ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ: Η ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΛΛΑΓΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ
Συνηθίζεται σε δύσκολες περιόδους η πολιτική σύγκρουση να περιορίζεται εκ μέρους της κυβέρνησης και των συμμάχων της στο ερώτημα προς την αντιπολίτευση: «Τι προτείνετε;» και στη μομφή: «Δεν έχετε προτάσεις!» Ερώτημα και μομφή περιέχουν ένα είδος τραμπουκισμού, εννοούν δηλαδή ότι είτε οι προτάσεις σου θα κινηθούν στο γενικό πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής είτε θα τις καταγγείλουν ως ανεδαφικές. Μάλιστα, ερώτημα και μομφή στρέφονται προπάντων προς την αριστερά, επειδή αυτηνής οι προτάσεις συνήθως ξεφεύγουν από την πεπατημένη και τη συναίνεση των αστικών κομμάτων.
Στην πραγματικότητα, τα αστικά κόμματα ίσαμε τώρα δεν έχουν διατυπώσει καμία συνεκτική πρόταση για την τρέχουσα κρίση στην Ελλάδα. Η πρόταση της κυβέρνησης, δηλαδή η κυβερνητική πολιτική, βασίζεται στα σκονάκια που της δίνουν οι εκπρόσωποι της τρόικας και στην αγχώδη προσπάθεια να εξαιρεθεί από τη συζήτηση το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί αυτή η πολιτική? αδιέξοδο που γίνεται εμφανές από τις διαρκείς επιμέρους αποτυχίες: στα δημόσια έσοδα, στο ύψος του ελλείμματος, στο επιτόκιο που ζητούν οι διεθνείς κερδοσκόποι για τα ελληνικά ομόλογα, στην ανεργία. Η αξιωματική αντιπολίτευση από τη μεριά της επιμένει στην πολιτική που οδήγησε στην κρίση, δηλαδή στη συρρίκνωση του Δημοσίου. Η ακροδεξιά ασθμαίνει με τακτικισμούς μεταξύ των δύο.
Το αριστερό κέρας
του εκσυγχρονισμού
Μια ιδιαίτερη παραλλαγή είναι οι απόψεις που εκφράζει εκείνο το τμήμα της αριστεράς που γοητεύτηκε στο παρελθόν από το λεγόμενο «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ» της περιόδου Σημίτη και πρόσφατα συγκρότησε τη «Δημοκρατική Αριστερά». Πρόκειται για μια στάση που αποδέχεται ως δεδομένο το πλαίσιο τη πολιτικής που εφαρμόζεται και μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκφράζει διάφορες, ας πούμε, φιλολαϊκότερες αποκλίσεις: το «αριστερό κέρας του εκσυγχρονιστικού τόξου» είχε αποκαλέσει αυτή τη στάση παλιότερα ο Γιάννης Βούλγαρης – εκ των θεωρητικών αυτού του ρεύματος. Στη σημερινή φάση είναι χαρακτηριστική η ανακοίνωση της ΔΗΑΡΙ που χαρακτηρίζει «κόκκινη γραμμή» την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων – δηλαδή όσα προηγήθηκαν είναι αποδεκτά; Επίσης είναι χαρακτηριστική, στο πολυσυζητημένο άρθρο του Φώτη Κουβέλη στα «Επίκαιρα», η αποδοχή εκ μέρους του προέδρου της ΔΗΑΡΙ της πρότασης Παπανδρέου για συζήτηση, χωρίς ταυτόχρονα να απορρίπτει την πολιτική της κυβέρνησης, παρά μόνο πλευρές της, όπως π.χ. αορίστως κάποιες «ασφυκτικές ρυθμίσεις» ή «ρυθμίσεις που επιβάλλονται πέρα και από τις δεσμεύσεις του Μνημονίου». Εξίσου χαρακτηριστική είναι η επιμονή της ΔΗΑΡΙ στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ως πανάκειας για τα δημόσια έσοδα, χωρίς να θίγει το ζήτημα της φορολογική ασυλίας των μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών με τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Αυτή η πολιτική βρήκε την πιο αυθεντική της έκφραση με τη υποστήριξη κυβερνητικών υποψηφίων στις τελευταίες εκλογές.
Η ανατροπή
της αστικής εξουσίας
Η αριστερά αντικρούει την κυβερνητική πολιτική με δύο διαφορετικές προτάσεις, τις οποίες προβάλλουν τα κύρια ρεύματά της. Αυτές οι προτάσεις διαφέρουν μεν ουσιωδώς μεταξύ τους, έχουν όμως και ένα σημαντικό κοινό στοιχείο που, κατά τη γνώμη μου, κάνει δυνατή τη σύγκλιση και τη σύμπραξη? άλλα είναι εκείνα που την εμποδίζουν. Το ΚΚΕ, όπως φαίνεται από κείμενα, ομιλίες και προτάσεις μέσα κι έξω από τη Βουλή, προβάλλει τον προγραμματικό σκοπό της αριστεράς: ανατροπή της αστικής εξουσίας με τα επακόλουθα, δηλαδή την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τον σχεδιασμό της οικονομίας. Το μειονέκτημα αυτής της πρότασης είναι ο αφηρημένος της χαρακτήρας. Δεν περιέχει δηλαδή τον τρόπο της πραγματοποίησης, αφενός, και, αφετέρου, καθώς είναι απόλυτη, αποκλείει τη συμπόρευση με κοινωνικά στρώματα και ιδεολογικά ρεύματα που έχουν διαφορετικό προσανατολισμό, αν και διαφωνούν με την κυβερνητική πολιτική ή πλήττονται από αυτήν. Επιπλέον, η ρομαντική προσκόλληση του ΚΚΕ στο παρελθόν του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που τον κατάπιε η ιστορία, βοηθά τους κρατούντες να ισχυρίζονται ότι όσοι διαφωνούν από τα αριστερά με την πολιτική τους, θέλουν να επιστρέψουν στα αντιδημοκρατικά καθεστώτα εκείνης της εποχής.
Και ο δρόμος
που οδηγεί σ’ αυτή
Από τη μεριά του ο ΣΥΡΙΖΑ, πάλι όπως φαίνεται από την εξωκοινοβουλευτική και την κοινοβουλευτική του δράση, προβάλλει προτάσεις που συνδέονται περισσότερο με την εμπειρία των ανθρώπων, ακόμα και με όσα τα αστικά κόμματα λένε για κοινωνική δικαιοσύνη και βοηθούν να αποκαλύπτεται η προπαγάνδα τύπου και αστικών κομμάτων ως υποκριτική.
Ας πούμε, η αξίωση να υπάρξει επαχθής φορολογία του πλούτου, προκειμένου να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, απαντά στην αγωνία του μικροκαταναλωτή που τον βαραίνουν οι έμμεσοι φόροι και του μικροεπαγγελματία που αναρωτιέται «τι να πληρώσω, τον ΦΠΑ ή τη ΔΕΗ;» Και είναι μια, εκ πρώτης όψεως, «συστημική», κατά την έκφραση του συρμού, αξίωση: το άρθρο 5 του Συντάγματος θέτει ως ανώτατο όριο της φορολογίας τα «κοινά βάρη» και ως μοναδικό περιορισμό τη φορολογική δικαιοσύνη.
Η απαίτηση να πάψουν οι τράπεζες να είναι ιδιωτικές συνδέεται με την εμπειρία όσων δεν μπορούν να πληρώσουν τις δόσεις του στεγαστικού τους δανείου ή ως επαγγελματίες δεν βρίσκουν δάνεια για να κινηθούν, αλλά και τη γνώση ότι οι κερδοσκοπικές τράπεζες οδηγούν με τα ληστρικά τους επιτόκια τη μία χώρα μετά την άλλη στο ΔΝΤ και στις τρόικες. Κι αυτή εκ πρώτης όψεως «συστημική» αξίωση, αφού η καπιταλιστική Ευρώπη έχει μακρά ιστορία κρατικών τραπεζών – ακόμα σήμερα οι οικονομικά πιο εύρωστες χώρες της Ε.Ε. έχουν ισχυρό δημόσιο τραπεζικό τομέα.
Μαζί με αυτά τα δύο, την αύξηση των δημόσιων εσόδων με επαχθή φορολογία του πλούτου και την κρατική ιδιοκτησία των τραπεζών ή έστω την επανίδρυση ισχυρών δημόσιων τραπεζών που θα δεσπόζουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποκτούν νόημα οι προτάσεις για πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, ενίσχυσης των μικρών επιχειρήσεων και των επαγγελματιών, αλλά και αναδιαπραγμάτευσης του χρέους. Γιατί δημόσιες επενδύσεις χωρίς πόρους δεν γίνονται ούτε μπορούν να υπηρετήσουν ένα σχέδιο παραγωγικής ανόρθωσης χωρίς δημόσιο τραπεζικό σύστημα που θα υποστηρίζει και δεν θα υπονομεύει, για ιδιοτελείς κερδοσκοπικούς λόγους, την κρατική αναπτυξιακή πολιτική – π.χ. της ανάπλασης των πόλεων. Επίσης, χωρίς έσοδα η όποια αναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους θα είναι επαιτεία –κι εκεί καθορίζει ο δότης τους όρους και όχι ο επαίτης. Επίσης μέσα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί το αίτημα για θέσεις εργασίας πλήρους και σταθερής απασχόλησης να έχει και οικονομικό νόημα, εκτός από το αυτονόητο -για μας, όμως, μόνο- νόημα της υπεράσπισης των δικών μας ανθρώπων.
Υπάρχει πρόγραμμα
εξόδου από την κρίση
Αυτά είναι ένα μέρος των προτάσεων που έχει διατυπώσει και προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι συνδικαλιστές του, οι εκλεγμένοι άνθρωποί του σε δημόσια αξιώματα. Και όλες μαζί αυτές οι προτάσεις αποτελούν ένα συνεκτικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση. Πρόγραμμα όμως που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση. Γιατί η εφαρμογή του προϋποθέτει τη συνολική ρήξη με την κυβερνητική πολιτική και πολύ μεγάλη αλλαγή των συσχετισμών στην ελληνική κοινωνία. Στροφή 180 μοιρών! Κι αυτό ανατρέπει τον «συστημικό» του χαρακτήρα.
Οποιαδήποτε αλλαγή πολιτικής όμως έχει για προϋπόθεση να αποδειχτεί ότι η προηγούμενη πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Όχι απλώς ότι δεν μπορεί να πετύχει τους προβαλλόμενους στόχους, γιατί αυτοί οι στόχοι συχνά είναι ψευδείς – π.χ. οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και στις αμοιβές του ιδιωτικού τομέα, όπως και η μείωση της φορολογίας των κερδών δεν έχουν σχέση με τη δημοσιονομική εξυγίανση, αντίθετα την υπονομεύουν. Προϋπόθεση είναι να απορρίπτεται η κυβερνητική πολιτική από τον κόσμο τόσο κατηγορηματικά και με τέτοια ένταση ώστε οι κυβερνώντες να μην μπορούν πια να την εφαρμόσουν. Προϋπόθεση με άλλα λόγια για να γίνουν άλλες προτάσεις, π.χ. σαν του ΣΥΡΙΖΑ, ρεαλιστικές και συζητήσιμες, είναι να μην μπορεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει την πολιτική του Μνημονίου. Τότε όλοι θα αρχίσουν να αναζητούν άλλες λύσεις. Ακριβώς αυτό το σημείο έχουν κοινό οι δύο διαφορετικές προτάσεις της αριστεράς. Και σε αυτό το σημείο θα μπορούσαν με αίσθημα ευθύνης να συγκλίνουν.
Πηγή :www.epohi.gr-Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου