Οι εκλογές της 25ης Οκτωβρίου στη Δημοκρατία της Τσεχίας άφησαν ένα μεγάλο ερωτηματικό: τελικά ποιός είναι ο νικητής;
Για πολλούς θεωρούνται ιστορικές. Είναι η απόδειξη ότι το πάλαι πότε σταθερό και επιτυχήμενο μετα- σοσιαλιστικό πολιτικό σύστημα- πρότυπο ομαλής μετάβασης και νεοφιλελεύθερης οικονομικής επιτυχίας- ουσιαστικά έχει τελειώσει. Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι τι μπορεί να ακολουθήσει. Τα δεξιά κόμματα του παρελθόντος παρουσιάζουν εικόνα διάλυσης ενώ νέα εμφανίζονται στο προσκήνιο διεκδικώντας μερίδα από τους ψηφοφόρους τους. Η αριστερά φαίνεται να έχει μια ιστορική ευκαιρία, είναι ζητούμενο όμως αν μπορεί να την εκμεταλλευτεί.
Η εκλογική αναμέτρηση λαμβάνει χώρα στη μέση μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης που ξεκινάει το καλοκαίρι με την παραίτηση του αδύναμου κυβερνητικού συνασπισμού ύστερα από ένα ισχυρό σκάνδαλο διαφθοράς και παράνομων υποκλοπών και κατασκοπίας που φτάνει έως και τον ίδιο τον πρωθυπουργό και συνεχίζεται με τον αντιδημοκρατικό και αντισυνταγματικό διορισμό μιας κυβέρνησης “ειδικών” από τον πρόεδρο της χώρας, φιλικά προσκείμενων στο πρόσωπό του.
Ταυτόχρονα η οικονομική κατάσταση της χώρας, συνεχώς επιδεινούμενη τα τελευταία χρόνια, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για αισιοδοξία. Δεν είναι παράλογο, λοιπόν, που η αποχή ξεπερνά το 40%. Στα μάτια των πολιτών το “παλιό” σύστημα είναι συνώνυμο με τη διαφθορά και την απάτη, έχει απογοητεύσει το σύνολο του λαού, δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και δεν μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα του κόσμου, δεν μπορεί καν να “σώσει” τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που μια σειρά από “κόμματα διαμαρτυρίας” κατάφεραν να σημειώσουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, γεγονός που αναδεικνύει κάποια από αυτά σε κυρίαρχους παίκτες των μετεκλογικών διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Σε μια περίοδο απαξίωσης των θεσμών μεγαλύτερη σημασία φαίνεται να έχει η πολιτική τιμωρία του κατεστημένου από την ελπίδα ότι τελικά κάτι μπορεί να αλλάξει.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί ως μια ακόμα έκφραση της παραπάνω κρίσης, άλλο ένα επεισόδιό της. Τα κόμματα του προηγούμενου κυβερνητικού συνασπισμού γίνονται αποδέκτες όλης της δυσαρέσκειας και κυριολεκτικά καταποντίζονται. Το κόμμα του πρωην πρωθυπουργού μετά βίας καταφέρνει να αγγίξει το 7%.
Το φιλοευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της χώρας έρχεται πρώτο με το μικρότερο ποσοστό στην ιστορία του, μόλις 20%, και την εσωκομματική αντιπαράθεση να υποβόσκει στο εσωτερικό του. Μόλις μια μέρα μετά τις εκλογές η εσωκομματική αντιπολίτευση με τη στήριξη και καθοδήγηση του προέδρου της χώρας ζητά την παραίτηση του ηγέτη του κόμματος και μελλοντικού πρωθυπουργού, κατηγορώντας τον ως υπαίτιο για το βαρύ εκλογικό αποτέλεσμα.
Η έκπληξη των εκλογών είναι το κόμμα του “Ναι” με ηγετική φυσιογνωμία μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, τον Αντρέι Μπαμπίς, έναν πολυεκατομμυριούχο, μεγιστάνα της βιομηχανίας τροφίμων και χημικών, πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και ωφελημένο από το “παζάρι” των αποκρατικοποιήσεων μετά το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Πολλοί τον παρομοιάζουν με τον Μπερλουσκόνι. Το κόμμα του, το κόμμα των “δυσαρεστημένων,” ιδρύεται μόλις το 2011 με χαρακτήρα ακραία νεοφιλελεύθερο, λαϊκίστικο και αντικομμουνιστικό, υπόσχεται δε στο λαό ότι θα πατάξει τη διαφθορά με κάθε τρόπο και θα διοικήσει τη χώρα όπως ο ηγέτης του διοικεί τις επιχειρήσεις του. Μετά από μόλις 2 χρόνια ύπαρξης και μια δαπανηρή πολιτική καμπάνια καταφέρνει να αναδειχθεί δεύτερο με 18% και σημαντικός παίχτης την επαύριο των εκλογών, αν και ο Μπαμπίς δηλώνει ότι δεν θα συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.
Τρίτο έρχεται το κομμουνιστικό κόμμα που αγγίζει το 15% και καταφέρνει να ενισχύσει τη θέση του, αν και λιγότερο απ' ότι το ίδιο ήλπιζε. Παρ'όλα αυτα για πρώτη φορά μετά το 1989 καταφέρνει να βγει ξανά στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής, διεκδικώντας ίσως και μερίδιο εξουσίας στον επόμενο κυβερνητικό σχηματισμό. Και μπορεί να θεωρηθεί σημαντική και ελπιδοφόρα επιτυχία, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς την αντικομμουνιστική υστερία των προηγούμενων χρόνων που χαρακτηρίστηκε από έντονες πιέσεις για να καταστεί το κόμμα παράνομο, ποινικοποίηση και διάλυση της κομμουνιστικής νεολαίας, συγκεντρώσεις ενάντια στο κόμμα και υπέρ των θυμάτων του κομμουνισμού και άλλα. Όσο όμως η κρίση στη χώρα βαθαίνει, τόσο οι κατεστημένες αντιλήψεις απομυθοποιούνται και οι συνειδήσεις μετατοπίζονται. Η αλήθεια είναι οτι το κόμμα κατάφερε όλα αυτά τα χρόνια να διατηρήσει μια σχετικά σταθερή εκλογική βάση βασιζόμενο στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Είναι άλλωστε το μόνο κόμμα του πρώην ανατολικού μπλοκ που διατήρησε στον τίτλο του τον χαρακτηρισμό “κομμουνιστικό”. Σήμερα καταφέρνει να αυξήσει την επιρροή του ιδιαίτερα σε έναν απογοητευμένο κόσμο που είδε όλες τις ελπίδες και τις προσδοκίες που δημιούργησε το μετα- σοσιαλιστικό καθεστώς, να διαλύονται.
Η επόμενη μέρα δεν θα είναι εύκολη και η πολιτική σταθερότητα φαντάζει μακρινό όνειρο. Ο σχηματισμός κυβέρνησης περνάει μέσα από τις συμπληγάδες της εσωκομματικής πάλης στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και του πολυκερματισμού των βουλευτικών εδρών, καθώς κανένα κόμμα δεν συγκεντρώνει τον απαραίτητο αριθμό για σχηματισμό κυβέρνησης. Δυο φαίνεται να είναι τα πιο πιθανά σενάρια.
Το πρώτο είναι η κυβερνητική συνεργασία των σοσιαλδημοκρατών με τα κόμματα της δεξιάς, το κόμμα του “Ναι” και το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, σενάριο δύσκολο άλλα ίσως αναγκαίο για τους σοσιαλδημοκράτες, που φοβούνται ότι η ταύτιση του κόμματος με τη δεξιά και μια μεγάλη απομάκρυνση από το αρχικό τους πρόγραμμα (που περιλαμβάνει διακοπή του προγράμματος λιτότητας της προηγούμενης κυβέρνησης, αύξηση των κρατικών δαπανών κ.α.) θα απομακρύνει ακόμα περισσότερο τον λαό και θα απονομιμοποιήσει το κόμμα στα μάτια του.
Το δεύτερο σενάριο είναι μια κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή είτε του δεύτερου κόμματος είτε των κομμουνιστών, σενάριο που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια αδύναμη κυβέρνηση, ευάλωτη στις πολιτικές πιέσεις, που είναι πολύ πιθανό να οδηγηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα ξανά σε εκλογές. Ό,τι και να συμβεί τελικά το κλίμα πολιτικής κρίσης και απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος φαίνεται αρκετά δύσκολο να καμφθεί. Ακόμα πιο δύσκολη φαίνεται η οικοδόμηση ενός συλλογικού οράματος που να μπορεί να δώσει ελπίδα για το μέλλον.
Ακόμα και αν το παλιό πεθαίνει, το νέο προς το παρόν δεν έχει φανεί. Είναι εδώ που θα κληθεί η αριστερά να παίξει ρόλο, είναι εδώ που θα αποδειχθεί το αν η σημερινή της επιτυχία μπορεί εκτος από πρόσκαιρα αποτελέσματα να αποκτήσει πραγματικά μόνιμα και σταθερά χαρακτηριστικά.
Η Νάσια Πλιακογιάννη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στην Πράγα και μέλος του Σχεδίου Β'
Πηγή : Σχέδιο Β'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου