΗΠΑ εν γνώση των συζητήσεων. Ένας υψηλόβαθμος στρατιωτικός αξιωματούχος ενημέρωσε για την επίθεση, δηλώνοντας ότι οι SEALs γνώριζαν πως η αποστολή τους ήταν να μη τον συλλάβουν ζωντανό”.
Οι συγγραφείς προσθέτουν: “Για πολλούς το Πεντάγωνο και η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών είχαν περάσει σχεδόν μια δεκαετία κυνηγώντας τον Μπιν Λάντεν- το να τον σκοτώσουν ήταν μία αναγκαία και δικαιολογημένη πράξη εκδίκησης”. Επιπλέον αναφέρεται ότι, “η σύλληψη του Μπιν Λάντεν ζωντανού θα παρουσίαζε επίσης μια σειρά από ενοχλητικές νομικές και πολιτικές προκλήσεις”. Καλύτερα, λοιπόν, να τον δολοφονήσουν, παρατώντας το σώμα του στη θάλασσα, χωρίς την απαιτούμενη μετά από μία δολοφονία αυτοψία – πράξη που προκάλεσε αναμενόμενη οργή και σκεπτικισμό σε ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου.
Όπως αναφέρεται στην εξεταστική έρευνα Atlantic “Η απόφαση να σκοτώσουν τον Μπιν Λάντεν οριστικά αποτέλεσε σαφή ένδειξη για την καταγραφή μιας πολιτικής πτυχής της κυβέρνησης Ομπάμα σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας , η οποία λίγο είχε παρατηρηθεί ως τότε. Η κυβέρνηση Μπους είχε συλλάβει χιλιάδες ύποπτους “εξτρεμιστές” και τους είχε αποστείλει σε στρατόπεδα κράτησης στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Γκουαντάναμο. Η κυβέρνηση Ομπάμα, αντίθετα, έχει επικεντρωθεί στην εξάλειψη των μεμονωμένων τρομοκρατών αντί να προσπαθεί να τους συλλάβει εν ζωή. Αυτή είναι μία σημαντική διαφορά μεταξύ Μπους και Ομπάμα. Οι συγγραφείς παραθέτουν ακόμα απόσπασμα του πρώην καγκελάριου της Δυτικής Γερμανίας Χελμουτ Σμιντ, ο οποίος δήλωσε στη γερμανική τηλεόραση ότι η αμερικανική επιδρομή ήταν “σαφής παραβίαση του διεθνούς δικαίου” και ότι “ο Μπιν Λάντεν θα έπρεπε να έχει τεθεί υπό κράτηση και να περάσει από δίκη”. Σε αντίθεση με τον Σμιντ, o Αμερικανός Γενικός Εισαγγελέας Έρικ Χολντ, υπερασπίστηκε την απόφαση να σκοτώσουν τον Μπιν Λάντεν αν και δεν αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για την ομάδα Navy SEALs, δηλώνοντας μάλιστα σε μια επιτροπή στη Βουλή ότι η επίθεση ήταν “νόμιμη, εύλογη και πρόσφορη από κάθε άποψη.” O Ρομπερτσον επωφελώς μας υπενθυμίζει ότι “δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ήρθε η ώρα να εξετάσουμε την τύχη ανθρώπων πολύ πιο βουτηγμένων στο αίμα από τον Οσάμα Μπιν Λάντεν – τη ναζιστική ηγεσία – η βρετανική κυβέρνηση θέλησε να τους κρεμάσει μέσα σε έξι ώρες από τη σύλληψη τους. Ο Πρόεδρος Τρούμαν αντίτεινε, επικαλούμενος τη σύναψη του δικαστή Ρόμπερτ Τζάκσον, ότι η εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες “δεν θα καθίσει εύκολα στην αμερικανική συνείδηση ούτε θα τη θυμούνται τα παιδιά μας με υπερηφάνεια … Η μόνη δυνατότητα να καθοριστεί η αθωότητα ή η ενοχή του κατηγορουμένου, είναι μετά από ψύχραιμη ακρόαση, όπως την εποχή που θα δύναται να καταγράφονται σε ένα δίσκο οι λόγοι μας και τα σαφή κίνητρα”.
Ο Έρικ Μαργκόλις σχολιάζει ότι η “Ουάσιγκτον δεν έχει δημοσιεύσει τα στοιχεία του ισχυρισμού της για να αποδείξει ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν ήταν πίσω από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου”, προφανώς αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους “οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι το ένα τρίτο των αμερικανικών ερωτηθέντων πιστεύουν πως πίσω από την 11η Σεπτεμβρίου βρίσκεται η κυβέρνηση των ΗΠΑ και / ή το Ισραήλ, ενώ στον μουσουλμανικό κόσμο, ο σκεπτικισμός είναι ακόμη μεγαλύτερος. Συνεχίζει επισημαίνοντας ότι “μια ανοιχτή δίκη στις ΗΠΑ ή στη Χάγη θα έδινε τη δυνατότητα να εκτεθούν αυτοί οι ισχυρισμοί και να βγουν στο φως της μέρας” και αυτός είναι ένας πρακτικός λόγος για τον οποίο η Ουάσινγκτον θα έπρεπε να ακολουθήσει το νόμο.
Σε κοινωνίες που διακηρύσσουν κάποιο σεβασμό απέναντι στη δικαιοσύνη, οι ύποπτοι συλλαμβάνονται και προσάγονται σε δίκαιη δίκη. Τονίζω τη λέξη “ύποπτος”. Τον Ιούνιο του 2002, ο επικεφαλής του FBI Ρόμπερτ Μίλερ, περιέγραφε στα “λεπτομερή δημόσια σχόλιά του σχετικά με την προέλευση των επιθέσεων”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Ουάσιγκτον Ποστ, ότι “οι ερευνητές πιστεύουν πως η ιδέα για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και το Πεντάγωνο προήλθε από τους ηγέτες της Αλ Κάιντα στο Αφγανιστάν, η χάραξη και συγκεκριμενοποίηση του σχεδίου έγινε στη Γερμανία, και η χρηματοδότηση διασφαλίστηκε μέσα από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από πηγές στο Αφγανιστάν”.
Το τι πίστευε και σκεφτόταν το FBI τον Ιούνιο του 2002, δεν ήταν γνωστό οκτώ μήνες νωρίτερα, όταν η Ουάσιγκτον απέρριψε δειλά προσφορές από τους Ταλιμπάν (πόσο σοβαρές ήταν, δεν μάθαμε) για να καταστεί δυνατή η δίκη του Μπιν Λάντεν, εφόσον παρουσιάζονταν αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, δεν είναι αλήθεια, αυτό που ο Πρόεδρος Ομπάμα υποστήριξε στις δηλώσεις του στο Λευκό Οίκο μετά το θάνατο του Μπιν Λάντεν, λέγοντας πως “ μας έγινε πολύ γρήγορα γνωστό ότι οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκαν από την Αλ Κάιντα”.
Δεν έχει υπάρξει ποτέ κανένας λόγος για να αμφιβάλλουμε για ό, τι πίστευε το FBI στα μέσα του 2002, αλλά αυτό εξακολουθεί να είναι διαφορετικό από την απόδειξη της ενοχής που απαιτείται σε πολιτισμένες κοινωνίες – καθώς και το ποια μπορεί να είναι τα στοιχεία, καθότι δεν δικαιολογείται η δολοφονία ενός υπόπτου που θα μπορούσε, απ΄ότι φαίνεται, να έχει εύκολα συλληφθεί και να προσαχθεί σε δίκη. Το ίδιο ισχύει και για τις αποδείξεις που έχουν δημοσιευθεί έκτοτε. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή 11ης Σεπτεμβρίου παρέχει εκτενείς έμμεσες αποδείξεις για το ρόλο του Μπιν Λάντεν στην επίθεση, βασιζόμενη κυρίως σε ομολογίες από κρατουμένους στο Γκουαντάναμο. Είναι αμφίβολο αν αυτές θα μπορούσαν να σταθούν σε ένα ανεξάρτητο δικαστήριο, αν εξετάζονταν οι τρόποι με τους οποίους αποσπάστηκαν οι ομολογίες… Αλλά, εν πάση περιπτώσει, τα συμπεράσματα μιας εξουσιοδοτημένης έρευνας, όσο πειστική και αν τη βρίσκει κανείς, προφανώς υπολείπονται μιας απόφασης ενός αξιόπιστου δικαστηρίου, το οποίο είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει την κατηγορία από ύποπτο σε κατηγορούμενο.
Γίνεται πολύς λόγος για την “ομολογία” του Μπιν Λάντεν, αλλά δεν πρόκειται για ομολογία, αλλά για κομπασμό, τόσο αξιόπιστο όσο αν εγώ ισχυριστώ ότι κέρδισα το μαραθώνιο της Βοστόνης. Αυτό μας λέει πολλά για το χαρακτήρα του, αλλά τίποτα για το αν ήταν υπεύθυνος για αυτό που ο ίδιος θεωρεί μεγάλο επίτευγμα και για το οποίο αναζητά εύσημα .
Και πάλι, όλα αυτά είναι προφανώς, εντελώς ανεξάρτητα από την άποψη του καθενός για την ευθύνη του, η οποία διαφάνηκε σαφώς από την αρχή, πριν καν από την έρευνα του FBI, και εξακολουθεί ακόμα.
Εγκλήματα επιθετικότητας
Αξίζει να προστεθεί ότι η ευθύνη του Μπιν Λάντεν έχει αναγνωριστεί και από ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου, και είχε καταδικαστεί. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι ο διακεκριμένος κληρικός του Λιβάνου Σειχ Φαντλαλαχ, πολύ σεβαστός από τη Χεζμπολάχ και από ομάδες Σιίτων γενικότερα, έξω από το Λίβανο. Ο ίδιος είχε κάποια εμπειρία με τις δολοφονίες, αφού είχε αποτελέσει στόχο δολοφονίας από μια βόμβα έξω από ένα τζαμί, σε μια οργανωμένη επιχείρηση της CIA το 1985. Αν και ο ίδιος γλίτωσε, 80 άλλοι έχασαν τη ζωή τους, ως επί το πλείστον γυναίκες και κορίτσια που έφευγαν από το τζαμί – ένα από αυτά τα αναρίθμητα εγκλήματα που δεν εισέρχονται εσφαλμένα στα χρονικά της τρομοκρατίας. Ο Σέιχ Φαντλαλάχ καταδίκασε έντονα τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ένας από τους κορυφαίους ειδικούς για το κίνημα της Τζιχάντ, ο Φαβάζ Γκεργκές , αποδεικνύει ότι το κίνημα θα μπορούσε να είχε διασπαστεί εκείνη την εποχή, αν οι ΗΠΑ είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και δεν το είχαν ενθαρρύνει, ιδιαίτερα μέσα από την επίθεση στο Ιράκ, η οποία λειτούργησε προς όφελος του Μπιν Λάντεν και οδήγησε σε απότομη αύξηση του τρόμου, όπως είχαν προβλέψει και οι μυστικές υπηρεσίες. Στις ακροάσεις στο Chilcot όπου διερευνήθηκε το ιστορικό της εισβολής στο Ιράκ, ο πρώην επικεφαλής της εγχώριας υπηρεσίας πληροφοριών της Βρετανίας MI5 κατέθεσε ότι και οι δύο μυστικές υπηρεσίες, βρετανική και αμερικάνικη, γνώριζαν ότι ο Σαντάμ δεν δημιουργεί κανένα σοβαρό κίνδυνο, καθώς η εισβολή ήταν πιθανό να αυξήσει την τρομοκρατία, μιας και οι εισβολές σε Ιράκ και Αφγανιστάν είχαν ριζοσπαστικοποιήσει εν μέρει μια γενιά μουσουλμάνων που εξέλαβαν τις στρατιωτικές ενέργειες ως “επίθεση κατά του Ισλάμ”. Όπως συμβαίνει συχνά, η ασφάλεια δεν αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για την κρατική δράση.
Είναι εποικοδομητικό να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η αντίδραση αν ιρακινοί κομάντος είχαν προσγειωθεί στον Τζωρτζ Μπους, τον είχαν δολοφονήσει και το σώμα του είχε αποτελέσει αντικείμενο απόθεσης στον Ατλαντικό (μετά από το κατάλληλο τελετουργικό της ταφής, φυσικά). Καθόλου αμφιλεγόμενα, δεν θα ήταν ένας “ύποπτος”, αλλά ο “αποφασίζων”, αυτός που έδωσε τις εντολές για την εισβολή στο Ιράκ – για να διαπράξει δηλαδή το “υπέρτατο διεθνές έγκλημα του πολέμου, το οποίο διαφέρει μόνο από τα άλλα εγκλήματα στο ότι περιέχει μέσα του συσσωρευμένο το κακό στο σύνολό του”, για το οποίο ναζί εγκληματίες απαγχονίστηκαν: τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, εκατομμύρια πρόσφυγες, την καταστροφή μεγάλου μέρους της χώρας και της εθνικής κληρονομιάς της, και τη δολοφονική θρησκευτική διαμάχη που πλέον έχει εξαπλωθεί στο υπόλοιπο της περιοχής. Εξίσου αδιαμφισβήτητα μπορεί να διατυπωθεί, ότι τα εγκλήματα αυτά υπερβαίνουν κατά πολύ οτιδήποτε για το οποίο κατηγορήθηκε ο Μπιν Λάντεν.
Το να πούμε ότι όλα αυτά είναι αδιαμφισβήτητα- όπως και ισχύει – δεν συνεπάγεται ότι δεν αμφισβητούνται. Η ύπαρξη υποστηρικτών της επίπεδης γης, δεν αλλάζει το γεγονός ότι, η γη δεν είναι επίπεδη. Ομοίως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Στάλιν και ο Χίτλερ ήταν υπεύθυνοι για αποτρόπαια εγκλήματα, αν και κάποιοι νομιμόφρονες το αρνούνται. Όλα αυτά πάλι θα πρέπει να θεωρούνται ως πολύ προφανή για σχολιασμό, και έτσι θα είναι, εκτός αν επικρατεί μια ατμόσφαιρα υστερίας τόσο ακραίας, που να εμποδίζει την ορθολογική σκέψη.
Ομοίως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Μπους και οι συνεργάτες διέπραξαν το “υπέρτατο διεθνές έγκλημα” – το έγκλημα της επίθεσης. Με βάση τον ορισμό που δόθηκε με σαφήνεια από τον δικαστή Ρόμπερτ Τζάκσον, ο οποίος ήταν Διευθύνων Σύμβουλος για τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Νυρεμβέργη. Ως “εισβολέας”, όπως πρότεινε ο Τζάκσον στο δικαστήριο κατά την εναρκτήρια δήλωσή του, μπορεί να χαρακτηρισθεί ένα κράτος που διαπράττει πρώτο ενέργειες όπως “εισβολή των ενόπλων δυνάμεών του, με ή χωρίς κήρυξη πολέμου, στο έδαφος ενός άλλου κράτος ..”. Κανείς, ακόμη και οι πιο ακραίοι υποστηρικτές της επίθεσης, δεν αρνούνται ότι ο Μπους και οι συνεργάτες του έκαναν ακριβώς αυτό. Θα μπορούσαμε επίσης να υπενθυμίσουμε τα εύγλωττα λόγια του Τζάκσον στη δίκη της Νυρεμβέργης σχετικά με την αρχή της οικουμενικότητας: “Αν ορισμένες πράξεις κατά παράβαση των συνθηκών είναι εγκλήματα, είναι εγκλήματα ασχέτως αν τα διαπράττουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή αν τα διαπράττει η Γερμανία και δεν είμαστε διατεθειμένοι να θεσπίζουμε τον κανόνα της εγκληματικής συμπεριφοράς σε βάρος άλλων, χωρίς να είμαστε πρόθυμοι να τον επικαλεσθούν εναντίον μας”.
Είναι επίσης σαφές όπως συμπλήρωσε, ότι οι προθέσεις δεν έχουν σημασία, ακόμη και αν είναι πραγματικά πιστευτές. Εσωτερικά αρχεία αποκαλύπτουν ότι οι Ιάπωνες φασίστες προφανώς θεωρούσαν ότι διαλύοντας την Κίνα αγωνίζονταν για να τη μετατρέψουν σε έναν “επίγειο παράδεισο”. Αν και είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, είναι κατανοητό ότι ο Μπους και η παρέα του μπορεί όντως να πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν την προστασία του κόσμου από την καταστροφή από τα πυρηνικά όπλα του Σαντάμ. Όλα αυτά είναι άσχετα, αν και ένθερμοι νομιμόφρονες από όλες τις πλευρές μπορεί να προσπαθήσουν να πείσουν τον εαυτό τους για το αντίθετο.
Μας μένουν δύο επιλογές: είτε ο Μπους και οι συνεργάτες του είναι ένοχοι για το “υπέρτατο διεθνές έγκλημα” και όλα τα κακά που το συνοδεύουν, ή αλλιώς δηλώνουμε ότι η διαδικασία της Νυρεμβέργης ήταν μια φάρσα και ότι οι σύμμαχοι ήταν ένοχοι μιας δικαστικής δολοφονίας.
Η αυτοκρατορική νοοτροπία και η 11η Σεπτεμβρίου
Λίγες μέρες πριν την δολοφονία του Μπιν Λάντεν, ο Ορλάντο Μπος πέθανε ειρηνικά στη Φλόριντα, όπου διέμενε μαζί με το συνεργό του, Λουίς Ποσάδα Καρίλες και πολλούς άλλους συνεργάτες του στην διεθνή τρομοκρατία. Αφού κατηγορήθηκε για δεκάδες τρομοκρατικά εγκλήματα από το FBI, του χορηγήθηκε προεδρική χάρη από τον Μπους παρά τις αντιρρήσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που εξήγαγαν το συμπέρασμα πως “αναπόφευκτα θα ήταν επιζήμιο για το δημόσιο συμφέρον και για τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρέχουν ένα ασφαλές καταφύγιο για τον Μπος”. Η σύμπτωση των θανάτων αυτών με τη μία φέρνει στο νου το δόγμα Μπους ΙΙ, “το οποίο ήδη εκ των πραγμάτων αποτελεί κανόνα των διεθνών σχέσεων”, σύμφωνα με τον ειδικό διεθνών σχέσεων του Χάρβαρντ Γκράχαμ Άλισον– ο οποίος το αποκαλεί “η κυριαρχία των κρατών που παρέχουν καταφύγιο σε τρομοκράτες”. Ο Άλισον αναφέρεται στη δήλωση του Μπους ΙΙ, ο οποίος απευθυνόμενος στους Ταλιμπάν, διακύρηττε ότι “όσοι προστατεύουν τρομοκράτες είναι τόσο ένοχοι όσο οι ίδιοι οι τρομοκράτες”. Τέτοια κράτη έχουν για αυτόν το λόγο χάσει την κυριαρχία τους και αποτελούν κατάλληλο στόχο για βομβαρδισμούς. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα ήταν το κράτος που έτρεφε τον Μπος και τους συνεργάτες του. Όταν ο Μπους εξέδωσε αυτό τον καινούριο “de facto κανόνα των διεθνών σχέσεων”, κανείς δεν φάνηκε να παρατηρεί ότι σήμαινε μία έκκληση για την εισβολή και την καταστροφή των ΗΠΑ και τη δολοφονία του κατηγορούμενου προέδρου της.
Τίποτα από αυτά δεν είναι προβληματικό, αν φυσικά απορρίψουμε την αρχή της καθολικότητας του Τζάκσον, και αν ανταυτής θεωρήσουμε ότι οι ΗΠΑ έχουν αυτο-εμβολιαστεί κατά του διεθνούς δικαίου και των συμβάσεων του- όπως, στην πραγματικότητα, έχει συχνά καταστήσει σαφές η κυβέρνηση.
Αξίζει επίσης να αναλογιστούμε το όνομα που δόθηκε στη δολοφονία του Μπιν Λάντεν: Επιχείρηση Τζερόνιμο. Η αυτοκρατορική νοοτροπία είναι τόσο βαθιά που λίγο φαίνεται να είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι ο Λευκός Οίκος δοξάζει τον Μπιν Λάντεν, καλώντας τον “Τζερόνιμο” – όπως ονομαζόταν ο επικεφαλής των Απάτσι, ο οποίος ήταν αρχηγός της γενναίας αντίστασης απέναντι στους εισβολείς. Η περιστασιακή επιλογή του ονόματος θυμίζει την ευκολία με την οποία ονομάζουμε φονικά όπλα μας μετά από τα θύματα των εγκλημάτων μας: Απάτσι, Μπλακ Χοκ … Θα μπορούσαμε να είχαμε διαφορετικές αντιδράσεις αν εάν η Luftwaffe είχε ονοματίσει μαχητικά αεροσκάφη της ως “Εβραίος” και “Τσιγγάνος”.
Το παραδείγματα που αναφέρθηκαν εμπίπτουν στην κατηγορία της “αμερικανικής εξαίρεσης”, αν δεν αποτελούσε γεγονός ότι η εύκολη απόκρυψη των δικών τους εγκλημάτων είναι πανταχού παρούσα μεταξύ των ισχυρών κρατών, τουλάχιστον εκείνων που δεν ηττήθηκαν και δεν αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα.
Ίσως η δολοφονία έγινε αντιληπτή από τη διοίκηση ως «πράξη εκδίκησης», καταλήγει ο Ρόμπερτσον. Και ίσως η απόρριψη της νόμιμης επιλογής μιας δίκης αντικατοπτρίζει τη διαφορά ανάμεσα στην ηθική κουλτούρα του 1945 και το σήμερα, όπως ο ίδιος υπογραμμίζει. Ανεξάρτητα από το ποιο ήταν το κίνητρο, η πράξη δεν θα μπορούσε να παρέχει ασφάλεια. Όπως και στην περίπτωση του “διεθνούς υπέρτατου εγκλήματος” στο Ιράκ, η δολοφονία του Μπιν Λάντεν είναι ένα ακόμη παράδειγμα ενός σημαντικού γεγονότος: η ασφάλεια δεν είναι συχνά μια υψηλή προτεραιότητα για την κρατική δράση, σε αντίθεση με το δόγμα που ελήφθη.
Πηγές-http://www.koutipandoras.gr-http://english.aljazeera.net
Μετάφραση: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου-http://ilesxi.wordpress.com


Δεν υπάρχουν σχόλια: