Δημοσιονομικές χρεοκοπίες, πολιτικές κρίσεις, εργατικές εξεγέρσεις
Ένα νέο στάδιο της καπιταλιστικής χρεοκοπίας
Η αποτυχία των κρατικών σχεδίων διάσωσης
1. Η διεθνής καπιταλιστική χρεοκοπία έχει μπει, σαφώς, σε μια φάση πολύ πιο εκρηκτική από εκείνη του Σεπτεμβρίου 2008, όταν η χρεοκοπία της Λήμαν Μπράδερς απείλησε να προκαλέσει την κατάρρευση όλης της παγκόσμιας οικονομίας. Η γιγάντια επιχείρηση διάσωσης του τραπεζιτικού συστήματος που ακολούθησε εκείνη την χρεοκοπία οδήγησε σε μια δημοσιονομική κρίση χωρίς προηγούμενο και σε μια επικείμενη κατάσταση παύσης πληρωμών πολλών κρατών. Ξεσκεπάστηκαν έτσι οι αγιάτρευτοι περιορισμοί της επέμβασης του κράτους για την διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας από την καπιταλιστική χρεοκοπία και την ανασυγκρότηση εκείνων ακριβώς των βάσεων που προκάλεσαν την έκρηξη.
Η τεράστια έκδοση χρήματος από την μεριά των κεντρικών τραπεζών για αν στηρίξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξυπηρέτησε την «επιμήκυνση»[της πληρωμής των χρεών], δηλαδή την χρηματοδότηση μια νέα κερδοσκοπικής διαδικασίας. Με σχεδόν μηδενικά τα επίσημα επιτόκια, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στράφηκαν στα χρηματιστήρια, τις πρώτες ύλες, και την αγορά δημοσίων τίτλων, για να φουσκώσουν τους επιδεινωμένους ισολογισμούς τους με κερδοσκοπικά κέρδη. Το δημοσιονομικό σύστημα υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μια νέα υπερχρέωση για να απορροφήσει την ρευστότητα που παρέχονταν από τα σχέδια διάσωσης. Τα λεγόμενα «προγράμματα τόνωσης» του κράτους για την εξουδετέρωση της ύφεσης χρηματοδοτήθηκαν μέσω αυτού του κερδοσκοπικού μηχανισμού. Το δημόσιο χρέος των ΕΠΑ π.χ. πέρασε από το 40% στο 1000% του ΑΕΠ και στην Ισπανία από το 30% στο 80%. Οι τράπεζες, αντί να «καθαρίσουν» τα αποθέματά τους από «τοξικούς τίτλους», ειδικά από τα ενυπόθηκα δάνεια σε μια αγορά που συνεχίζει να πέφτει, ενσωμάτωσαν και νέους τίτλους με παρόμοια χαρακτηριστικά- αυτή την φορά με δημόσια ομόλογα. Η δημοσιονομική αδυναμία αποπληρωμής (insolvency) είναι προϊόν αυτής της παρασιτικής χρηματοδότησης κι όχι το ανάποδο, αλλιώς αυτή η χρηματοδότηση θα ήτανε μια επιχείρηση διάσωσης κρατών υπό χρεοκοπία. Αρκεί σαν απόδειξη γι’ αυτό, να δει κανείς το τεράστιο φορτίο απωλειών που προκλήθηκε στις περιφέρειες της Ιταλίας και στις αμερικανικές Πολιτείες ή τα γερμανικά κρατίδια, που φορτώσανε τους προϋπολογισμούς τους με συμβόλαια χρηματοπιστωτικών παραγώγων.
Η δημοσιονομική χρεοκοπία συγχωνεύτηκε με μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση: αυξήθηκε ο όγκος των «τοξικών τίτλων» στην κατοχή των τραπεζών κι η χρηματοδότηση βραχυπρόθεσμων χρεών με μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πληρωμές. Τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνιστούν αναγνώριση της χρεοκοπίας. Παρόλα αυτά, οι δημοσιονομικές περικοπές που στοχεύουν στη διάλυση των δικαιωμάτων που κατάκτησαν οι εργαζόμενοι δεν αφορούν τις δαπάνες που θεωρούνται «εθνικού συμφέροντος», όπως είναι οι στρατιωτικές δαπάνες που αυξήθηκαν παραπέρα.
Οι κεντρικές τράπεζες μπήκανε σε ένα νέο γύρο έκδοσης χρήματος για να σώσουν ξανά τις τράπεζες, αυτή την φορά να τις σώσουν από την δημοσιονομική αδυναμία αποπληρωμής χρεών. Αυτό συμβαίνει με την αγορά δημοσίου χρέους που βρίσκεται στην κατοχή των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ ανέλαβαν την δέσμευση να συγκεντρώσουν 900 δις. ευρώ για να εμποδίσουν να κηρυχτεί χρεοστάσιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένα σύνολο από χώρες που βρίσκονται οι ίδιες σε κατάσταση χρεοστασίου, εν ενεργεία ή εν δυνάμει, ισχυρίζονται ότι θα διασώσουν άλλες που βρίσκονται σε πιο επείγουσα κατάσταση. Η αντίφαση που περιβάλλει αυτό το εγχείρημα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μια συνεισφορά πραγματική σε ένα ταμείο διάσωσης αλλά για μια διακήρυξη εγγύησης για την περίπτωση που λάβει πράγματι χώρα μια παύση πληρωμών. Τελικά, όλες οι χώρες συνεχίζουν να χρεώνονται με ολοένα υψηλότερα επιτόκια., χρηματοδοτούμενες με χρήμα που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες. Στην τραπεζιτική χρεοκοπία προστίθεται η δημοσιονομική χρεοκοπία. Αντί να εξαλειφθεί ή να περιοριστεί, η κερδοσκοπική «πυραμίδα» της υπερχρέωσης των τραπεζών και των κρατών μεγαλώνει διαρκώς.
Η κρατική παρέμβαση αντί να εξουδετερώσει ή να αντιρροπήσει την καπιταλιστική χρεοκοπία, της έδωσε νέα ώθηση. Είναι αυτή η κρατική παρέμβαση που χαιρετίστηκε από την αστική αριστερά σαν μια αντίδραση στο «νεοφιλελεύθερο» καθεστώς ή σαν μια κρατική άρνηση της αγοράς. Αναμφίβολα, η παρέμβαση του κράτους δεν ήταν ενάντια στην αγορά αλλά υπέρ της στήριξής της ΄ δεν παρενέβη σαν μια δύναμη που βρίσκεται έξω από το κεφάλαιο αλλά σαν γρανάζι της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αντί να εξαναγκάσει το κεφάλαιο να δεχτεί μια περικοπή των διαθέσιμών του που υπερτιμούνταν πλασματικά, εφαρμόζει αυτές τις περικοπές στους εκμεταλλευόμενους για αν διασώσει το κεφάλαιο που φούσκωσε πλασματικά με την κερδοσκοπία. Αντί να εξαλείψει το πλεονάζον κεφάλαιο και να αποκαταστήσει τις αναλογίες μεταξύ του συσσωρευμένου κεφαλαίου από την μια και την καταναλωτική ικανότητα από την άλλη, αυξάνει την δυσαναλογία μεταξύ τους, μέσω της τόνωσης των νέων επενδυτικών δαπανών. Επέτρεψε στις τράπεζες να προσμετρούν τα ακάλυπτα διαθέσιμά τους στις τιμές με τις οποίες τα απέκτησαν κι όχι με τις υποτιμημένες στην αγορά τιμές τους, διατηρώντας μια πλειάδα από «τράπεζες ζόμπι» που συντηρούνται με δημόσια έξοδα και εκτύπωση χρήματος, έχοντας μπλοκάρει τον καπιταλιστικό μηχανισμό του χρεοστασίου και της χρεοκοπίας των κρατών.
Πρόκειται για την σκόπιμη προσπάθεια στήριξης του «νεοφιλελεύθερου» συστήματος που ταυτόχρονα αρνείται τις βασικές αρχές του καπιταλισμού και του «νεοφιλελευθερισμού». Λειτουργώντας, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο, παρεμποδίζεται η αναδημιουργία της πίστωσης και μια καπιταλιστική διέξοδος από την κρίση. Αποκλείοντας το κρατικό χρεοστάσιο, δημιουργούνται «κράτη ζόμπι» που ποδηγετούνται σαν προτεκτοράτα από άλλα κράτη.
Διαχωρίζοντας την δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, σαν να μην ήτανε οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, συσκοτίζοντας έτσι τους αξεδιάλυτους δεσμούς ανάμεσά τους στον μηχανισμό της συσσώρευσης του κεφαλαίου, η αριστερά που παριστάνει την μαρξιστική κάνει λαθρεμπόριο ενός κεϋνσιανισμού, ο οποίος έχει εντελώς διαψευστεί από την ανάπτυξη της ίδιας της κρίσης. Ο κεϋνσιανισμός, αναμφίβολα, δεν ισχυρίζεται ότι μπορεί να εμποδίσει την εμφάνιση μιας χρηματοπιστωτικής χρεοκοπίας ή να προσφέρει μια «ανορθόδοξη» διέξοδο από αυτήν την κρίση αλλά μόνο προτείνει μια υπέρβαση της οικονομικής ύφεσης που προκαλείται από αυτήν την χρεοκοπία, όταν αυτή η χρεοκοπία ολοκληρωθεί. Η καπιταλιστική χρεοκοπία, όμως, δεν μπορεί να ξεπεραστεί , μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια, χωρίς μια εκκαθάριση του πλεονάζοντος κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες. Το καπιταλιστικό κράτος έχει την δυνατότητα να προχωρήσει σ’ αυτήν την εκκαθάριση, μέσα από εθνικοποιήσεις που επιβάλλουν μια περικοπή του πλεονάζοντος κεφαλαίου κι επιτρέπουν μια μερική αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, με την βοήθεια επίσης ενός μερικού σχεδιασμού. Η εναλλακτική, όμως, αυτή η λύση προϋποθέτει ότι το κράτος υψώνεται κατ’ εξαίρεση πάνω από τις τάξεις κι ανυψώνει και την καπιταλιστική κρίση στο πολιτικό επίπεδο: από την μία μεριά, παρεμβαίνει στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε καπιταλιστές και στην πάλη ανάμεσα σε αντίπαλα κράτη κι από την άλλη μεριά προκαλεί μια μερική κινητοποίηση των μαζών και μια παρόξυνση της ταξικής πάλης.( Η θυγατέρα του φασιστοειδή Λεπέν έφτασε να προτείνει μια συμμαχία της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας ενάντια στις Ενωμένες Πολιτείες).
Μέσα από τον ένα ή τον άλλο δρόμο, η καπιταλιστική κρίση, ειδικά όταν αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις, θέτει στην ημερήσια διάταξη την δημιουργία επαναστατικών καταστάσεων. Το πώς προσδιορίζει κανείς τον χαρακτήρα της παγκόσμιας καπιταλιστικής χρεοκοπίας έχει μετατραπεί, λόγω της στρατηγικής φύσης του ζητήματος, η θεμελιακή γραμμή πολιτικής οριοθέτησης μέσα στο στρατόπεδο της εργατικής τάξης και της αριστεράς.
Η τεράστια έκδοση χρήματος από την μεριά των κεντρικών τραπεζών για αν στηρίξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξυπηρέτησε την «επιμήκυνση»[της πληρωμής των χρεών], δηλαδή την χρηματοδότηση μια νέα κερδοσκοπικής διαδικασίας. Με σχεδόν μηδενικά τα επίσημα επιτόκια, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στράφηκαν στα χρηματιστήρια, τις πρώτες ύλες, και την αγορά δημοσίων τίτλων, για να φουσκώσουν τους επιδεινωμένους ισολογισμούς τους με κερδοσκοπικά κέρδη. Το δημοσιονομικό σύστημα υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μια νέα υπερχρέωση για να απορροφήσει την ρευστότητα που παρέχονταν από τα σχέδια διάσωσης. Τα λεγόμενα «προγράμματα τόνωσης» του κράτους για την εξουδετέρωση της ύφεσης χρηματοδοτήθηκαν μέσω αυτού του κερδοσκοπικού μηχανισμού. Το δημόσιο χρέος των ΕΠΑ π.χ. πέρασε από το 40% στο 1000% του ΑΕΠ και στην Ισπανία από το 30% στο 80%. Οι τράπεζες, αντί να «καθαρίσουν» τα αποθέματά τους από «τοξικούς τίτλους», ειδικά από τα ενυπόθηκα δάνεια σε μια αγορά που συνεχίζει να πέφτει, ενσωμάτωσαν και νέους τίτλους με παρόμοια χαρακτηριστικά- αυτή την φορά με δημόσια ομόλογα. Η δημοσιονομική αδυναμία αποπληρωμής (insolvency) είναι προϊόν αυτής της παρασιτικής χρηματοδότησης κι όχι το ανάποδο, αλλιώς αυτή η χρηματοδότηση θα ήτανε μια επιχείρηση διάσωσης κρατών υπό χρεοκοπία. Αρκεί σαν απόδειξη γι’ αυτό, να δει κανείς το τεράστιο φορτίο απωλειών που προκλήθηκε στις περιφέρειες της Ιταλίας και στις αμερικανικές Πολιτείες ή τα γερμανικά κρατίδια, που φορτώσανε τους προϋπολογισμούς τους με συμβόλαια χρηματοπιστωτικών παραγώγων.
Η δημοσιονομική χρεοκοπία συγχωνεύτηκε με μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση: αυξήθηκε ο όγκος των «τοξικών τίτλων» στην κατοχή των τραπεζών κι η χρηματοδότηση βραχυπρόθεσμων χρεών με μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πληρωμές. Τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνιστούν αναγνώριση της χρεοκοπίας. Παρόλα αυτά, οι δημοσιονομικές περικοπές που στοχεύουν στη διάλυση των δικαιωμάτων που κατάκτησαν οι εργαζόμενοι δεν αφορούν τις δαπάνες που θεωρούνται «εθνικού συμφέροντος», όπως είναι οι στρατιωτικές δαπάνες που αυξήθηκαν παραπέρα.
Οι κεντρικές τράπεζες μπήκανε σε ένα νέο γύρο έκδοσης χρήματος για να σώσουν ξανά τις τράπεζες, αυτή την φορά να τις σώσουν από την δημοσιονομική αδυναμία αποπληρωμής χρεών. Αυτό συμβαίνει με την αγορά δημοσίου χρέους που βρίσκεται στην κατοχή των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ ανέλαβαν την δέσμευση να συγκεντρώσουν 900 δις. ευρώ για να εμποδίσουν να κηρυχτεί χρεοστάσιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ένα σύνολο από χώρες που βρίσκονται οι ίδιες σε κατάσταση χρεοστασίου, εν ενεργεία ή εν δυνάμει, ισχυρίζονται ότι θα διασώσουν άλλες που βρίσκονται σε πιο επείγουσα κατάσταση. Η αντίφαση που περιβάλλει αυτό το εγχείρημα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μια συνεισφορά πραγματική σε ένα ταμείο διάσωσης αλλά για μια διακήρυξη εγγύησης για την περίπτωση που λάβει πράγματι χώρα μια παύση πληρωμών. Τελικά, όλες οι χώρες συνεχίζουν να χρεώνονται με ολοένα υψηλότερα επιτόκια., χρηματοδοτούμενες με χρήμα που εκδίδουν οι κεντρικές τράπεζες. Στην τραπεζιτική χρεοκοπία προστίθεται η δημοσιονομική χρεοκοπία. Αντί να εξαλειφθεί ή να περιοριστεί, η κερδοσκοπική «πυραμίδα» της υπερχρέωσης των τραπεζών και των κρατών μεγαλώνει διαρκώς.
Η κρατική παρέμβαση αντί να εξουδετερώσει ή να αντιρροπήσει την καπιταλιστική χρεοκοπία, της έδωσε νέα ώθηση. Είναι αυτή η κρατική παρέμβαση που χαιρετίστηκε από την αστική αριστερά σαν μια αντίδραση στο «νεοφιλελεύθερο» καθεστώς ή σαν μια κρατική άρνηση της αγοράς. Αναμφίβολα, η παρέμβαση του κράτους δεν ήταν ενάντια στην αγορά αλλά υπέρ της στήριξής της ΄ δεν παρενέβη σαν μια δύναμη που βρίσκεται έξω από το κεφάλαιο αλλά σαν γρανάζι της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αντί να εξαναγκάσει το κεφάλαιο να δεχτεί μια περικοπή των διαθέσιμών του που υπερτιμούνταν πλασματικά, εφαρμόζει αυτές τις περικοπές στους εκμεταλλευόμενους για αν διασώσει το κεφάλαιο που φούσκωσε πλασματικά με την κερδοσκοπία. Αντί να εξαλείψει το πλεονάζον κεφάλαιο και να αποκαταστήσει τις αναλογίες μεταξύ του συσσωρευμένου κεφαλαίου από την μια και την καταναλωτική ικανότητα από την άλλη, αυξάνει την δυσαναλογία μεταξύ τους, μέσω της τόνωσης των νέων επενδυτικών δαπανών. Επέτρεψε στις τράπεζες να προσμετρούν τα ακάλυπτα διαθέσιμά τους στις τιμές με τις οποίες τα απέκτησαν κι όχι με τις υποτιμημένες στην αγορά τιμές τους, διατηρώντας μια πλειάδα από «τράπεζες ζόμπι» που συντηρούνται με δημόσια έξοδα και εκτύπωση χρήματος, έχοντας μπλοκάρει τον καπιταλιστικό μηχανισμό του χρεοστασίου και της χρεοκοπίας των κρατών.
Πρόκειται για την σκόπιμη προσπάθεια στήριξης του «νεοφιλελεύθερου» συστήματος που ταυτόχρονα αρνείται τις βασικές αρχές του καπιταλισμού και του «νεοφιλελευθερισμού». Λειτουργώντας, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο, παρεμποδίζεται η αναδημιουργία της πίστωσης και μια καπιταλιστική διέξοδος από την κρίση. Αποκλείοντας το κρατικό χρεοστάσιο, δημιουργούνται «κράτη ζόμπι» που ποδηγετούνται σαν προτεκτοράτα από άλλα κράτη.
Διαχωρίζοντας την δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, σαν να μην ήτανε οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, συσκοτίζοντας έτσι τους αξεδιάλυτους δεσμούς ανάμεσά τους στον μηχανισμό της συσσώρευσης του κεφαλαίου, η αριστερά που παριστάνει την μαρξιστική κάνει λαθρεμπόριο ενός κεϋνσιανισμού, ο οποίος έχει εντελώς διαψευστεί από την ανάπτυξη της ίδιας της κρίσης. Ο κεϋνσιανισμός, αναμφίβολα, δεν ισχυρίζεται ότι μπορεί να εμποδίσει την εμφάνιση μιας χρηματοπιστωτικής χρεοκοπίας ή να προσφέρει μια «ανορθόδοξη» διέξοδο από αυτήν την κρίση αλλά μόνο προτείνει μια υπέρβαση της οικονομικής ύφεσης που προκαλείται από αυτήν την χρεοκοπία, όταν αυτή η χρεοκοπία ολοκληρωθεί. Η καπιταλιστική χρεοκοπία, όμως, δεν μπορεί να ξεπεραστεί , μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια, χωρίς μια εκκαθάριση του πλεονάζοντος κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες. Το καπιταλιστικό κράτος έχει την δυνατότητα να προχωρήσει σ’ αυτήν την εκκαθάριση, μέσα από εθνικοποιήσεις που επιβάλλουν μια περικοπή του πλεονάζοντος κεφαλαίου κι επιτρέπουν μια μερική αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, με την βοήθεια επίσης ενός μερικού σχεδιασμού. Η εναλλακτική, όμως, αυτή η λύση προϋποθέτει ότι το κράτος υψώνεται κατ’ εξαίρεση πάνω από τις τάξεις κι ανυψώνει και την καπιταλιστική κρίση στο πολιτικό επίπεδο: από την μία μεριά, παρεμβαίνει στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε καπιταλιστές και στην πάλη ανάμεσα σε αντίπαλα κράτη κι από την άλλη μεριά προκαλεί μια μερική κινητοποίηση των μαζών και μια παρόξυνση της ταξικής πάλης.( Η θυγατέρα του φασιστοειδή Λεπέν έφτασε να προτείνει μια συμμαχία της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας ενάντια στις Ενωμένες Πολιτείες).
Μέσα από τον ένα ή τον άλλο δρόμο, η καπιταλιστική κρίση, ειδικά όταν αποκτά παγκόσμιες διαστάσεις, θέτει στην ημερήσια διάταξη την δημιουργία επαναστατικών καταστάσεων. Το πώς προσδιορίζει κανείς τον χαρακτήρα της παγκόσμιας καπιταλιστικής χρεοκοπίας έχει μετατραπεί, λόγω της στρατηγικής φύσης του ζητήματος, η θεμελιακή γραμμή πολιτικής οριοθέτησης μέσα στο στρατόπεδο της εργατικής τάξης και της αριστεράς.
Βαθαίνει η τραπεζιτική κρίση
2. Η τραπεζιτική κρίση δημιούργησε μια δημοσιονομική κρίση κι όχι το ανάποδο. Η δημοσιονομική κρίση ενέτεινε την τραπεζιτική κρίση και πυροδότησε ξανά την νομισματική κρίση.
Σε σύγκριση με την γιγάντια ένεση δημοσίου χρήματος, η παγκόσμια νομισματική προσφορά- η πίστωση- έχει μειωθεί. Τους τελευταίους μήνες, οι τράπεζες σταματήσανε να δανείζουν η μία την άλλη- όπως συνέβηκε και τον Σεπτέμβριο του 2008. Βρισκόμαστε στην κλασσική απαρχή του αποπληθωρισμού, μέσα στα πλαίσια μιας αναμφίβολης υποτίμησης των νομισμάτων( όπως το δείχνει κι η ανατίμηση του χρυσού) κι όχι ενός πληθωρισμού. Οι δύο δεκαετίες κρίσης στην Ιαπωνία απέδειξαν ότι η έκδοση νομίσματος ( το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας φτάνει το 250% του ΑΕΠ) δεν αντιρροπεί τον αποπληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός επιδεινώνει την κρίση γιατί επαναπροσδιορίζει την αξία των χρεών και των πιστώσεων, μ’ άλλα λόγια αυξάνει την αδυναμία αποπληρωμής, δηλ. αναπτύσσει νέους παράγοντες αδιεξόδου.
Η κήρυξη της παύσης πληρωμών για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θεωρείται δεδομένη ΄ το ίδιο ισχύει για την Ισπανία και την Πορτογαλία- αν και εδώ προτεραιότητα έχουν οι χρεοκοπίες τραπεζών. Αν υλοποιηθούν αυτά τα χρεοστάσια η Ευρωζώνη θα δεχτεί ένα αποφασιστικό πλήγμα.
Η δημοσιονομική κρίση έχει επεκταθεί στο εσωτερικό των εθνικών κρατών, μέχρι τις τοπικές περιφέρειες, κρατίδια ή πολιτείες- σε 14 Πολιτείες των ΕΠΑ(πρώτα-πρώτα την Καλιφόρνια), τις αυτόνομες περιοχές της Ισπανίας, τις τοπικές οντότητες στην Ιταλία κι ακόμα σε ορισμένα κρατίδια της Γερμανίας. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα παύσης πληρωμών των δημοσίων χρεών στο εσωτερικό των εθνικών κρατών.
Τα κράτη σε κατάσταση χρεοστασίου αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν το πακέτο εγγυήσεων της Ευρωζώνης για να μην επιδεινώσουν αυτήν την κατάσταση και για να αποφύγουν να υποχρεωθούν οι πιστώτριες τράπεζές τους να δηλώσουν σαν απώλειες τις πιστώσεις τους και να πάρουν το δρόμο προς την χρεοκοπία. Το πακέτο, το οποίο σχεδιάστηκε για να διασώσει τα κρατικά ομόλογα που βρίσκονται στα χέρια των τραπεζών, επέτεινε, εν δυνάμει, την τάση προς την τραπεζιτική χρεοκοπία. Τίποτα δεν το δείχνει πιο καθαρά από την απόφαση της Κομισιόν της ΕΕ να θέσει σε «δοκιμασίες αντοχής» σε σενάρια κρίσης 91 τράπεζες- παρόλο που τα αποτελέσματα, φυσικά, θα είναι πλαστά.
Η χρήση του πακέτου διάσωσης της ΕΚΤ-ΕΕ-ΔΝΤ από ένα κράτος που απειλείται με χρεοστάσιο μεταθέτει τα δικαιώματα στα αποθέματα των τραπεζών προς όφελος των κρατών που συμμετέχουν στο πακέτο. Εξάλλου, τα χρέη μεταξύ κρατών πρέπει να πληρωθούν πλήρως- χωρίς να γίνονται δεκτές περικοπές. Αυτή η προτεραιότητα για τα κράτη που δανείζουν αμέσως εξασθενίζει την ισχύ των τραπεζών. Η διάσωση ενός κράτους που κηρύσσει παύση πληρωμών μετατρέπεται σε ένα νέο επεισοδίου αδυναμίας αποπληρωμής των τραπεζών. Συνεπώς, αυτό το ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης δεν διασώζει.
Στην Ευρώπη, οι τράπεζες με την μεγαλύτερη αναλογία ακάλυπτων πιστώσεων είναι οι γερμανικές, οι γαλλικές και οι ισπανικές( τα τοξικά ομόλογα των γερμανικών τραπεζών φτάνουν τα 300 δις. ευρώ). Μ’ άλλα λόγια, η κρίση δεν συγκεντρώνεται στην περιφέρεια αλλά στο κέντρο. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, που μπαίνει σε αμφισβήτηση η επιβίωση του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για να αντιμετωπίσει αυτήν την δυνατότητα, η ευρωπαϊκή Κομισιόν λάνσαρε ένα σχέδιο διάλυσης μικρών ιδιωτικών ή και κρατικών τραπεζών και συγχώνευσής τους με μεγαλύτερες τράπεζες, με την χρηματοδότηση των κεντρικών τραπεζών. Αυτό συμβαίνει με τις Cajas (ταμιευτήρια) στην Ισπανία, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων απορροφήθηκε και μετατράπηκε σε τράπεζες, με τις Landesbanken (τράπεζες κρατιδίων) στη Γερμανία κι ακόμα με ορισμένες ημι-ιδιωτικές τράπεζες στην Γαλλία.
Κάθε χώρα οφείλει να υποταχτεί σε μια υπερεθνική ντιρεκτίβα- όπως το επαναλαμβάνουν καθημερινά ο Ισπανός Θαπατέρο και η CiU, το κόμμα της μεγαλοαστικής τάξης της Καταλωνίας, που οι ψήφοι του επέτρεψαν την ψήφιση του «προγράμματος προσαρμογής» σ’ αυτήν την χώρα. Η ΕΕ παίρνει ολοένα περισσότερο την μορφή μιας σειράς προτεκτοράτων κάτω από το ραβδί του γερμανικού κεφαλαίου.
Η προοπτική, όμως, αυτή έρχεται σε αντίφαση με την τάση διαφόρων χωρών να κηρύξουν χρεοστάσιο και την δυνατότητα μιας «μεταβατικής» εξόδου τους από την Ευρωζώνη, καθώς και με τις πολιτικές κρίσεις που φουντώνουν στα ευρωπαϊκά έθνη( την Γαλλία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Γερμανία) και τους αυξανόμενους αγώνες των εργαζομένων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων θέτει την προοπτική μιας διάλυσης της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Αυτή η διαλυτική τάση εκδηλώνεται με συγκρούσεις, στο εσωτερικό πολλών χωρών, μεταξύ τοπικών κυβερνήσεων και της κεντρικής κυβέρνησης – όπως συμβαίνει στο ζήτημα της «ομοσπονδίας» μεταξύ Μπερλουσκόνι και Μπόσι, με τα Länder(κρατίδια) στη Γερμανία και με την αυτονομία της Καταλωνίας.
Η πρόσφατη πτώση του ευρώ, τον Απρίλιο-Μάιο, θεωρήθηκε ως το δεύτερο επεισόδιο τύπου Λήμαν Μπράδερς, η πτώση της οποίας, τον Σεπτέμβριο του 2008 είχε απειλήσει να εξαρθρώσει το τραπεζιτικό σύστημα. Η επανάληψη μια στιγμής διάλυσης στην ανάπτυξη της παρούσας κρίσης, επιβεβαιώνει τον συστημικό και καταστροφικό της χαρακτήρα.
Η μετέπειτα άνοδος του ευρώ και το φαινομενικό πάγωμα του χρεοστασίου των ευρωπαϊκών κρατών σε κίνδυνο ήταν το αποτέλεσμα μιας προσυμφωνημένης παρέμβασης της Κίνας που έσπευσε σε βοήθεια διαφόρων ισπανικών τραπεζών( αγοράζοντας ομόλογα) και με την μετατροπή ενός μέρους των κινεζικών συναλλαγματικών αποθεμάτων από δολάρια σε ευρώ( μαζί με την διακύμανση του ρεμίμπι). Η Κίνα έγινε διαιτητής στην απαξίωση του δολαρίου και του ευρώ και γι’ αυτό απαιτεί το δικαίωμα να αγοράζει βιομηχανικές επιχειρήσεις σε Ευρώπη και Αμερική. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Κίνα, με την διάσωση του ευρώ, έγινε όμηρος των υποτιμήσεων των νομισμάτων στα οποία έχει επενδύσει πάνω από δύο τρισεκατομμύρια δολάρια. Η Κίνα έχει εμπλακεί ακόμα βαθύτερα στην παγκόσμια κρίση.
Έχουμε μπει σε ένα ανώτερο στάδιο της κρίσης: σε μια γενικευμένη νομισματική κρίση. Το ιστορικό ξεπέρασμα του αδιεξόδου της καπιταλιστικής Ευρώπης είναι η διάλυση της ΕΕ, που μετατρέπεται ολοένα περισσότερο σε καθεστώς μιας αλυσίδας προτεκτοράτων, κι αντικατάσταση της με τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως την Ρωσία.
Σε σύγκριση με την γιγάντια ένεση δημοσίου χρήματος, η παγκόσμια νομισματική προσφορά- η πίστωση- έχει μειωθεί. Τους τελευταίους μήνες, οι τράπεζες σταματήσανε να δανείζουν η μία την άλλη- όπως συνέβηκε και τον Σεπτέμβριο του 2008. Βρισκόμαστε στην κλασσική απαρχή του αποπληθωρισμού, μέσα στα πλαίσια μιας αναμφίβολης υποτίμησης των νομισμάτων( όπως το δείχνει κι η ανατίμηση του χρυσού) κι όχι ενός πληθωρισμού. Οι δύο δεκαετίες κρίσης στην Ιαπωνία απέδειξαν ότι η έκδοση νομίσματος ( το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας φτάνει το 250% του ΑΕΠ) δεν αντιρροπεί τον αποπληθωρισμό. Ο αποπληθωρισμός επιδεινώνει την κρίση γιατί επαναπροσδιορίζει την αξία των χρεών και των πιστώσεων, μ’ άλλα λόγια αυξάνει την αδυναμία αποπληρωμής, δηλ. αναπτύσσει νέους παράγοντες αδιεξόδου.
Η κήρυξη της παύσης πληρωμών για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θεωρείται δεδομένη ΄ το ίδιο ισχύει για την Ισπανία και την Πορτογαλία- αν και εδώ προτεραιότητα έχουν οι χρεοκοπίες τραπεζών. Αν υλοποιηθούν αυτά τα χρεοστάσια η Ευρωζώνη θα δεχτεί ένα αποφασιστικό πλήγμα.
Η δημοσιονομική κρίση έχει επεκταθεί στο εσωτερικό των εθνικών κρατών, μέχρι τις τοπικές περιφέρειες, κρατίδια ή πολιτείες- σε 14 Πολιτείες των ΕΠΑ(πρώτα-πρώτα την Καλιφόρνια), τις αυτόνομες περιοχές της Ισπανίας, τις τοπικές οντότητες στην Ιταλία κι ακόμα σε ορισμένα κρατίδια της Γερμανίας. Έτσι υπάρχει η δυνατότητα παύσης πληρωμών των δημοσίων χρεών στο εσωτερικό των εθνικών κρατών.
Τα κράτη σε κατάσταση χρεοστασίου αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν το πακέτο εγγυήσεων της Ευρωζώνης για να μην επιδεινώσουν αυτήν την κατάσταση και για να αποφύγουν να υποχρεωθούν οι πιστώτριες τράπεζές τους να δηλώσουν σαν απώλειες τις πιστώσεις τους και να πάρουν το δρόμο προς την χρεοκοπία. Το πακέτο, το οποίο σχεδιάστηκε για να διασώσει τα κρατικά ομόλογα που βρίσκονται στα χέρια των τραπεζών, επέτεινε, εν δυνάμει, την τάση προς την τραπεζιτική χρεοκοπία. Τίποτα δεν το δείχνει πιο καθαρά από την απόφαση της Κομισιόν της ΕΕ να θέσει σε «δοκιμασίες αντοχής» σε σενάρια κρίσης 91 τράπεζες- παρόλο που τα αποτελέσματα, φυσικά, θα είναι πλαστά.
Η χρήση του πακέτου διάσωσης της ΕΚΤ-ΕΕ-ΔΝΤ από ένα κράτος που απειλείται με χρεοστάσιο μεταθέτει τα δικαιώματα στα αποθέματα των τραπεζών προς όφελος των κρατών που συμμετέχουν στο πακέτο. Εξάλλου, τα χρέη μεταξύ κρατών πρέπει να πληρωθούν πλήρως- χωρίς να γίνονται δεκτές περικοπές. Αυτή η προτεραιότητα για τα κράτη που δανείζουν αμέσως εξασθενίζει την ισχύ των τραπεζών. Η διάσωση ενός κράτους που κηρύσσει παύση πληρωμών μετατρέπεται σε ένα νέο επεισοδίου αδυναμίας αποπληρωμής των τραπεζών. Συνεπώς, αυτό το ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης δεν διασώζει.
Στην Ευρώπη, οι τράπεζες με την μεγαλύτερη αναλογία ακάλυπτων πιστώσεων είναι οι γερμανικές, οι γαλλικές και οι ισπανικές( τα τοξικά ομόλογα των γερμανικών τραπεζών φτάνουν τα 300 δις. ευρώ). Μ’ άλλα λόγια, η κρίση δεν συγκεντρώνεται στην περιφέρεια αλλά στο κέντρο. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, που μπαίνει σε αμφισβήτηση η επιβίωση του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για να αντιμετωπίσει αυτήν την δυνατότητα, η ευρωπαϊκή Κομισιόν λάνσαρε ένα σχέδιο διάλυσης μικρών ιδιωτικών ή και κρατικών τραπεζών και συγχώνευσής τους με μεγαλύτερες τράπεζες, με την χρηματοδότηση των κεντρικών τραπεζών. Αυτό συμβαίνει με τις Cajas (ταμιευτήρια) στην Ισπανία, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων απορροφήθηκε και μετατράπηκε σε τράπεζες, με τις Landesbanken (τράπεζες κρατιδίων) στη Γερμανία κι ακόμα με ορισμένες ημι-ιδιωτικές τράπεζες στην Γαλλία.
Κάθε χώρα οφείλει να υποταχτεί σε μια υπερεθνική ντιρεκτίβα- όπως το επαναλαμβάνουν καθημερινά ο Ισπανός Θαπατέρο και η CiU, το κόμμα της μεγαλοαστικής τάξης της Καταλωνίας, που οι ψήφοι του επέτρεψαν την ψήφιση του «προγράμματος προσαρμογής» σ’ αυτήν την χώρα. Η ΕΕ παίρνει ολοένα περισσότερο την μορφή μιας σειράς προτεκτοράτων κάτω από το ραβδί του γερμανικού κεφαλαίου.
Η προοπτική, όμως, αυτή έρχεται σε αντίφαση με την τάση διαφόρων χωρών να κηρύξουν χρεοστάσιο και την δυνατότητα μιας «μεταβατικής» εξόδου τους από την Ευρωζώνη, καθώς και με τις πολιτικές κρίσεις που φουντώνουν στα ευρωπαϊκά έθνη( την Γαλλία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Γερμανία) και τους αυξανόμενους αγώνες των εργαζομένων. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων θέτει την προοπτική μιας διάλυσης της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Αυτή η διαλυτική τάση εκδηλώνεται με συγκρούσεις, στο εσωτερικό πολλών χωρών, μεταξύ τοπικών κυβερνήσεων και της κεντρικής κυβέρνησης – όπως συμβαίνει στο ζήτημα της «ομοσπονδίας» μεταξύ Μπερλουσκόνι και Μπόσι, με τα Länder(κρατίδια) στη Γερμανία και με την αυτονομία της Καταλωνίας.
Η πρόσφατη πτώση του ευρώ, τον Απρίλιο-Μάιο, θεωρήθηκε ως το δεύτερο επεισόδιο τύπου Λήμαν Μπράδερς, η πτώση της οποίας, τον Σεπτέμβριο του 2008 είχε απειλήσει να εξαρθρώσει το τραπεζιτικό σύστημα. Η επανάληψη μια στιγμής διάλυσης στην ανάπτυξη της παρούσας κρίσης, επιβεβαιώνει τον συστημικό και καταστροφικό της χαρακτήρα.
Η μετέπειτα άνοδος του ευρώ και το φαινομενικό πάγωμα του χρεοστασίου των ευρωπαϊκών κρατών σε κίνδυνο ήταν το αποτέλεσμα μιας προσυμφωνημένης παρέμβασης της Κίνας που έσπευσε σε βοήθεια διαφόρων ισπανικών τραπεζών( αγοράζοντας ομόλογα) και με την μετατροπή ενός μέρους των κινεζικών συναλλαγματικών αποθεμάτων από δολάρια σε ευρώ( μαζί με την διακύμανση του ρεμίμπι). Η Κίνα έγινε διαιτητής στην απαξίωση του δολαρίου και του ευρώ και γι’ αυτό απαιτεί το δικαίωμα να αγοράζει βιομηχανικές επιχειρήσεις σε Ευρώπη και Αμερική. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Κίνα, με την διάσωση του ευρώ, έγινε όμηρος των υποτιμήσεων των νομισμάτων στα οποία έχει επενδύσει πάνω από δύο τρισεκατομμύρια δολάρια. Η Κίνα έχει εμπλακεί ακόμα βαθύτερα στην παγκόσμια κρίση.
Έχουμε μπει σε ένα ανώτερο στάδιο της κρίσης: σε μια γενικευμένη νομισματική κρίση. Το ιστορικό ξεπέρασμα του αδιεξόδου της καπιταλιστικής Ευρώπης είναι η διάλυση της ΕΕ, που μετατρέπεται ολοένα περισσότερο σε καθεστώς μιας αλυσίδας προτεκτοράτων, κι αντικατάσταση της με τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως την Ρωσία.
ΕΠΑ, πάντα στο κέντρο της θύελλας
3. Αν και η κρίση του δημόσιου χρέους μετάτρεψε την Ευρώπη στο φαινομενικό κέντρο της παγκόσμιας κρίσης, στην πραγματικότητα αυτό το κέντρο εντοπίζεται στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η υπερχρέωσή της, διεθνής κι εθνική, δημόσια και ιδιωτική, όχι μόνον αυξάνεται αλλά κι είναι αξεπέραστη.
Τους τελευταίους μήνες, μετά την αποτυχία των προγραμμάτων «τόνωσης» και τις επιδοτήσεις των τραπεζών, επανέρχονται τα προγνωστικά για μια «διπλή ύφεση», μετά από εκείνη που έλαβε χώρα από τα τέλη του 2007 ως τα μέσα του 2009. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας, 9,5%, θεωρείται χονδροειδώς υποτιμημένο, γιατί δεν παίρνει υπόψη του τα άτομα που έπαψαν να ψάχνουν για δουλειά ούτε κι εκείνα που έχουν μερική απασχόληση.
Το πιο έκδηλο στοιχείο του αδιεξόδου των ΕΠΑ απέναντι στην κρίση είναι η συνεχιζόμενη πτώση της αγοράς στεγαστικών δανείων, με την οποία κι εξερράγη η κρίση, και που αποτέλεσε το αντικείμενο των μεγαλύτερων επιχειρήσεων διάσωσης. Τα στεγαστικά ταμεία Fannie Mae και Freddie Mac, με 5 τρισεκατομμύρια στεγαστικών εγγυήσεων, πρώτα εθνικοποιήθηκαν και πρόσφατα αποσύρθηκαν από το Χρηματιστήριο, όταν οι μετοχές τους κατέρρευσαν με την πτώση του δολαρίου. Αυτά τα δύο ταμεία αντιμετωπίζουν μια χρεοκοπία για ποσά που ξεπερνούν το χρέος του συνόλου των κρατών της ΕΕ. Σ’ αυτά, όμως, έχουν επενδυθεί τα περισσότερα αποθέματα των χωρών που δανείζουν τις ΕΠΑ. Μια επίσημη χρεοκοπία των F&F θα εκτινάξει το δημόσιο χρέος της Αμερικής στο 140% του ΑΕΠ. Το ίδιο θα συμβεί και με τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία που έχουν στεγνώσει από λεφτά. H πρόταση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος – για την ιδιωτικοποίηση των F&F και για διάλυση των δημόσιων συστημάτων συνταξιοδότησης και υγειονομικής περίθαλψης- δεν θα ήταν μοναχά ένα τεράστιο πλήγμα κατά των μαζών αλλά και θα υποχρέωνε συνάμα και το κράτος αν φορτωθεί τα χρέη τους. Πρόσφατες αναφορές αποκαλύπτουν ότι δύο μεγάλες τράπεζες , η Wells Fargo και η Wachovia, οι οποίες στη συνέχεια απορροφήθηκαν από άλλες τράπεζες, ξέπλεναν χρήματα από τα καρτέλ ναρκωτικών του Μεξικού ύψους 500 δις. δολαρίων – πράγμα που δείχνει ότι ούτε το χρήμα του υποκόσμου δεν τους έσωσε από την χρεοκοπία.
Η χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους των ΕΠΑ( του μεγαλύτερου στον κόσμο) με κεφάλαια του εσωτερικού και του εξωτερικού γίνεται κάθε στιγμή και πιο δύσκολη. Παρατηρητές και ιστορικοί κάνουν υποθέσεις για τις συνέπειες μιας κήρυξης χρεοστασίου αυτού του χρέους- με την μορφή μιας υποτίμησης του δολαρίου, δηλαδή του 70% των διεθνών συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Η τεράστια διαρροή πετρελαίου της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού (μια απόδειξη της οικολογικής καταστροφής που φέρνει το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να μειώσει το κόστος για να αντιρροπήσει την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους) γίνεται ο μεγάλος εμπρηστής που βάζει φωτιά στη νέα φάση της χρηματοπιστωτικής χρεοκοπίας- από την μια, λόγω των άμεσων συνεπειών στην εταιρεία και από την άλλη για το πλήγμα που επιφέρει αυτή η διαρροή στο σύνολο της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Η τάση που λειτουργεί υπέρ της υποτίμησης του δολαρίου εξουδετερώνει την υποτίμηση των αντίπαλων νομισμάτων και θα μπορούσε να προκαλέσει μια χιονοστιβάδα υποτιμήσεων και την ποιοτική αναβάθμιση του εμπορικού πολέμου. Στις ΕΠΑ, πάνω από όλα, το κράτος αντιμετωπίζει την πίεση να προχωρήσει σε μια περικοπή του υπάρχοντος κεφαλαίου, είτε μέσα από την χαοτική οδό του πληθωρισμού, είτε με την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, δηλαδή με ένα είδος χρεοστασίου. Η χρονική περίοδος αποπληρωμής του αμερικανικού δημόσιου χρέους έχει μειωθεί στους έξι μήνες.
Τους τελευταίους μήνες, μετά την αποτυχία των προγραμμάτων «τόνωσης» και τις επιδοτήσεις των τραπεζών, επανέρχονται τα προγνωστικά για μια «διπλή ύφεση», μετά από εκείνη που έλαβε χώρα από τα τέλη του 2007 ως τα μέσα του 2009. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας, 9,5%, θεωρείται χονδροειδώς υποτιμημένο, γιατί δεν παίρνει υπόψη του τα άτομα που έπαψαν να ψάχνουν για δουλειά ούτε κι εκείνα που έχουν μερική απασχόληση.
Το πιο έκδηλο στοιχείο του αδιεξόδου των ΕΠΑ απέναντι στην κρίση είναι η συνεχιζόμενη πτώση της αγοράς στεγαστικών δανείων, με την οποία κι εξερράγη η κρίση, και που αποτέλεσε το αντικείμενο των μεγαλύτερων επιχειρήσεων διάσωσης. Τα στεγαστικά ταμεία Fannie Mae και Freddie Mac, με 5 τρισεκατομμύρια στεγαστικών εγγυήσεων, πρώτα εθνικοποιήθηκαν και πρόσφατα αποσύρθηκαν από το Χρηματιστήριο, όταν οι μετοχές τους κατέρρευσαν με την πτώση του δολαρίου. Αυτά τα δύο ταμεία αντιμετωπίζουν μια χρεοκοπία για ποσά που ξεπερνούν το χρέος του συνόλου των κρατών της ΕΕ. Σ’ αυτά, όμως, έχουν επενδυθεί τα περισσότερα αποθέματα των χωρών που δανείζουν τις ΕΠΑ. Μια επίσημη χρεοκοπία των F&F θα εκτινάξει το δημόσιο χρέος της Αμερικής στο 140% του ΑΕΠ. Το ίδιο θα συμβεί και με τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία που έχουν στεγνώσει από λεφτά. H πρόταση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος – για την ιδιωτικοποίηση των F&F και για διάλυση των δημόσιων συστημάτων συνταξιοδότησης και υγειονομικής περίθαλψης- δεν θα ήταν μοναχά ένα τεράστιο πλήγμα κατά των μαζών αλλά και θα υποχρέωνε συνάμα και το κράτος αν φορτωθεί τα χρέη τους. Πρόσφατες αναφορές αποκαλύπτουν ότι δύο μεγάλες τράπεζες , η Wells Fargo και η Wachovia, οι οποίες στη συνέχεια απορροφήθηκαν από άλλες τράπεζες, ξέπλεναν χρήματα από τα καρτέλ ναρκωτικών του Μεξικού ύψους 500 δις. δολαρίων – πράγμα που δείχνει ότι ούτε το χρήμα του υποκόσμου δεν τους έσωσε από την χρεοκοπία.
Η χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους των ΕΠΑ( του μεγαλύτερου στον κόσμο) με κεφάλαια του εσωτερικού και του εξωτερικού γίνεται κάθε στιγμή και πιο δύσκολη. Παρατηρητές και ιστορικοί κάνουν υποθέσεις για τις συνέπειες μιας κήρυξης χρεοστασίου αυτού του χρέους- με την μορφή μιας υποτίμησης του δολαρίου, δηλαδή του 70% των διεθνών συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Η τεράστια διαρροή πετρελαίου της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού (μια απόδειξη της οικολογικής καταστροφής που φέρνει το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να μειώσει το κόστος για να αντιρροπήσει την πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους) γίνεται ο μεγάλος εμπρηστής που βάζει φωτιά στη νέα φάση της χρηματοπιστωτικής χρεοκοπίας- από την μια, λόγω των άμεσων συνεπειών στην εταιρεία και από την άλλη για το πλήγμα που επιφέρει αυτή η διαρροή στο σύνολο της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Η τάση που λειτουργεί υπέρ της υποτίμησης του δολαρίου εξουδετερώνει την υποτίμηση των αντίπαλων νομισμάτων και θα μπορούσε να προκαλέσει μια χιονοστιβάδα υποτιμήσεων και την ποιοτική αναβάθμιση του εμπορικού πολέμου. Στις ΕΠΑ, πάνω από όλα, το κράτος αντιμετωπίζει την πίεση να προχωρήσει σε μια περικοπή του υπάρχοντος κεφαλαίου, είτε μέσα από την χαοτική οδό του πληθωρισμού, είτε με την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, δηλαδή με ένα είδος χρεοστασίου. Η χρονική περίοδος αποπληρωμής του αμερικανικού δημόσιου χρέους έχει μειωθεί στους έξι μήνες.
Η παγκόσμια κρίση, μια ιστορική μετάβαση
4. Οι αντιφάσεις στην Ευρώπη δεν διαχωρίζονται από την παγκόσμια κρίση. Η υποτίμηση του ευρώ στη διάρκεια του 2010 έχει εγκαινιάσει μια νέα φάση ενός νομισματικού πολέμου που ξεκινά από την πτώση του δολαρίου στη δεκαετία του ’70 και την κατάρρευση των Συμφωνιών του Μπρέττον Γουντς του 1945.
Στο κέντρο της νομισματικής κρίσης βρίσκεται το δολάριο λόγω των τεράστιων αναγκών δημοσιονομικής χρηματοδότησης των ΕΠΑ. Το δολάριο στηρίζονταν μέχρι τώρα από την συνεχή συσσώρευσή του στα συναλλαγματικά αποθέματα των υπολοίπων χωρών. Είναι φανερό ότι αυτή η συσσώρευση ( ότι κι αν λένε ο Λούλα, ο Κίρχνερ ή ο Κορρέα) δεν είναι σημάδι ευρωστίας αλλά το αντίβαρο μιας εν δυνάμει κατάρρευσης του δολαρίου. Η ζήτηση δολαρίων που στηρίζει αυτή την κατάσταση είναι μια άλλη μορφή κρατικής επιδότησης στο κεφάλαιο που παγιδεύτηκε στην κρίση. Η τεχνητή συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάριο έχει μετατρέψει τις χώρες που τα κατέχουν σε όμηρους της νομισματικής πολιτικής των ΕΠΑ. Μια υποτίμηση του δολαρίου θα σημαίνει μια τεράστια απώλεια αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων που φτάνουν συνολικά τα 6-8 τρισεκατομμύρια δολάρια και βρίσκονται κυρίως στα χέρια της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας.
Η διαμάχη για την τύχη αυτών των αποθεμάτων συνδέεται με μια πάλη για μια νέα αναδιανομή των αγορών. Όπως η Κίνα θέλει να μετατρέψει τα συναλλαγματικά της αποθέματα σε ενεργό κεφάλαιο στον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα στις ΕΠΑ, έτσι κι οι ΕΠΑ ζητούν μια πρόσβαση σε μεγαλύτερη κλίμακα στην αγορά της Κίνας. Η Κίνα, όπως όλες οι χώρες που έχουν υψηλά αποθέματα σε διεθνή νομίσματα, εξάγει κεφάλαιο ως χρήμα και εισάγει κεφάλαιο στην παραγωγική του μορφή. Τα τεράστια αποθέματα δολαρίων της Κίνας συνιστούν μια επίσημη εγγύηση της Κίνας σ’ αυτές τις ξένες επενδύσεις. Με άλλα λόγια, τα αποθέματα δολαρίων της Κίνας χρηματοδοτούν τις αμερικανικές επενδύσεις σ’ αυτήν την χώρα. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια σχέση εξάρτησης που η καπιταλιστική χρεοκοπία μοναχά έφερε στην επιφάνεια(με τον νομισματικό πόλεμο για την ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος).
Η πάλη για την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς αποτελεί μια αποφασιστική όψη της παρούσας παγκόσμιας κρίσης. Αυτή η αναμέτρηση αποτελεί την μήτρα νέων πολέμων. Οι διαλυτικές αυτές τάσεις διαψεύδουν τους ισχυρισμούς για έναν «διεθνή συντονισμό» των καπιταλιστικών κρατών που πηγάζει από την αδυναμία του ιδίου του κεφαλαίου και των κρατών του να «συντονίσουν» τις αντιφάσεις του.
Εκτιμάται ότι η πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής(overcapacity) στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας είναι γύρω στο 200( με δείκτη το 100), δηλαδή διπλάσια, γεγονός που πιέζει προς τα κάτω και την καταναλωτική ικανότητα, στην παρούσα κρίση, γύρω στο 70- μ’ άλλα λόγια, η καταστροφική δυναμική της κρίσης δεν έχει το ανάλογό του στην Ιστορία. Μέσω της ανάπτυξης της πίστης και τελικά του πλασματικού κεφαλαίου( το οποίο αυτονομείται από την βάση του, το παραγωγικό κεφάλαιο), το κεφάλαιο επιχείρησε να ξεπεράσει τα όριά του για να συγκρουστεί, όπως και στο παρελθόν, πάνω σε έναν αδιαπέραστο τοίχο, αυτήν την φορά μεγαλύτερου οικονομικού μεγέθους και μεγαλύτερης ιστορικής κλίμακας. Επιχείρησε να αξιοποιηθεί παρακάμπτοντας την κοινωνικά αναγκαία εργασία, άρα πλασματικά. Η κρίση είναι η εκδήλωση της ισχύος του νόμου της αξίας που διέπει όλη την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Η υποτίμηση της αξίας του συνόλου των παγκοσμίων κεφαλαίων απέναντι στον χρυσό είναι της τάξης του 85%( και πρόκειται για μια διαδικασία σε πλήρη εξέλιξη)δείχνει το επίπεδο ανάπτυξης του πλασματικού κεφαλαίου που προηγήθηκε της παρούσας κρίσης. Μ’ αυτήν την έννοια, η παγκόσμια καπιταλιστική χρεοκοπία αντιπροσωπεύει την εκτύλιξη μιας ιστορικής μετάβασης προς τον Σοσιαλισμό- ή την βαρβαρότητα.
Όταν οι θεωρητικοί του ρεφορμισμού και του κεντρισμού συμπεραίνουν ότι μετά την παρούσα κρίση «ο καπιταλισμός δεν θα είναι πια όπως ήτανε πριν» δεν σπάζουν μόνον όλα τα γνωστά ρεκόρ κενολογίας και δεν εκφράζουν μόνο την ανομολόγητη εχθρότητά τους στο σοσιαλισμό αλλά και αποφεύγουν να πούνε ότι αυτός ο άγνωστος καπιταλισμός θα είναι πολύ πιο βάρβαρος. Ισχυρίζονται ότι είναι δυνατή μια επιστροφή στον καπιταλισμό που ακολούθησε τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια επανάληψη της Ιστορίας. Ο μεταπολεμικός, όμως καπιταλισμός καθορίστηκε από γιγάντιες επαναστάσεις- και παρόλα αυτά κράτησε πολύ πιο λίγο από τα «τριάντα ένδοξα χρόνια», όπως λένε οι απολογητές του, για την ακρίβεια μόλις δώδεκα χρόνια, από το 1956, όταν ανέκτησε το προπολεμικό του επίπεδο, κι ως το 1968, όταν αναγνωρίστηκε ντε φάκτο η μη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Στο ενδιάμεσο, βυθίστηκε στην παρακμή του ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, οι πρώην αποικίες του γνώρισαν επαναστατικές κρίσεις, κι η Γαλλία πέρασε μέσα από διάφορες κρίσεις ιστορικής σημασίας, από το βοναπαρτιστικό πραξικόπημα του 1962 έως την εξέγερση του Μάη του ’68. Η παρούσα καπιταλιστική χρεοκοπία είναι μοναχά ένα γιγάντιο επεισόδιο σε μια παγκόσμια κρίση που διατρέχει μισόν αιώνα.
Στο κέντρο της νομισματικής κρίσης βρίσκεται το δολάριο λόγω των τεράστιων αναγκών δημοσιονομικής χρηματοδότησης των ΕΠΑ. Το δολάριο στηρίζονταν μέχρι τώρα από την συνεχή συσσώρευσή του στα συναλλαγματικά αποθέματα των υπολοίπων χωρών. Είναι φανερό ότι αυτή η συσσώρευση ( ότι κι αν λένε ο Λούλα, ο Κίρχνερ ή ο Κορρέα) δεν είναι σημάδι ευρωστίας αλλά το αντίβαρο μιας εν δυνάμει κατάρρευσης του δολαρίου. Η ζήτηση δολαρίων που στηρίζει αυτή την κατάσταση είναι μια άλλη μορφή κρατικής επιδότησης στο κεφάλαιο που παγιδεύτηκε στην κρίση. Η τεχνητή συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων σε δολάριο έχει μετατρέψει τις χώρες που τα κατέχουν σε όμηρους της νομισματικής πολιτικής των ΕΠΑ. Μια υποτίμηση του δολαρίου θα σημαίνει μια τεράστια απώλεια αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων που φτάνουν συνολικά τα 6-8 τρισεκατομμύρια δολάρια και βρίσκονται κυρίως στα χέρια της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας.
Η διαμάχη για την τύχη αυτών των αποθεμάτων συνδέεται με μια πάλη για μια νέα αναδιανομή των αγορών. Όπως η Κίνα θέλει να μετατρέψει τα συναλλαγματικά της αποθέματα σε ενεργό κεφάλαιο στον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα στις ΕΠΑ, έτσι κι οι ΕΠΑ ζητούν μια πρόσβαση σε μεγαλύτερη κλίμακα στην αγορά της Κίνας. Η Κίνα, όπως όλες οι χώρες που έχουν υψηλά αποθέματα σε διεθνή νομίσματα, εξάγει κεφάλαιο ως χρήμα και εισάγει κεφάλαιο στην παραγωγική του μορφή. Τα τεράστια αποθέματα δολαρίων της Κίνας συνιστούν μια επίσημη εγγύηση της Κίνας σ’ αυτές τις ξένες επενδύσεις. Με άλλα λόγια, τα αποθέματα δολαρίων της Κίνας χρηματοδοτούν τις αμερικανικές επενδύσεις σ’ αυτήν την χώρα. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια σχέση εξάρτησης που η καπιταλιστική χρεοκοπία μοναχά έφερε στην επιφάνεια(με τον νομισματικό πόλεμο για την ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος).
Η πάλη για την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς αποτελεί μια αποφασιστική όψη της παρούσας παγκόσμιας κρίσης. Αυτή η αναμέτρηση αποτελεί την μήτρα νέων πολέμων. Οι διαλυτικές αυτές τάσεις διαψεύδουν τους ισχυρισμούς για έναν «διεθνή συντονισμό» των καπιταλιστικών κρατών που πηγάζει από την αδυναμία του ιδίου του κεφαλαίου και των κρατών του να «συντονίσουν» τις αντιφάσεις του.
Εκτιμάται ότι η πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής(overcapacity) στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας είναι γύρω στο 200( με δείκτη το 100), δηλαδή διπλάσια, γεγονός που πιέζει προς τα κάτω και την καταναλωτική ικανότητα, στην παρούσα κρίση, γύρω στο 70- μ’ άλλα λόγια, η καταστροφική δυναμική της κρίσης δεν έχει το ανάλογό του στην Ιστορία. Μέσω της ανάπτυξης της πίστης και τελικά του πλασματικού κεφαλαίου( το οποίο αυτονομείται από την βάση του, το παραγωγικό κεφάλαιο), το κεφάλαιο επιχείρησε να ξεπεράσει τα όριά του για να συγκρουστεί, όπως και στο παρελθόν, πάνω σε έναν αδιαπέραστο τοίχο, αυτήν την φορά μεγαλύτερου οικονομικού μεγέθους και μεγαλύτερης ιστορικής κλίμακας. Επιχείρησε να αξιοποιηθεί παρακάμπτοντας την κοινωνικά αναγκαία εργασία, άρα πλασματικά. Η κρίση είναι η εκδήλωση της ισχύος του νόμου της αξίας που διέπει όλη την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Η υποτίμηση της αξίας του συνόλου των παγκοσμίων κεφαλαίων απέναντι στον χρυσό είναι της τάξης του 85%( και πρόκειται για μια διαδικασία σε πλήρη εξέλιξη)δείχνει το επίπεδο ανάπτυξης του πλασματικού κεφαλαίου που προηγήθηκε της παρούσας κρίσης. Μ’ αυτήν την έννοια, η παγκόσμια καπιταλιστική χρεοκοπία αντιπροσωπεύει την εκτύλιξη μιας ιστορικής μετάβασης προς τον Σοσιαλισμό- ή την βαρβαρότητα.
Όταν οι θεωρητικοί του ρεφορμισμού και του κεντρισμού συμπεραίνουν ότι μετά την παρούσα κρίση «ο καπιταλισμός δεν θα είναι πια όπως ήτανε πριν» δεν σπάζουν μόνον όλα τα γνωστά ρεκόρ κενολογίας και δεν εκφράζουν μόνο την ανομολόγητη εχθρότητά τους στο σοσιαλισμό αλλά και αποφεύγουν να πούνε ότι αυτός ο άγνωστος καπιταλισμός θα είναι πολύ πιο βάρβαρος. Ισχυρίζονται ότι είναι δυνατή μια επιστροφή στον καπιταλισμό που ακολούθησε τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια επανάληψη της Ιστορίας. Ο μεταπολεμικός, όμως καπιταλισμός καθορίστηκε από γιγάντιες επαναστάσεις- και παρόλα αυτά κράτησε πολύ πιο λίγο από τα «τριάντα ένδοξα χρόνια», όπως λένε οι απολογητές του, για την ακρίβεια μόλις δώδεκα χρόνια, από το 1956, όταν ανέκτησε το προπολεμικό του επίπεδο, κι ως το 1968, όταν αναγνωρίστηκε ντε φάκτο η μη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Στο ενδιάμεσο, βυθίστηκε στην παρακμή του ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, οι πρώην αποικίες του γνώρισαν επαναστατικές κρίσεις, κι η Γαλλία πέρασε μέσα από διάφορες κρίσεις ιστορικής σημασίας, από το βοναπαρτιστικό πραξικόπημα του 1962 έως την εξέγερση του Μάη του ’68. Η παρούσα καπιταλιστική χρεοκοπία είναι μοναχά ένα γιγάντιο επεισόδιο σε μια παγκόσμια κρίση που διατρέχει μισόν αιώνα.
Η καπιταλιστική παλινόρθωση και η παγκόσμια κρίση
5. Θα μπορούσε η Κίνα( και τα λεγόμενα BRICS) « να σώσουν τον κόσμο»; Είναι σαν να μπερδεύεις τον αριθμό των κατοίκων μιας χώρας με τους όρους ενός ορισμένου κοινωνικού πλαισίου. Εάν η Κίνα μπορούσε να ανοίξει μια περίοδο προοδευτικών κοινωνικών επιτευγμάτων για τον καπιταλισμό, θα την ακολουθούσαν και η Ινδία και η Ινδονησία. Το ίδιο ισχύει για την ικανότητά της να περιορίσει ή να εξασθενήσει τις παγκόσμιες κρίσεις ΄ στην πραγματικότητα, η παγκόσμια κρίση όξυνε την αδυναμία της.
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Κίνα θα σήμαινε, κατ’ αρχήν το άνοιγμα μιας τεράστιας δυνατότητας για το παγκόσμιο κεφάλαιο ΄ μέχρι τώρα, αναμφίβολα, ενέτεινε τις κρισιακές τάσεις του, αυξάνοντας πολύ παραπάνω την ικανότητα παραγωγής από όσο μπορεί να απορροφήσει η ανάπτυξη της αγοράς. Η καπιταλιστική παλινόρθωση εξαφάνισε τις δυνατότητες μιας οικονομικής μετάβασης στον καπιταλισμό βασισμένη σε μια μεσαία αγροτική τάξη( η ύπαιθρος είναι η μεγαλύτερη εν δυνάμει αγορά της Κίνας) – όπως , τηρουμένων των αναλογιών, έγινε με τις ΕΠΑ τον 19ο αιώνα. Στην Αμερική η μετάβαση έγινε με μια διανομή δωρεάν της δημόσιας γης ΄ στην Κίνα υπάρχει μια διαδικασία απαλλοτρίωσης μιας γης που είναι πανάκριβη για την αγροτική μάζα που έχει την κατοχή της. Η οικονομική διαδικασία απαλλοτριώνει τις μάζες της υπαίθρου για λογαριασμό του διεθνούς κεφαλαίου για λογαριασμό μιας γραφειοκρατίας που μεταβαίνει στην θέση μιας καπιταλιστικής τάξης στον ρόλο του ενδιάμεσου για το ξένο κεφάλαιο. Ανέπτυξε πρόωρα τα παρασιτικά χαρακτηριστικά του πλασματικού κεφαλαίου( το 60% της πίστης είναι συγκεντρωμένο στην κερδοσκοπία πολυτελών ακινήτων) ΄ μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που ελέγχει το κράτος έχει αδυναμία αποπληρωμής των χρεών του. Η καπιταλιστική παλινόρθωση αντιμετωπίζει μια παγκόσμια αγορά που συστέλλεται σε σχέση με την συσσωρευμένη παραγωγική του ικανότητα. Οι ενδογενείς, αγροτικές δυνάμεις είναι ιστορικά πολύ πιο αδύναμες σε σχέση με τους πρωταγωνιστές ανάλογων διαδικασιών ενάμιση αιώνα πριν, από ό,τι οι εξωτερικές δυνάμεις που σήμερα ενσωματώνονται στο παγκόσμιο κεφάλαιο και απ’ ό,τι οι δυνάμεις του προλεταριάτου( που είναι το πιο συγκεντρωμένο σε όλο τον πλανήτη). Τελικά, η μετάβαση της Κίνας από κράτος μεταβατικό, μη καπιταλιστικό προς την πλήρη παλινόρθωση του κεφαλαίου, συντελείται σε μια εποχή παρακμής του καπιταλισμού κι όχι ανόδου του. Η καπιταλιστική παλινόρθωση θα προσδιορίζεται ολοένα περισσότερο από πολιτικές κρίσεις, αγώνες των αγροτικών και προλεταριακών μαζών κι επαναστάσεις.
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Κίνα θα σήμαινε, κατ’ αρχήν το άνοιγμα μιας τεράστιας δυνατότητας για το παγκόσμιο κεφάλαιο ΄ μέχρι τώρα, αναμφίβολα, ενέτεινε τις κρισιακές τάσεις του, αυξάνοντας πολύ παραπάνω την ικανότητα παραγωγής από όσο μπορεί να απορροφήσει η ανάπτυξη της αγοράς. Η καπιταλιστική παλινόρθωση εξαφάνισε τις δυνατότητες μιας οικονομικής μετάβασης στον καπιταλισμό βασισμένη σε μια μεσαία αγροτική τάξη( η ύπαιθρος είναι η μεγαλύτερη εν δυνάμει αγορά της Κίνας) – όπως , τηρουμένων των αναλογιών, έγινε με τις ΕΠΑ τον 19ο αιώνα. Στην Αμερική η μετάβαση έγινε με μια διανομή δωρεάν της δημόσιας γης ΄ στην Κίνα υπάρχει μια διαδικασία απαλλοτρίωσης μιας γης που είναι πανάκριβη για την αγροτική μάζα που έχει την κατοχή της. Η οικονομική διαδικασία απαλλοτριώνει τις μάζες της υπαίθρου για λογαριασμό του διεθνούς κεφαλαίου για λογαριασμό μιας γραφειοκρατίας που μεταβαίνει στην θέση μιας καπιταλιστικής τάξης στον ρόλο του ενδιάμεσου για το ξένο κεφάλαιο. Ανέπτυξε πρόωρα τα παρασιτικά χαρακτηριστικά του πλασματικού κεφαλαίου( το 60% της πίστης είναι συγκεντρωμένο στην κερδοσκοπία πολυτελών ακινήτων) ΄ μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που ελέγχει το κράτος έχει αδυναμία αποπληρωμής των χρεών του. Η καπιταλιστική παλινόρθωση αντιμετωπίζει μια παγκόσμια αγορά που συστέλλεται σε σχέση με την συσσωρευμένη παραγωγική του ικανότητα. Οι ενδογενείς, αγροτικές δυνάμεις είναι ιστορικά πολύ πιο αδύναμες σε σχέση με τους πρωταγωνιστές ανάλογων διαδικασιών ενάμιση αιώνα πριν, από ό,τι οι εξωτερικές δυνάμεις που σήμερα ενσωματώνονται στο παγκόσμιο κεφάλαιο και απ’ ό,τι οι δυνάμεις του προλεταριάτου( που είναι το πιο συγκεντρωμένο σε όλο τον πλανήτη). Τελικά, η μετάβαση της Κίνας από κράτος μεταβατικό, μη καπιταλιστικό προς την πλήρη παλινόρθωση του κεφαλαίου, συντελείται σε μια εποχή παρακμής του καπιταλισμού κι όχι ανόδου του. Η καπιταλιστική παλινόρθωση θα προσδιορίζεται ολοένα περισσότερο από πολιτικές κρίσεις, αγώνες των αγροτικών και προλεταριακών μαζών κι επαναστάσεις.
Η παγκόσμια κρίση αναπτύχθηκε από την δεκαετία του ’70 με ένα ανισόμετρο τρόπο και αυτό συμβαίνει και τώρα επίσης που η κρίση έχει γενικευμένο χαρακτήρα. Τα δημοσιονομικά προγράμματα»τόνωσης’ και η ένεση ρευστότητας για την διάσωση των τραπεζών, έχουν προκαλέσει μια πρόσκαιρη επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας που εκδηλώνεται πιο έντονα στις περισσότερες από τις λεγόμενες «αναδυόμενες χώρες». Μετά από μια σοβαρή ύφεση το 2008 κατάφεραν να ανακάμψουν το 2009. Αυτό έκανε τους «αναλυτές» να προχωρούν σε προγνώσεις ότι οι «αναδυόμενες χώρες» θα τραβήξουν στην ανάκαμψη όλη την παγκόσμια οικονομία. Πρόκειται για φενάκη.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε ούτε στην «Μεγάλη Ύφεση» του 1873-1895, όταν άρχιζε ένα κύμα επενδύσεων από την Ευρώπη στην περιφέρεια καθώς κι η αναδιανομή του κόσμου ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η προοπτική είναι μάλλον η αντίθετη: να συμπαρασύρουν οι μητροπόλεις τις «αναδυόμενες χώρες» σε μια νέα ύφεση μεγαλύτερης κλίμακας από την προηγούμενη.
Η πρόσφατη «μπονάντσα» στηρίζεται στους ίδιους κερδοσκοπικούς παράγοντες που έχουν έρθει σε κρίση στις αναπτυγμένες χώρες. Οι τιμές των πρώτων υλών αρχίζουν να οπισθοχωρούν, σε πολλές περιπτώσεις. Από την άλλη μεριά, η επαναδραστηριοποίηση των «αναδυομένων χωρών» προκλήθηκε από την εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων που φούσκωσαν με την έκδοση χρήματος στις χώρες του κέντρου. Πολλές από αυτές τις χώρες τώρα αρχίζουν να παίρνουν μέτρα ελέγχου απέναντι στο κεφάλαιο που εισρέει. Οι χώρες τούτες εισάγουν την νομισματική πολιτική των ΕΠΑ και της ΕΕ. Είναι αντικείμενο ενός κερδοσκοπικού «carry trade» που δανείζεται με χαμηλότατα επιτόκια και επενδύει σε επιχειρήσεις που πληρώνουν τόκους πολύ υψηλότερους. Σ’ αυτήν την όψιμη φάση της παγκόσμιας κρίσης, οι λεγόμενες «αναδυόμενες χώρες» δημιουργού εκείνη την χρηματοπιστωτική «φούσκα», που έχει προκαλέσει ήδη την κρίση στις μητροπόλεις τον Ιούνιο του 2007.
Η κατάσταση στις «αναδυόμενες χώρες»καθορίζεται πάρα πολύ από το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές υποφέρει από μια φυγή κεφαλαίων ίση ή και ανώτερη από την εισροή. Η κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων στην Κίνα ή τα καταναλωτικά δάνεια στην Βραζιλία π.χ. θέτουν πρόβλημα τραπεζιτικής κρίσης μεγάλης κλίμακας ή την είσοδο σε μια νέα ύφεση.
Η ανάπτυξη της παγκόσμιας κρίσης ενέτεινε την εξάρτηση των λεγόμενων «αναδυόμενων χωρών» από τα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων από την μεριά των «αναδυομένων χωρών» δεν συνιστά τον σχηματισμό ενός κεφαλαίου ικανού να γεννήσει ένα αντίστοιχο ποσοστό κέρδους αλλά μια προκαταβολή πλούτου που χρηματοδοτεί την διάσωση του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε ούτε στην «Μεγάλη Ύφεση» του 1873-1895, όταν άρχιζε ένα κύμα επενδύσεων από την Ευρώπη στην περιφέρεια καθώς κι η αναδιανομή του κόσμου ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η προοπτική είναι μάλλον η αντίθετη: να συμπαρασύρουν οι μητροπόλεις τις «αναδυόμενες χώρες» σε μια νέα ύφεση μεγαλύτερης κλίμακας από την προηγούμενη.
Η πρόσφατη «μπονάντσα» στηρίζεται στους ίδιους κερδοσκοπικούς παράγοντες που έχουν έρθει σε κρίση στις αναπτυγμένες χώρες. Οι τιμές των πρώτων υλών αρχίζουν να οπισθοχωρούν, σε πολλές περιπτώσεις. Από την άλλη μεριά, η επαναδραστηριοποίηση των «αναδυομένων χωρών» προκλήθηκε από την εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων που φούσκωσαν με την έκδοση χρήματος στις χώρες του κέντρου. Πολλές από αυτές τις χώρες τώρα αρχίζουν να παίρνουν μέτρα ελέγχου απέναντι στο κεφάλαιο που εισρέει. Οι χώρες τούτες εισάγουν την νομισματική πολιτική των ΕΠΑ και της ΕΕ. Είναι αντικείμενο ενός κερδοσκοπικού «carry trade» που δανείζεται με χαμηλότατα επιτόκια και επενδύει σε επιχειρήσεις που πληρώνουν τόκους πολύ υψηλότερους. Σ’ αυτήν την όψιμη φάση της παγκόσμιας κρίσης, οι λεγόμενες «αναδυόμενες χώρες» δημιουργού εκείνη την χρηματοπιστωτική «φούσκα», που έχει προκαλέσει ήδη την κρίση στις μητροπόλεις τον Ιούνιο του 2007.
Η κατάσταση στις «αναδυόμενες χώρες»καθορίζεται πάρα πολύ από το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές υποφέρει από μια φυγή κεφαλαίων ίση ή και ανώτερη από την εισροή. Η κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων στην Κίνα ή τα καταναλωτικά δάνεια στην Βραζιλία π.χ. θέτουν πρόβλημα τραπεζιτικής κρίσης μεγάλης κλίμακας ή την είσοδο σε μια νέα ύφεση.
Η ανάπτυξη της παγκόσμιας κρίσης ενέτεινε την εξάρτηση των λεγόμενων «αναδυόμενων χωρών» από τα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων από την μεριά των «αναδυομένων χωρών» δεν συνιστά τον σχηματισμό ενός κεφαλαίου ικανού να γεννήσει ένα αντίστοιχο ποσοστό κέρδους αλλά μια προκαταβολή πλούτου που χρηματοδοτεί την διάσωση του παγκόσμιου κεφαλαίου.
Γενικευμένες πολιτικές κρίσεις
6. Αυτό το νέο στάδιο της καπιταλιστικής χρεοκοπίας 6.χαρακτηρίζεται, μαζί με την έκρηξη της δημοσιονομικής κρίσης, από μια διαδοχή πολιτικών κρίσεων στις χώρες του κέντρου, από την Ιαπωνία έως τις ΕΠΑ, με επίκεντρο την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές οι κρίσεις συνοδεύονται από αυξανόμενες λαϊκές κινητοποιήσεις. Στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα συζητιέται το ενδεχόμενο πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών. Άξονας αυτών των κρίσεων είναι η δημοσιονομική «προσαρμογή» σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων κι η διάσωση των τραπεζών κάθε φορά που η Γερμανία ωθεί προς την διάλυση τις μεσαίες τράπεζες της Ευρώπης προς όφελος των γερμανικών τραπεζών και των εταίρων τους.
Ανεξάρτητα από τον λίγο-πολύ περιορισμένο χαρακτήρα αυτών των πολιτικών κρίσεων προς στιγμήν δείχνουνε ότι η καπιταλιστική χρεοκοπία, της δημοσιονομικής κρίσης περιλαμβανομένης δεν περιορίζεται στη σφαίρα των οικονομικών φαινομένων. Αυτή η χρεοκοπία υπονομεύει τις οικονομικές βάσεις του κράτους, μετατρέπεται σε κρίση της πολιτικής κυριαρχίας και μεταβάλλει τον προσανατολισμό που επικρατεί σε κάθε μια από τις κοινωνικές τάξεις. Το υποκειμενικό αναδύεται από το αντικειμενικό ΄ η κοινωνική συνείδηση αλλάζει με τις μεταβολές που υφίσταται η κοινωνική ύπαρξη ΄ η σύνδεση των ανθρωπίνων όντων με τους όρους της ύπαρξής τους βυθίζεται σε κρίση με την κρίση αυτών των όρων. Εδώ υπάρχει ένα άλλο σημαντικό σημείο οριοθέτησης μέσα στην Αριστερά, για μεγάλο τμήμα της οποίας η παγκόσμια κρίση δεν αφορά την πολιτική διαδικασία. Την τελευταία την αντιλαμβάνονται σαν μια αφηρημένη αντιπαράθεση ανάμεσα σε αφηρημένες εναλλακτικές προτάσεις που είναι αποξενωμένες από τον ιστορικό(μεταβατικό) χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης.
Ανεξάρτητα από τον λίγο-πολύ περιορισμένο χαρακτήρα αυτών των πολιτικών κρίσεων προς στιγμήν δείχνουνε ότι η καπιταλιστική χρεοκοπία, της δημοσιονομικής κρίσης περιλαμβανομένης δεν περιορίζεται στη σφαίρα των οικονομικών φαινομένων. Αυτή η χρεοκοπία υπονομεύει τις οικονομικές βάσεις του κράτους, μετατρέπεται σε κρίση της πολιτικής κυριαρχίας και μεταβάλλει τον προσανατολισμό που επικρατεί σε κάθε μια από τις κοινωνικές τάξεις. Το υποκειμενικό αναδύεται από το αντικειμενικό ΄ η κοινωνική συνείδηση αλλάζει με τις μεταβολές που υφίσταται η κοινωνική ύπαρξη ΄ η σύνδεση των ανθρωπίνων όντων με τους όρους της ύπαρξής τους βυθίζεται σε κρίση με την κρίση αυτών των όρων. Εδώ υπάρχει ένα άλλο σημαντικό σημείο οριοθέτησης μέσα στην Αριστερά, για μεγάλο τμήμα της οποίας η παγκόσμια κρίση δεν αφορά την πολιτική διαδικασία. Την τελευταία την αντιλαμβάνονται σαν μια αφηρημένη αντιπαράθεση ανάμεσα σε αφηρημένες εναλλακτικές προτάσεις που είναι αποξενωμένες από τον ιστορικό(μεταβατικό) χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης.
Στο σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών, οι πολιτικές κρίσεις των κυβερνήσεων συνοδεύονται με μια ακόμα μεγαλύτερη κρίση των αντιπολιτεύσεών τους. Αυτό δείχνει ότι η κρίση είναι κρίση καθεστωτική. Αρκεί να επισημάνουμε ότι κυριότερος αντίπαλος που διεκδικεί την θέση του Σαρκοζύ στην Γαλλία είναι ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρως Καν ή στην Ιταλία, ο κύριος αντίπαλος του Μπερλουσκόνι είναι ο Φίνι, Πρόεδρος της μπερλουσκονικής Βουλής. Για λίγες ώρες, η μεγαλύτερη διαδήλωση υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας πέταξε από την κορυφή της πορείας τους σοσιαλιστές και εθνικιστές εκπροσώπους, μ’ άλλα λόγια όλους τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του έθνους. Αυτό το γεγονός , μακριά από το να αντιπροσωπεύει την απουσία εναλλακτικής λύσης, θέτει την αναγκαιότητα και προσφέρει την δυνατότητα μια εργατικής σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης. Οι παραμονές μιας επαναστατικής κρίσης χαρακτηρίζονται πάντα από την ακραία αδράνεια του υπάρχοντος καθεστώτος .
Στην Γαλλία και την Ιταλία βρίσκονται σε μια διαδικασία αποσύνθεσης δύο εναλλακτικές λύσεις που εμφανίστηκαν για να τροποποιήσουν το ισχύον πολιτικό καθεστώς εγκαθιδρύοντας μορφές βοναπαρτιστικής αντικοινοβουλευτικής κυριαρχίας. Η κεντριστική και η ρεφορμιστική Αριστερά στην Ιταλία και την Γαλλία χαρακτηρίσανε τις νίκες του Μπερλουσκόνι και του Σαρκοζύ αντίστοιχα σαν μια ιστορική υποχώρηση της εργατικής τάξης καις αν στροφή προς τα δεξιά των μαζών που άνοιξε τον δρόμο σε εάν δομικό βοναπαρτισμό, αγνοώντας, όταν κάνανε αυτόν τον χαρακτηρισμό, τις διάφορες εκδηλώσεις λαϊκής εξέγερσης. Είναι προφανές ότι αποκλείουν τον διαλυτικό ρόλο που παίζει παγκόσμια κρίση. Τώρα, τα ίδια τα κυβερνητικά κόμματα βρίσκονται διαιρεμένα, ειδικά στην Ιταλία, ενώ φουντώνουν οι συνωμοσίες για την ανατροπή του Μπερλουσκόνι ή του Σαρκοζύ( από τον Φίνι ή τον Βιλπέν, αντίστοιχα). Ο Σαρκοζύ κι ο Μπερλουσκόνι κατηγορούνται από την ίδια την αστική τους τάξη ότι είναι ανίκανοι να προχωρήσουν στην δημοσιονομική «προσαρμογή» (συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος των πολιτιστικών θησαυρών των χωρών τους) καθώς και στο χτύπημα των συνθηκών εργασίας.
Η συζήτηση για την πιθανότητα πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα εκφράζει την κυβερνητική πρόθεση όχι να αλλάξει και ν’ αποκτήσει ένα πρόγραμμα κοινωνικής προόδου αλλά να ανανεώσει τα χρίσμα από τις κάλπες για την στήριξη του μνημονίου της ΕΕ και του ΔΝΤ και να το αντιπαραθέσει στην αντίσταση που προβάλλουν οι εργαζόμενοι στην βάρβαρη «προσαρμογή», δηλαδή στην καταστροφή των κοινωνικών κατακτήσεων.
Στην Ισπανία, ο Θαπατέρο κατάφερε να παρατείνει τον χρόνο ζωής της ετοιμοθάνατης κυβέρνησής του χάρη στην προσωρινή υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης της Καταλονίας στο πρόγραμμα «προσαρμογής» και προπαντός χάρη στην πολιτική προσπάθεια της γραφειοκρατίας των συνδικάτων να ελέγξουν και αν αποτρέψουν μια λαϊκή εξέγερση. Στη δεκαετία του ’30, η παγκόσμια κρίση ανέτρεψε στην Ισπανία όχι μόνο την κυβέρνηση αλλά και την μοναρχία. Η τύχη των Παπανδρέου, Θαπατέρο, Μπερλουσκόνι και Σαρκοζύ κρέμεται από την παγκόσμια κρίση.
Πλάι σ’ αυτές τις έκδηλες κρίσεις, εξελίσσεται μια άλλη, πολύ εκρηκτική – η κρίση της κυβέρνησης Μέρκελ στην Γερμανία που βρέθηκε σε μειοψηφία στην Άνω Βουλή χάνοντας τις πρόσφατες εκλογές στη Ρηνανία.
Ζούμε μια πολιτική κρίση στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το δείχνει η καθυστέρηση παρέμβασης στην ελληνική κρίση που κατέληξε σε ένα διπλασιασμό του πακέτου διάσωσης της Ελλάδας και την εγκαθίδρυση ενός πακέτου για όλη την Ευρωζώνη. Η συμφωνία για αυτή διάσωση προωθήθηκε και από την παρέμβαση του Ομπάμα που έθετε τότε σαν προτεραιότητα την αποφυγή μιας πτώσης του Θαπατέρο. Αλλά και μ’ αυτό τον τρόπο φάνηκε, στην διάρκεια της κρίσης, η εξάρτηση της ΕΕ από τις ΕΠΑ. Η πολιτική κρίση και τα προγράμματα λιτότητας κάνουν ακόμα πιο επίκαιρη την διεκδίκηση που έθεσε η Συντονιστική Επιτροπή για την Επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς από το Ιδρυτικό της Συνέδριο, για την ανατροπή όλων των κυβερνήσεων του κεφαλαίου και για εργατικές κυβερνήσεις σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Η εργατική τάξη ξεσηκώνεται
7. Η πιο σημαντική νέα εξέλιξη σ’ αυτό το καινούργιο στάδιο της παγκόσμιας κρίσης είναι, αναμφίβολα, οι γενικευμένες κινητοποιήσεις των εργατών στην Ευρώπη και πάνω απ’ όλα οι απεργίες στα μεγάλα εργοστάσια του νότου της Κίνας.
Οι 24ωρες Γενικές Απεργίες που κηρύξανε οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες επιβλήθηκαν από την πίεση της κρίσης και την γενική δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Ήταν μια μέθοδος που δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Οι έξι Γενικές Απεργίες στην Ελλάδα δεν λύγισαν την κυβέρνηση Παπανδρέου και το ίδιο ισχύει και για τις ολοένα και πιο πολυάριθμες κινητοποιήσεις στην Γαλλία. Η γραφειοκρατία των συνδικάτων επιχειρεί μ’ αυτόν τον τρόπο να εκτονώσει τον λαϊκό ξεσηκωμό και αν διατηρήσει στην εξουσία τις παρούσες κυβερνήσεις. Δεν ζητάει καν την χωρίς όρους απόσυρση των προγραμμάτων λιτότητας αλλά την διαπραγμάτευσή τους, πράγμα που δεν είναι άλλο από μια μασκαρεμένη συνθηκολόγηση.
Στην Ιταλία, οι τρεις δεξιές συνομοσπονδίες δεχτήκαν( ακόμα και προώθησαν) το σχέδιο ελαστικοποίησης της εργασίας στην ΦΙΑΤ-Μαρκιόνε, στο εργοστάσιο του Πομιλιάνο, με το πρόσχημα ότι αυτός θα ήταν ο δρόμος για την διατήρηση θέσεων εργασίας. Η νίκη στο δημοψήφισμα που κάλεσε η εργοδοσία γι’ αυτόν τον σκοπό, έδειξε το έδαφος που κέρδισε η αστική τάξη. Παρά την τεράστια πίεση που άσκησαν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της μπουρζουαζίας κι οι γραφειοκρατικές εργατικές συνομοσπονδίες, περίπου το 40% των εργατών της ΦΙΑΤ του Πομιλιάνο είχαν το θάρρος να ψηφίσουν ΟΧΙ στη συμφωνία αυτή. Αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό αν λάβει υπόψη του κανείς ότι η ίδια η «αριστερή» γενική συνομοσπονδία, η CGIL, η οποία είχε ασκήσει κριτική στην συμφωνία, κάλεσε ανοιχτά τους εργάτες να ψηφίσουν ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Σ’ αυτό το σημείο της αντιπαρατέθηκε τον κλαδικό σωματείο της, η FIOM, η οποία απέρριψε την συμφωνία κι εμφανίστηκε έτσι σαν ο αληθινός πολιτικός θριαμβευτής στην αναμέτρηση με την εργοδοσία. Η ικανοποίηση της εργατικής τάξης για το τόσο μεγάλο όσο κι ανέλπιστο αποτέλεσμα του ΟΧΙ αντανακλάστηκε στην πλατιά και μαχητική συμμετοχή του εργοστασιακού προλεταριάτου, πρώτα απ’ όλα της μεταλλουργίας, στις κινητοποιήσεις της Γενικής Απεργίας που κάλεσε η CGIL ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, μόλις τρεις μέρες μετά την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος. Αν λάβουμε, όμως, υπόψη μας, την απόρριψη των προτάσεων της ΦΙΑΤ και την σύγκρουση με την ηγεσία της CGIL καλυμμένα στο Πομιλιάνο κι ανοιχτά στο πρόσφατο συνέδριο της συνομοσπονδίας, ούτε κι η ηγεσία της FIOM φάνηκε ικανή να δώσει ηγεσία και προοπτική στην μαχητικότητα των εργατών.
Για την εργοδοσία της Ιταλίας είναι μονόδρομος να γενικευτεί το σχέδιο Μαρκιόνε, η συμφωνία ελαστικοποίησης της εργασίας, σ’ όλη την εργατική τάξη. Ως εκ τούτου η ανάγκη που έχει η μπουρζουαζία να στηριχτεί στην βοήθεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας αποτελεί έμμεση εκδήλωση της αντίστασης των εργαζομένων. Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα έχουν καλέσει σε μια μέρα διαμαρτυρίας στις 29 Σεπτεμβρίου. Σ’ αυτά τα πλαίσια , η απεργία διαρκείας στο Μετρό της Μαδρίτης που ψηφίστηκε από συνέλευση μόλις γνωστοποιήθηκε η περικοπή των μισθών από τις αρχές της πρωτεύουσας, έδειξε πεντακάθαρα ποιος είναι ο θεμελιακός παράγοντας σε όλες τις εργατικές κινητοποιήσεις: μόνον η απελευθέρωση της στοιχειακής δύναμης του προλεταριάτου μπορεί να βάλει φραγμό τόσο στα προγράμματα λιτότητας όσο και στην γραφειοκρατία των συνδικάτων. Τα προγράμματα αυτά που τα θωρακίζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αψηφούνται από την άμεση δράση των μαζών.
Η στροφή που συντελείται με την λαϊκή αντίσταση στην Ευρώπη, όταν συγκριθεί με τις κινητοποιήσεις των Κοινωνικών Φόρουμ κατά της παγκοσμιοποίησης, δείχνει όταν τα τελευταία ποτέ δεν συμπεριέλαβαν την εργατική τάξη καθαυτή. Αντιθέτως, με την γενίκευση των εργατικών αγώνων, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα εξαφανίστηκε σαν πολιτικός παράγοντας. Η κύρια διεκδίκησή του, ένας φόρος στις κινήσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου, αποτελεί μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα των κεφαλαίων που δίνονται για την χρηματοδότηση των τραπεζών που χρεοκοπούν. Τα κόμματα κι οι εκπροσωπήσεις που συμμετέχουν στο Κοινωνικό Φόρουμ έχουν αποσυντεθεί στη διάρκεια της κρίσης και η πλειοψηφία τους πέρασε στο στρατόπεδο του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του. Η ανάπτυξη της κρίσης και της πάλης των τάξεων ξεσκέπασε τα αξεπέραστα όρια των μικροαστικών κινημάτων που διεκδικούν τον αντικαπιταλισμό παραμένοντας μέσα στα πλαίσια των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Η απελευθέρωση της στοιχειακής δύναμης του προλεταριάτου βρήκε την πιο εκρηκτική της εκδήλωση στις πρόσφατες απεργίες στην Κίνα και σε άλλες χώρες της Ασίας. Δεν αποτελεί έκπληξη, αφού πρόκειται για ένα νεαρό προλεταριάτο που μετανάστευσε πρόσφατα από την ύπαιθρο και που δεν πέρασε από το ιστορικό σχολείο των ηττών ούτε από την υποταγή στην γραφειοκρατία των συνδικάτων. Αναμφίβολα, βέβαια, πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο η σχετικά πρόσφατη επαναστατική ιστορική παράδοση όσο και το ότι το νέο αυτό προλεταριάτο προέρχεται από τις γραμμές των αγροτικών εξεγέρσεων ενάντια στις απαλλοτριώσεις γης που προωθεί η κρατική γραφειοκρατία. Αναδύεται μια κοινωνία που συγκλονίζεται από την παλινόρθωση του καπιταλισμού κι από μια περίοδο μετάβασης σε διάφορες μορφές κοινωνικής εκμετάλλευσης.
Σ’ αυτές τις απεργίες δημιουργήθηκαν εργοστασιακές επιτροπές κάτω από μια δικτατορία που χτυπά σκληρά κάθε ανεξάρτητη εκδήλωση. Η διεκδίκηση σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας και συγκρότησης ανεξάρτητων από το κράτος συνδικάτων είναι ασύμβατες με το παρόν πολιτικό καθεστώς κι η παραπέρα ανάπτυξή της θα συνεπάγεται την απαρχή μιας δυαδικής εξουσίας..
Στις γραμμές των απεργών εμφανίστηκαν όλες οι αποχρώσεις μιας αντιπολίτευσης καθαρά εργατικής: από μια σοσιαλδημοκρατική τάση που ζητά ένα εργασιακό καθεστώς στα πλαίσια ενός πολιτικού καθεστώτος που θα περιλαμβάνει και μορφές διακυβέρνησης ημι-αντιπροσωπευτικές σε μια τάση που συγγενεύει με την αντιπολίτευση στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος κι οποία ζητά μια ισχυροποίηση των ορίων στην καπιταλιστική παλινόρθωση , η οποία, όπως λέει, θα σήμαινε και την επιστροφή της Κίνας σε θέση ημι-αποικιακής χώρας μέχρι μια ξεκάθαρα επαναστατική εργατική αντιπολίτευση. Η διαλεκτική μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής που επέτρεπε στους σοσιαλιστές του 19ου αιώνα να κάνουν την πρόγνωση για την εγγύτητα μιας επανάστασης στην Ρωσία, αναπαράγεται τώρα με την Κίνα. Αυτή την φορά, όμως, για να στηρίξει μια επαναστατική προοπτική και για την ίδια την Αμερική, τόσο λόγω της οικονομικής συμβίωσής της με την Κίνα όσο και λόγω των επαναστατικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει στον λατινοαμερικανικό της αυλόγυρο.
Οι 24ωρες Γενικές Απεργίες που κηρύξανε οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες επιβλήθηκαν από την πίεση της κρίσης και την γενική δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Ήταν μια μέθοδος που δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Οι έξι Γενικές Απεργίες στην Ελλάδα δεν λύγισαν την κυβέρνηση Παπανδρέου και το ίδιο ισχύει και για τις ολοένα και πιο πολυάριθμες κινητοποιήσεις στην Γαλλία. Η γραφειοκρατία των συνδικάτων επιχειρεί μ’ αυτόν τον τρόπο να εκτονώσει τον λαϊκό ξεσηκωμό και αν διατηρήσει στην εξουσία τις παρούσες κυβερνήσεις. Δεν ζητάει καν την χωρίς όρους απόσυρση των προγραμμάτων λιτότητας αλλά την διαπραγμάτευσή τους, πράγμα που δεν είναι άλλο από μια μασκαρεμένη συνθηκολόγηση.
Στην Ιταλία, οι τρεις δεξιές συνομοσπονδίες δεχτήκαν( ακόμα και προώθησαν) το σχέδιο ελαστικοποίησης της εργασίας στην ΦΙΑΤ-Μαρκιόνε, στο εργοστάσιο του Πομιλιάνο, με το πρόσχημα ότι αυτός θα ήταν ο δρόμος για την διατήρηση θέσεων εργασίας. Η νίκη στο δημοψήφισμα που κάλεσε η εργοδοσία γι’ αυτόν τον σκοπό, έδειξε το έδαφος που κέρδισε η αστική τάξη. Παρά την τεράστια πίεση που άσκησαν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της μπουρζουαζίας κι οι γραφειοκρατικές εργατικές συνομοσπονδίες, περίπου το 40% των εργατών της ΦΙΑΤ του Πομιλιάνο είχαν το θάρρος να ψηφίσουν ΟΧΙ στη συμφωνία αυτή. Αυτό είναι ακόμα πιο σημαντικό αν λάβει υπόψη του κανείς ότι η ίδια η «αριστερή» γενική συνομοσπονδία, η CGIL, η οποία είχε ασκήσει κριτική στην συμφωνία, κάλεσε ανοιχτά τους εργάτες να ψηφίσουν ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Σ’ αυτό το σημείο της αντιπαρατέθηκε τον κλαδικό σωματείο της, η FIOM, η οποία απέρριψε την συμφωνία κι εμφανίστηκε έτσι σαν ο αληθινός πολιτικός θριαμβευτής στην αναμέτρηση με την εργοδοσία. Η ικανοποίηση της εργατικής τάξης για το τόσο μεγάλο όσο κι ανέλπιστο αποτέλεσμα του ΟΧΙ αντανακλάστηκε στην πλατιά και μαχητική συμμετοχή του εργοστασιακού προλεταριάτου, πρώτα απ’ όλα της μεταλλουργίας, στις κινητοποιήσεις της Γενικής Απεργίας που κάλεσε η CGIL ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, μόλις τρεις μέρες μετά την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος. Αν λάβουμε, όμως, υπόψη μας, την απόρριψη των προτάσεων της ΦΙΑΤ και την σύγκρουση με την ηγεσία της CGIL καλυμμένα στο Πομιλιάνο κι ανοιχτά στο πρόσφατο συνέδριο της συνομοσπονδίας, ούτε κι η ηγεσία της FIOM φάνηκε ικανή να δώσει ηγεσία και προοπτική στην μαχητικότητα των εργατών.
Για την εργοδοσία της Ιταλίας είναι μονόδρομος να γενικευτεί το σχέδιο Μαρκιόνε, η συμφωνία ελαστικοποίησης της εργασίας, σ’ όλη την εργατική τάξη. Ως εκ τούτου η ανάγκη που έχει η μπουρζουαζία να στηριχτεί στην βοήθεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας αποτελεί έμμεση εκδήλωση της αντίστασης των εργαζομένων. Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα έχουν καλέσει σε μια μέρα διαμαρτυρίας στις 29 Σεπτεμβρίου. Σ’ αυτά τα πλαίσια , η απεργία διαρκείας στο Μετρό της Μαδρίτης που ψηφίστηκε από συνέλευση μόλις γνωστοποιήθηκε η περικοπή των μισθών από τις αρχές της πρωτεύουσας, έδειξε πεντακάθαρα ποιος είναι ο θεμελιακός παράγοντας σε όλες τις εργατικές κινητοποιήσεις: μόνον η απελευθέρωση της στοιχειακής δύναμης του προλεταριάτου μπορεί να βάλει φραγμό τόσο στα προγράμματα λιτότητας όσο και στην γραφειοκρατία των συνδικάτων. Τα προγράμματα αυτά που τα θωρακίζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αψηφούνται από την άμεση δράση των μαζών.
Η στροφή που συντελείται με την λαϊκή αντίσταση στην Ευρώπη, όταν συγκριθεί με τις κινητοποιήσεις των Κοινωνικών Φόρουμ κατά της παγκοσμιοποίησης, δείχνει όταν τα τελευταία ποτέ δεν συμπεριέλαβαν την εργατική τάξη καθαυτή. Αντιθέτως, με την γενίκευση των εργατικών αγώνων, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα εξαφανίστηκε σαν πολιτικός παράγοντας. Η κύρια διεκδίκησή του, ένας φόρος στις κινήσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου, αποτελεί μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα των κεφαλαίων που δίνονται για την χρηματοδότηση των τραπεζών που χρεοκοπούν. Τα κόμματα κι οι εκπροσωπήσεις που συμμετέχουν στο Κοινωνικό Φόρουμ έχουν αποσυντεθεί στη διάρκεια της κρίσης και η πλειοψηφία τους πέρασε στο στρατόπεδο του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του. Η ανάπτυξη της κρίσης και της πάλης των τάξεων ξεσκέπασε τα αξεπέραστα όρια των μικροαστικών κινημάτων που διεκδικούν τον αντικαπιταλισμό παραμένοντας μέσα στα πλαίσια των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Η απελευθέρωση της στοιχειακής δύναμης του προλεταριάτου βρήκε την πιο εκρηκτική της εκδήλωση στις πρόσφατες απεργίες στην Κίνα και σε άλλες χώρες της Ασίας. Δεν αποτελεί έκπληξη, αφού πρόκειται για ένα νεαρό προλεταριάτο που μετανάστευσε πρόσφατα από την ύπαιθρο και που δεν πέρασε από το ιστορικό σχολείο των ηττών ούτε από την υποταγή στην γραφειοκρατία των συνδικάτων. Αναμφίβολα, βέβαια, πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο η σχετικά πρόσφατη επαναστατική ιστορική παράδοση όσο και το ότι το νέο αυτό προλεταριάτο προέρχεται από τις γραμμές των αγροτικών εξεγέρσεων ενάντια στις απαλλοτριώσεις γης που προωθεί η κρατική γραφειοκρατία. Αναδύεται μια κοινωνία που συγκλονίζεται από την παλινόρθωση του καπιταλισμού κι από μια περίοδο μετάβασης σε διάφορες μορφές κοινωνικής εκμετάλλευσης.
Σ’ αυτές τις απεργίες δημιουργήθηκαν εργοστασιακές επιτροπές κάτω από μια δικτατορία που χτυπά σκληρά κάθε ανεξάρτητη εκδήλωση. Η διεκδίκηση σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας και συγκρότησης ανεξάρτητων από το κράτος συνδικάτων είναι ασύμβατες με το παρόν πολιτικό καθεστώς κι η παραπέρα ανάπτυξή της θα συνεπάγεται την απαρχή μιας δυαδικής εξουσίας..
Στις γραμμές των απεργών εμφανίστηκαν όλες οι αποχρώσεις μιας αντιπολίτευσης καθαρά εργατικής: από μια σοσιαλδημοκρατική τάση που ζητά ένα εργασιακό καθεστώς στα πλαίσια ενός πολιτικού καθεστώτος που θα περιλαμβάνει και μορφές διακυβέρνησης ημι-αντιπροσωπευτικές σε μια τάση που συγγενεύει με την αντιπολίτευση στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος κι οποία ζητά μια ισχυροποίηση των ορίων στην καπιταλιστική παλινόρθωση , η οποία, όπως λέει, θα σήμαινε και την επιστροφή της Κίνας σε θέση ημι-αποικιακής χώρας μέχρι μια ξεκάθαρα επαναστατική εργατική αντιπολίτευση. Η διαλεκτική μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής που επέτρεπε στους σοσιαλιστές του 19ου αιώνα να κάνουν την πρόγνωση για την εγγύτητα μιας επανάστασης στην Ρωσία, αναπαράγεται τώρα με την Κίνα. Αυτή την φορά, όμως, για να στηρίξει μια επαναστατική προοπτική και για την ίδια την Αμερική, τόσο λόγω της οικονομικής συμβίωσής της με την Κίνα όσο και λόγω των επαναστατικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει στον λατινοαμερικανικό της αυλόγυρο.
Η μετάβαση στην βαρβαρότητα
8. Η καπιταλιστική χρεοκοπία δεν είναι μοναχά η οξύτερη έκφραση μιας μακριάς περιόδου καπιταλιστική κρίσης, αλλά συντελείται συνάμα σε μια κοινωνία βυθισμένη σε πολέμους και λαϊκές εξεγέρσεις, καταστροφές και βαρβαρότητες.
Η διεθνής χρεοκοπία δυναμώνει την αποσύνθεση του καπιταλισμού που προηγήθηκε. Αντιπροσωπεύει ένα επιπλέον φορτίο για τις μάζες και για τα ίδια τα κράτη. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν οδήγησε σε μια διεθνή ειρήνευση αλλά σε μια κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών πολέμων ενάντια στα ασθενέστερα έθνη. Αυτό το γεγονός και μόνο διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι η διάλυση της ΕΣΣΔ κι η καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες κρατικοποιημένης οικονομίας αντιπροσωπεύουν τάχα ένα βήμα προόδου στην κοινωνική ανάπτυξη. Από τον πόλεμο κατά της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι πόλεμοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο και τώρα απειλούν με ολοκαύτωμα το Ιράν και με τελική εθνοκάθαρση το Παλαιστινιακό έθνος.
Υποβάλλοντας σε άπειρες φρικαλεότητες τους λαούς, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βαδίζει προς τον δικό του τάφο. Ο ιμπεριαλισμός δεν έχει την ιστορική δύναμη και το κοινωνικό έρεισμα για να εξαπολύσει ένα τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Πρωτύτερα θα πρέπει να υποτάξει τις μάζες με την μέθοδο της φασιστικοποίησης. Απέτυχε η δυνατότητα να κερδίσει αυτούς τους πολέμους με άσηπτο τρόπο, χωρίς ανθρώπινες και υλικές δαπάνες, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και μισθοφορικούς στρατούς. Το ΝΑΤΟ έχει βαλτώσει σε όλους τους πολέμους στους οποίους έχει εμπλακεί: στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και την πρώην σοβιετική Ασία.
Είναι σαφές ότι σ’ αυτόν τον συσχετισμό των δυνάμεων, ο στρατηγικός στόχος είναι η αποικιοποίηση του πρώην σοβιετικού χώρου και της Κίνας, με την μερική συνενοχή των παλινορθωτικών γραφειοκρατιών. Κι όμως το σύνθημα του ιμπεριαλισμού μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο είναι «surge», στρατιωτική ενίσχυση. Η κρίση του πολεμικού εγχειρήματος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έφερε την κυβέρνηση Ομπάμα σε μια αξεπέραστη κρίση και το ίδιο συμβαίνει με τις κυβερνήσεις των «Συμμάχων», οι οποίες υποχρεώνονται να αποσύρουν στρατεύματα , λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της λαϊκής αντίστασης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Η ΣΕΤΔ παλεύει για να μετατραπούν όλοι αυτοί οι πόλεμοι σε τάφο του ιμπεριαλισμού, επιταχύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την διαδικασία της κοινωνικής επανάστασης. Καλεί σε κινητοποιήσεις για την χωρίς όρους απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων του ιμπεριαλισμού από όλες τις χώρες και υποστηρίζει τις εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις που πολεμούν τον ιμπεριαλισμό με την κινητοποίηση και τον ένοπλο αγώνα των μαζών. Σ’ αυτές τις συνθήκες, επαναλαμβάνει την κριτική της στην πολιτική τρομοκρατία που γενικά έχει ένα σεχταριστικό χαρακτήρα και προπαντός βλάπτει τις λαϊκές μάζες.
Η διεθνής χρεοκοπία δυναμώνει την αποσύνθεση του καπιταλισμού που προηγήθηκε. Αντιπροσωπεύει ένα επιπλέον φορτίο για τις μάζες και για τα ίδια τα κράτη. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν οδήγησε σε μια διεθνή ειρήνευση αλλά σε μια κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών πολέμων ενάντια στα ασθενέστερα έθνη. Αυτό το γεγονός και μόνο διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι η διάλυση της ΕΣΣΔ κι η καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες κρατικοποιημένης οικονομίας αντιπροσωπεύουν τάχα ένα βήμα προόδου στην κοινωνική ανάπτυξη. Από τον πόλεμο κατά της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι πόλεμοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο και τώρα απειλούν με ολοκαύτωμα το Ιράν και με τελική εθνοκάθαρση το Παλαιστινιακό έθνος.
Υποβάλλοντας σε άπειρες φρικαλεότητες τους λαούς, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βαδίζει προς τον δικό του τάφο. Ο ιμπεριαλισμός δεν έχει την ιστορική δύναμη και το κοινωνικό έρεισμα για να εξαπολύσει ένα τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Πρωτύτερα θα πρέπει να υποτάξει τις μάζες με την μέθοδο της φασιστικοποίησης. Απέτυχε η δυνατότητα να κερδίσει αυτούς τους πολέμους με άσηπτο τρόπο, χωρίς ανθρώπινες και υλικές δαπάνες, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς και μισθοφορικούς στρατούς. Το ΝΑΤΟ έχει βαλτώσει σε όλους τους πολέμους στους οποίους έχει εμπλακεί: στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και την πρώην σοβιετική Ασία.
Είναι σαφές ότι σ’ αυτόν τον συσχετισμό των δυνάμεων, ο στρατηγικός στόχος είναι η αποικιοποίηση του πρώην σοβιετικού χώρου και της Κίνας, με την μερική συνενοχή των παλινορθωτικών γραφειοκρατιών. Κι όμως το σύνθημα του ιμπεριαλισμού μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο είναι «surge», στρατιωτική ενίσχυση. Η κρίση του πολεμικού εγχειρήματος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έφερε την κυβέρνηση Ομπάμα σε μια αξεπέραστη κρίση και το ίδιο συμβαίνει με τις κυβερνήσεις των «Συμμάχων», οι οποίες υποχρεώνονται να αποσύρουν στρατεύματα , λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της λαϊκής αντίστασης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Η ΣΕΤΔ παλεύει για να μετατραπούν όλοι αυτοί οι πόλεμοι σε τάφο του ιμπεριαλισμού, επιταχύνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την διαδικασία της κοινωνικής επανάστασης. Καλεί σε κινητοποιήσεις για την χωρίς όρους απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων του ιμπεριαλισμού από όλες τις χώρες και υποστηρίζει τις εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις που πολεμούν τον ιμπεριαλισμό με την κινητοποίηση και τον ένοπλο αγώνα των μαζών. Σ’ αυτές τις συνθήκες, επαναλαμβάνει την κριτική της στην πολιτική τρομοκρατία που γενικά έχει ένα σεχταριστικό χαρακτήρα και προπαντός βλάπτει τις λαϊκές μάζες.
Η Αριστερά στον λαβύρινθο της χρεοκοπίας
9. Η καπιταλιστική χρεοκοπία έχει ξεσκεπάσει και την χρεοκοπία της δημοκρατίζουσας Αριστεράς σε όλο τον κόσμο.
Αφού πέρασε από την στήριξη των κυβερνήσεων Πρόντι -Μπερτινότι και Λούλα, η λεγόμενη Ενιαία Γραμματεία κατέληξε να ψηφίσει, μέσω των υποστηρικτών της στο Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία, όπου συνενώνονται με ρεφορμιστές και Μαοϊκούς, υπέρ της συμμετοχής της χώρας τους στο σχέδιο «στήριξης» και άγριας λιτότητας της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Το πρόσχημα, με το οποίο επιχείρησαν να καλύψουν αυτή την πολιτική προδοσία, ήταν ότι το χρεοστάσιο της Ελλάδας θα ήταν χειρότερο από την λιτότητα που επιβλήθηκε κατά των εργαζομένων. Η δημοκρατίζουσα Αριστερά πέρασε από την απόρριψη της «καταστροφολογικής» ερμηνείας της καπιταλιστικής χρεοκοπίας (την προοπτική δημιουργίας επαναστατικών καταστάσεων λόγω της κρίσης) στην προσαρμογή στον καπιταλισμό σε κρίση και στην υποστήριξη της δημιουργίας ενός συστήματος προτεκτοράτων μέσα στην ΕΕ, με την διαφαινόμενη πρόθεση να εμποδίσει την ανάπτυξη τέτοιων επαναστατικών καταστάσεων. Η θέση του Μπλόκου της Αριστεράς της Πορτογαλίας κάνει φανερό ότι η δημοκρατίζουσα κριτική στην καταστροφολογία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη στους καπιταλιστικούς θεσμούς και στην ικανότητά τους να εξουδετερώσουν την παγκόσμια κρίση, με τα προγράμματα διάσωσης τραπεζών και βιομηχανιών και τα μέτρα «προσαρμογής» να είναι εκδηλώσεις αυτής της υποτιθέμενης ικανότητας.
Εγκαταστημένη μέσα στους θεσμούς του κράτους ή αναπτυσσόμενης τη σκιά τους, η δημοκρατίζουσα Αριστερά νοιώθει φρίκη για την καταστροφολογία και τρέμει μια κρίση εξουσίας ΄ η δυνατότητα μιας επαναστατικής κατάστασης την τραβάει σαν μαγνήτης προς το στρατόπεδο του κεφαλαίου.
Μια άλλη εκδήλωση αυτής της προσαρμογής στο κεφάλαιο είναι η απόρριψη στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη της διεκδίκησης της μονομερούς διαγραφής του εξωτερικού χρέους. Η δημοκρατίζουσα Αριστερά στην Ελλάδα που κι αυτή αυτοαποκαλείται «αντικαπιταλιστική» λάνσαρε την πρωτοβουλία των λεγόμενων «αριστερών οικονομολόγων και πανεπιστημιακών»- που την αποτελούν μία φράξια του ΝΑΡ, κάποια μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ( ενός «πλατιού αντικαπιταλιστικού μετώπου» που συγκρότησε το ΝΑΡ με άλλους κεντριστές) κι ένα τμήμα του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ( ενός μετώπου πρώην μελών του ΚΚ, ευρωκομμουνιστών, μαοϊκών και κεντριστών) – που ζητάει από την κυβέρνηση Παπανδρέου παύση πληρωμών του ελληνικού χρέους, αναδιαπραγμάτευση και μερική ή πλήρη διαγραφή κι απόσυρση από το ευρώ αλλά όχι από την ΕΕ. Ανοιχτά διεκδικεί μια «λύση τύπου Κίρχνερ» για την ελληνική κρίση. Μ’ αυτόν τον τρόπο προτείνει μια διέξοδο μέσω διαπραγμάτευσης με τον ιμπεριαλισμό κι όχι την ρήξη με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. ( Δεν πολυδιαφέρει κι η θέση του ΚΚΕ που αναβάλει την έξοδο από την κρίση του εξωτερικού χρέους στο αόριστο μέλλον μέχρι να εγκαθιδρυθεί μια λαϊκή –εργατική εξουσία).
Η παύση πληρωμών κι η αναδιαπραγμάτευση με τις τράπεζες λειτουργεί σαν κάλυμμα μιας νομισματικής υποτίμησης με την επιστροφή στο παλιό νόμισμα, την δραχμή. Είναι μια λύση που προτείνουν ακόμα και φερέφωνα του ιμπεριαλισμού ( όπως ο νυν σύμβουλος του Ομπάμα και πρώην σύμβουλος του Ρέγκαν, Μάρτιν Φελντστάιν) προτείνοντας ένα σύστημα δύο νομισμάτων – το ευρώ για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και την δραχμή για τους μισθούς και τις τρέχουσες συναλλαγές.
Ενώ οι αριστεροί δημοκράτες της Πορτογαλίας δικαιολογούν την υποστήριξή τους στην λιτότητα στην Ελλάδα στο όνομα της ανάγκης να αποφευχθεί η καταστροφή της υποτίμησης, οι σύντροφοι τους στην Ελλάδα προτείνουν μιαν υποτίμηση χωρίς να δίνουν σημασία στην καταστροφή που κάτι τέτοιο θα σημαίνει για τις ελληνικές λαϊκές μάζες – όπως σήμαινε για τον λαό της Αργεντινής στις αρχές του 2002.
Ο Φρανσουά Σεναί ( ένας από τους θεωρητικούς αυτής της Αριστεράς) θεώρησε απαραίτητο να καταγγείλει αυτό που ονομάζει «ατολμία» της ευρωπαϊκής Αριστεράς απέναντι στο πρόβλημα του εξωτερικού χρέους, παρόλο που παραδέχεται ότι ο ίδιος την είχε στηρίξει μέχρι τώρα. Προφανώς, δεν πρόκειται για «ατολμία» αλλά για ευθυγράμμιση με μια πολιτική συνθηκολόγησης απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Αυτή η «ατολμία» βρίσκεται στην ίδια κριτική καθώς αυτή δεν θέτει ταυτόχρονα την εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση ούτε αναδεικνύει τον επαναστατικό χαρακτήρα της απαίτησης διαγραφής του χρέους.
Το πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, όπως συνέβηκε και στην Αργεντινή, επιτρέπει στις τράπεζες να ξεφορτωθούν από το εξωτερικό χρέος θωρακιζόμενες από ένα αναπόφευκτο χρεοστάσιο. Η διαγραφή όλου του χρέους απορρίπτεται από την δημοκρατίζουσα Αριστερά ενώ μπορεί να γίνει μια διεκδίκηση που θα ενώσει τις μάζες της Ευρώπης ενάντια στις τράπεζες και το χρηματιστικό κεφάλαιο σε μια υπερεθνική πολιτική κινητοποίηση.
Παρόμοια στάση υιοθέτησε και η ομάδα της Lutte Ouvrière που στα κύρια άρθρα της εφημερίδας της ζητά να πληρωθεί το χρέος από τα κέρδη των καπιταλιστών. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή είναι μια φορολογική διέξοδος( φόρος επί των κερδών) του τύπου εκείνου που ζητούσε το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα σε σχέση με την κίνηση χρηματιστικών κεφαλαίων.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αισχρή περίπτωση σεβασμού των χρεών που συνήψανε «δημοκρατικές» κυβερνήσεις και ψηφίστηκαν από τα κοινοβούλια. Πρόκειται συνάμα για εκδήλωση σεβασμού απέναντι στους μικρομεσαίους ιδιοκτήτες με καταθέσεις στις τράπεζες, σαν να μην βρίσκονταν κι αυτοί στο χείλος της κατάσχεσης από την μεριά του χρηματιστικού κεφαλαίου, μέσω της τρέχουσας φυγής κεφαλαίων, του χρεοστασίου και τελικά της υποτίμησης. Η δημοκρατίζουσα Αριστερά συμμερίζεται τις αυταπάτες της μικροαστικής τάξης ότι η προστασία των καταθέσεών της περνάει μέσα από την προστασία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Σε σύνδεση με την στάση της απέναντι στο εξωτερικό χρέος, η δημοκρατίζουσα Αριστερά δεν βάζει ζήτημα πολιτικής ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση( κι από την Ευρωπαϊκή Ένωση) για την οικοδόμηση μιας άλλης πολιτικής Ένωσης με άλλο κοινωνικό περιεχόμενο, τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης που θα συμπεριλαμβάνουν και την Ρωσική Ομοσπονδία.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια συνθηκολόγησης μπροστά σε μια υποτιθέμενη καπιταλιστική διέξοδο από την παγκόσμια κρίση, εγγράφεται και η πολιτική οπισθοχώρηση του νεοϊδρυμένου Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος(ΝΡΑ) στη Γαλλία που συναντά ισχυρές τάσεις αποδιοργάνωσης. Το μήλον της έριδος είναι η ισχυρή εσωτερική πίεση που δέχεται για να σχηματίσει ένα αριστερό δημοκρατικό μέτωπο με το γαλλικό ΚΚ και το Κόμμα της Αριστεράς, το οποίο αναπόφευκτα θα διολισθήσει σε μια συμφωνία με το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα- που δεν είναι παρά πρακτορείο της γαλλικής μπουρζουαζίας. Αυτός ο προσανατολισμός σε ένα αριστερό δημοκρατικό μέτωπο κάνει φανερό ότι η στρατηγική του ΝΡΑ δεν καθορίζεται από την παγκόσμια κρίση και την τάση των εργαζόμενων προς την εξέγερση αλλά από την επιδίωξη να πετύχει μια κοινοβουλευτική παρουσία στις εκλογές του 2012, στις οποίες σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα κερδίσει ένα μέτωπο των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων. Καθώς, όμως, οι ορέξεις είναι μεγαλύτερες από τις διεκδικούμενες έδρες, το ΝΡΑ μπήκε σε ένα κακοτράχαλο δρόμο για να ικανοποιήσει τις δικές του επιδιώξεις. Στο φως όλων αυτών, είναι σαφές ότι η διάλυση της LCR για αν συγκροτηθεί το ΝΡΑ δεν άνοιξε κανένα πολλά υποσχόμενο δρόμο στην «παλιά φρουρά» που αντιθέτως για πρώτη φορά βρίσκεται διαιρεμένη.
Ειδική περίπτωση μέσα στην ευρωπαϊκή δημοκρατική αριστερά μπορεί να αντιπροσωπεύει το κόμμα Die Linke, όχι, όμως, γιατί έχει κάποια πολιτική ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλισμό, μια και συμμετέχει σε αστικές κυβερνήσεις σε διαφορά κρατίδια. Η ιδιομορφία της Linke έγκειται στο ότι γέννησε την προσδοκία μιας διεξόδου σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης, μαζί και σε ένα τμήμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που είναι δυσαρεστημένο με το SPD και την πλειοψηφία του συνδικαλιστικού μηχανισμού. Τοποθετείται σε ένα σημείο από το οποίο περνάει η δυσαρέσκεια των μαζών. Κάτω από τέτοιου είδους πιέσεις, ένα κόμμα σαν την Die Linke θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιηθεί και να αναπτύξει στο εσωτερικό του επαναστατικές τάσεις. Αυτή η πιθανότητα θέτει στην ημερήσια διάταξη το κάλεσμα να σπάσει η Die Linke κάθε δεσμό με τις περιφερειακές αστικές κυβερνήσεις , να κινητοποιηθεί για την απόσυρση όλων των προγραμμάτων λιτότητας και να διεκδικήσει μια εργατική κυβέρνηση.
Αφού πέρασε από την στήριξη των κυβερνήσεων Πρόντι -Μπερτινότι και Λούλα, η λεγόμενη Ενιαία Γραμματεία κατέληξε να ψηφίσει, μέσω των υποστηρικτών της στο Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία, όπου συνενώνονται με ρεφορμιστές και Μαοϊκούς, υπέρ της συμμετοχής της χώρας τους στο σχέδιο «στήριξης» και άγριας λιτότητας της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Το πρόσχημα, με το οποίο επιχείρησαν να καλύψουν αυτή την πολιτική προδοσία, ήταν ότι το χρεοστάσιο της Ελλάδας θα ήταν χειρότερο από την λιτότητα που επιβλήθηκε κατά των εργαζομένων. Η δημοκρατίζουσα Αριστερά πέρασε από την απόρριψη της «καταστροφολογικής» ερμηνείας της καπιταλιστικής χρεοκοπίας (την προοπτική δημιουργίας επαναστατικών καταστάσεων λόγω της κρίσης) στην προσαρμογή στον καπιταλισμό σε κρίση και στην υποστήριξη της δημιουργίας ενός συστήματος προτεκτοράτων μέσα στην ΕΕ, με την διαφαινόμενη πρόθεση να εμποδίσει την ανάπτυξη τέτοιων επαναστατικών καταστάσεων. Η θέση του Μπλόκου της Αριστεράς της Πορτογαλίας κάνει φανερό ότι η δημοκρατίζουσα κριτική στην καταστροφολογία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη στους καπιταλιστικούς θεσμούς και στην ικανότητά τους να εξουδετερώσουν την παγκόσμια κρίση, με τα προγράμματα διάσωσης τραπεζών και βιομηχανιών και τα μέτρα «προσαρμογής» να είναι εκδηλώσεις αυτής της υποτιθέμενης ικανότητας.
Εγκαταστημένη μέσα στους θεσμούς του κράτους ή αναπτυσσόμενης τη σκιά τους, η δημοκρατίζουσα Αριστερά νοιώθει φρίκη για την καταστροφολογία και τρέμει μια κρίση εξουσίας ΄ η δυνατότητα μιας επαναστατικής κατάστασης την τραβάει σαν μαγνήτης προς το στρατόπεδο του κεφαλαίου.
Μια άλλη εκδήλωση αυτής της προσαρμογής στο κεφάλαιο είναι η απόρριψη στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη της διεκδίκησης της μονομερούς διαγραφής του εξωτερικού χρέους. Η δημοκρατίζουσα Αριστερά στην Ελλάδα που κι αυτή αυτοαποκαλείται «αντικαπιταλιστική» λάνσαρε την πρωτοβουλία των λεγόμενων «αριστερών οικονομολόγων και πανεπιστημιακών»- που την αποτελούν μία φράξια του ΝΑΡ, κάποια μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ( ενός «πλατιού αντικαπιταλιστικού μετώπου» που συγκρότησε το ΝΑΡ με άλλους κεντριστές) κι ένα τμήμα του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ( ενός μετώπου πρώην μελών του ΚΚ, ευρωκομμουνιστών, μαοϊκών και κεντριστών) – που ζητάει από την κυβέρνηση Παπανδρέου παύση πληρωμών του ελληνικού χρέους, αναδιαπραγμάτευση και μερική ή πλήρη διαγραφή κι απόσυρση από το ευρώ αλλά όχι από την ΕΕ. Ανοιχτά διεκδικεί μια «λύση τύπου Κίρχνερ» για την ελληνική κρίση. Μ’ αυτόν τον τρόπο προτείνει μια διέξοδο μέσω διαπραγμάτευσης με τον ιμπεριαλισμό κι όχι την ρήξη με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. ( Δεν πολυδιαφέρει κι η θέση του ΚΚΕ που αναβάλει την έξοδο από την κρίση του εξωτερικού χρέους στο αόριστο μέλλον μέχρι να εγκαθιδρυθεί μια λαϊκή –εργατική εξουσία).
Η παύση πληρωμών κι η αναδιαπραγμάτευση με τις τράπεζες λειτουργεί σαν κάλυμμα μιας νομισματικής υποτίμησης με την επιστροφή στο παλιό νόμισμα, την δραχμή. Είναι μια λύση που προτείνουν ακόμα και φερέφωνα του ιμπεριαλισμού ( όπως ο νυν σύμβουλος του Ομπάμα και πρώην σύμβουλος του Ρέγκαν, Μάρτιν Φελντστάιν) προτείνοντας ένα σύστημα δύο νομισμάτων – το ευρώ για την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και την δραχμή για τους μισθούς και τις τρέχουσες συναλλαγές.
Ενώ οι αριστεροί δημοκράτες της Πορτογαλίας δικαιολογούν την υποστήριξή τους στην λιτότητα στην Ελλάδα στο όνομα της ανάγκης να αποφευχθεί η καταστροφή της υποτίμησης, οι σύντροφοι τους στην Ελλάδα προτείνουν μιαν υποτίμηση χωρίς να δίνουν σημασία στην καταστροφή που κάτι τέτοιο θα σημαίνει για τις ελληνικές λαϊκές μάζες – όπως σήμαινε για τον λαό της Αργεντινής στις αρχές του 2002.
Ο Φρανσουά Σεναί ( ένας από τους θεωρητικούς αυτής της Αριστεράς) θεώρησε απαραίτητο να καταγγείλει αυτό που ονομάζει «ατολμία» της ευρωπαϊκής Αριστεράς απέναντι στο πρόβλημα του εξωτερικού χρέους, παρόλο που παραδέχεται ότι ο ίδιος την είχε στηρίξει μέχρι τώρα. Προφανώς, δεν πρόκειται για «ατολμία» αλλά για ευθυγράμμιση με μια πολιτική συνθηκολόγησης απέναντι στον ιμπεριαλισμό. Αυτή η «ατολμία» βρίσκεται στην ίδια κριτική καθώς αυτή δεν θέτει ταυτόχρονα την εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση ούτε αναδεικνύει τον επαναστατικό χαρακτήρα της απαίτησης διαγραφής του χρέους.
Το πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, όπως συνέβηκε και στην Αργεντινή, επιτρέπει στις τράπεζες να ξεφορτωθούν από το εξωτερικό χρέος θωρακιζόμενες από ένα αναπόφευκτο χρεοστάσιο. Η διαγραφή όλου του χρέους απορρίπτεται από την δημοκρατίζουσα Αριστερά ενώ μπορεί να γίνει μια διεκδίκηση που θα ενώσει τις μάζες της Ευρώπης ενάντια στις τράπεζες και το χρηματιστικό κεφάλαιο σε μια υπερεθνική πολιτική κινητοποίηση.
Παρόμοια στάση υιοθέτησε και η ομάδα της Lutte Ouvrière που στα κύρια άρθρα της εφημερίδας της ζητά να πληρωθεί το χρέος από τα κέρδη των καπιταλιστών. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή είναι μια φορολογική διέξοδος( φόρος επί των κερδών) του τύπου εκείνου που ζητούσε το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα σε σχέση με την κίνηση χρηματιστικών κεφαλαίων.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αισχρή περίπτωση σεβασμού των χρεών που συνήψανε «δημοκρατικές» κυβερνήσεις και ψηφίστηκαν από τα κοινοβούλια. Πρόκειται συνάμα για εκδήλωση σεβασμού απέναντι στους μικρομεσαίους ιδιοκτήτες με καταθέσεις στις τράπεζες, σαν να μην βρίσκονταν κι αυτοί στο χείλος της κατάσχεσης από την μεριά του χρηματιστικού κεφαλαίου, μέσω της τρέχουσας φυγής κεφαλαίων, του χρεοστασίου και τελικά της υποτίμησης. Η δημοκρατίζουσα Αριστερά συμμερίζεται τις αυταπάτες της μικροαστικής τάξης ότι η προστασία των καταθέσεών της περνάει μέσα από την προστασία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Σε σύνδεση με την στάση της απέναντι στο εξωτερικό χρέος, η δημοκρατίζουσα Αριστερά δεν βάζει ζήτημα πολιτικής ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση( κι από την Ευρωπαϊκή Ένωση) για την οικοδόμηση μιας άλλης πολιτικής Ένωσης με άλλο κοινωνικό περιεχόμενο, τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης που θα συμπεριλαμβάνουν και την Ρωσική Ομοσπονδία.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια συνθηκολόγησης μπροστά σε μια υποτιθέμενη καπιταλιστική διέξοδο από την παγκόσμια κρίση, εγγράφεται και η πολιτική οπισθοχώρηση του νεοϊδρυμένου Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος(ΝΡΑ) στη Γαλλία που συναντά ισχυρές τάσεις αποδιοργάνωσης. Το μήλον της έριδος είναι η ισχυρή εσωτερική πίεση που δέχεται για να σχηματίσει ένα αριστερό δημοκρατικό μέτωπο με το γαλλικό ΚΚ και το Κόμμα της Αριστεράς, το οποίο αναπόφευκτα θα διολισθήσει σε μια συμφωνία με το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα- που δεν είναι παρά πρακτορείο της γαλλικής μπουρζουαζίας. Αυτός ο προσανατολισμός σε ένα αριστερό δημοκρατικό μέτωπο κάνει φανερό ότι η στρατηγική του ΝΡΑ δεν καθορίζεται από την παγκόσμια κρίση και την τάση των εργαζόμενων προς την εξέγερση αλλά από την επιδίωξη να πετύχει μια κοινοβουλευτική παρουσία στις εκλογές του 2012, στις οποίες σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα κερδίσει ένα μέτωπο των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων. Καθώς, όμως, οι ορέξεις είναι μεγαλύτερες από τις διεκδικούμενες έδρες, το ΝΡΑ μπήκε σε ένα κακοτράχαλο δρόμο για να ικανοποιήσει τις δικές του επιδιώξεις. Στο φως όλων αυτών, είναι σαφές ότι η διάλυση της LCR για αν συγκροτηθεί το ΝΡΑ δεν άνοιξε κανένα πολλά υποσχόμενο δρόμο στην «παλιά φρουρά» που αντιθέτως για πρώτη φορά βρίσκεται διαιρεμένη.
Ειδική περίπτωση μέσα στην ευρωπαϊκή δημοκρατική αριστερά μπορεί να αντιπροσωπεύει το κόμμα Die Linke, όχι, όμως, γιατί έχει κάποια πολιτική ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλισμό, μια και συμμετέχει σε αστικές κυβερνήσεις σε διαφορά κρατίδια. Η ιδιομορφία της Linke έγκειται στο ότι γέννησε την προσδοκία μιας διεξόδου σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης, μαζί και σε ένα τμήμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που είναι δυσαρεστημένο με το SPD και την πλειοψηφία του συνδικαλιστικού μηχανισμού. Τοποθετείται σε ένα σημείο από το οποίο περνάει η δυσαρέσκεια των μαζών. Κάτω από τέτοιου είδους πιέσεις, ένα κόμμα σαν την Die Linke θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιηθεί και να αναπτύξει στο εσωτερικό του επαναστατικές τάσεις. Αυτή η πιθανότητα θέτει στην ημερήσια διάταξη το κάλεσμα να σπάσει η Die Linke κάθε δεσμό με τις περιφερειακές αστικές κυβερνήσεις , να κινητοποιηθεί για την απόσυρση όλων των προγραμμάτων λιτότητας και να διεκδικήσει μια εργατική κυβέρνηση.
Η Τέταρτη Διεθνής
10. Έχουν εξαντληθεί πλήρως οι προσπάθειες ανάπτυξης της Αριστεράς μέσω της προσαρμογής της σε ό,τι χαρακτηρίζει σαν νέες ιστορικές συνθήκες ασύμβατες με το «μπολσεβίκικο υπόδειγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης». Για να μπορεί αυτό το «υπόδειγμα» να ξεπεραστεί ( αν και ο Μπολσεβικισμός ήταν πάντα μια μέθοδος κι όχι ένα δόγμα) θα ήταν αναγκαίο ο καπιταλισμός να παύσει να είναι μια ιστορικά καθορισμένη κοινωνική οργάνωση, αντιφατική, άτρωτη στην χρεοκοπία και την κοινωνική καταστροφή. Ο Λέων Τρότσκυ το 1936, στην πιο μαύρη ώρα της σταλινικής τρομοκρατίας, στήριζε την « επικαιρότητα της Οκτωβριανής Επανάστασης [..] στην παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού». Αυτή η επικαιρότητα θέτει ξανά στην ημερήσια διάταξη το «υπόδειγμα» του μπολσεβίκικου κόμματος και μιας προλεταριακής Διεθνούς θεμελιωμένης σε ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων.
Διάφορα τροτσκιστικά ρεύματα αυτό-γελοιοποιήθηκαν στηρίζοντας το κάλεσμα του Τσάβες και του Τσαβισμού για μια Πέμπτη Διεθνή, μ’ άλλα λόγια το κάλεσμα του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων της Βενεζουέλας που σύμμαχοί του είναι ο Κίρχνερ, ο Λούλα, ο Μουγκάμπε κι ο Αχμαντινετζάντ, ο θεοκράτης μακελάρης του ιρανικού λαού κι άλλων καταπιεσμένων εθνών, όπως είναι οι Κούρδοι.
Σε αντίθεση με όλες αυτές τις μορφές προσαρμογής η Συντονιστική Επιτροπή για την Επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς (ΣΕΤΔ)προέβλεψε με συστηματικό τρόπο την τάση προς την καπιταλιστική χρεοκοπία, σημειώνοντας ότι θα οδηγήσει σε επαναστατικές καταστάσεις και σ’ αυτή την πρόβλεψη βάσισε την προπαγάνδα της. Από την ίδρυσή της η ΣΕΤΔ έκανε ξεκάθαρο ότι δεν έχει μέλλον μια ανοικοδόμηση της 4ης Διεθνούς πάνω στη βάση της αυτοδιακήρυξης μιας φράξιας που διεκδικεί τον τίτλο. Απαιτείται μια προπαρασκευαστική εργασία και μια συσπείρωση δυνάμεων που διεκδικούν το ιστορικό της πρόγραμμα και την επαναστατική της λειτουργία.
Στο φως της παγκόσμιας κρίσης και των γενικευμένων κινητοποιήσεων, η ΣΕΤΔ καλεί στην ολόπλευρη ανάπτυξη αυτών των κινητοποιήσεων κι εξεγέρσεων. Καλεί στην πάλη ενάντια στην γραφειοκρατία των συνδικάτων και των κομμάτων. Πάνω απ’ όλα παλεύει για να στρατολογήσει την εργατική πρωτοπορία αυτών των αγώνων.
Η ανάλυση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτήν είναι ο άξονας κι η πολιτική διαχωριστική γραμμή μέσα στην Αριστερά και τον τροτσκισμό. Χωρίς κανέναν άλλον όρο παρά μοναχά αυτήν την θεωρητική βάση και την αντίστοιχη πρακτική δράση, επαναβεβαιώνουμε το καθήκον για την επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς, της οποίας η ιστορική αποστολή είναι ακόμα ανολοκλήρωτη. Η μέθοδος γι’ αυτήν την οικοδόμηση είναι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Το ιστορικό έδαφος της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης έχει πια αποκτήσει διαστάσεις χωρίς προηγούμενο.
Η Διεθνής Γραμματεία της ΣΕΤΔ
Διάφορα τροτσκιστικά ρεύματα αυτό-γελοιοποιήθηκαν στηρίζοντας το κάλεσμα του Τσάβες και του Τσαβισμού για μια Πέμπτη Διεθνή, μ’ άλλα λόγια το κάλεσμα του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων της Βενεζουέλας που σύμμαχοί του είναι ο Κίρχνερ, ο Λούλα, ο Μουγκάμπε κι ο Αχμαντινετζάντ, ο θεοκράτης μακελάρης του ιρανικού λαού κι άλλων καταπιεσμένων εθνών, όπως είναι οι Κούρδοι.
Σε αντίθεση με όλες αυτές τις μορφές προσαρμογής η Συντονιστική Επιτροπή για την Επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς (ΣΕΤΔ)προέβλεψε με συστηματικό τρόπο την τάση προς την καπιταλιστική χρεοκοπία, σημειώνοντας ότι θα οδηγήσει σε επαναστατικές καταστάσεις και σ’ αυτή την πρόβλεψη βάσισε την προπαγάνδα της. Από την ίδρυσή της η ΣΕΤΔ έκανε ξεκάθαρο ότι δεν έχει μέλλον μια ανοικοδόμηση της 4ης Διεθνούς πάνω στη βάση της αυτοδιακήρυξης μιας φράξιας που διεκδικεί τον τίτλο. Απαιτείται μια προπαρασκευαστική εργασία και μια συσπείρωση δυνάμεων που διεκδικούν το ιστορικό της πρόγραμμα και την επαναστατική της λειτουργία.
Στο φως της παγκόσμιας κρίσης και των γενικευμένων κινητοποιήσεων, η ΣΕΤΔ καλεί στην ολόπλευρη ανάπτυξη αυτών των κινητοποιήσεων κι εξεγέρσεων. Καλεί στην πάλη ενάντια στην γραφειοκρατία των συνδικάτων και των κομμάτων. Πάνω απ’ όλα παλεύει για να στρατολογήσει την εργατική πρωτοπορία αυτών των αγώνων.
Η ανάλυση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτήν είναι ο άξονας κι η πολιτική διαχωριστική γραμμή μέσα στην Αριστερά και τον τροτσκισμό. Χωρίς κανέναν άλλον όρο παρά μοναχά αυτήν την θεωρητική βάση και την αντίστοιχη πρακτική δράση, επαναβεβαιώνουμε το καθήκον για την επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς, της οποίας η ιστορική αποστολή είναι ακόμα ανολοκλήρωτη. Η μέθοδος γι’ αυτήν την οικοδόμηση είναι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Το ιστορικό έδαφος της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης έχει πια αποκτήσει διαστάσεις χωρίς προηγούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου