Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Πόσο δεξιά κυβέρνηση;
Όσο προανήγγειλε ο στρατηγός Πολύδωρας

Η νέα δικομματική κυβέρνηση που προέκυψε αλλά και η υπουργική της σύνθεση έρχονται να επιβεβαιώσουν μια ολοένα ταχύτερη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού επί το αντιδραστικότερον. Όσο κι αν προσπαθούν οι κυβερνώντες να πείσουν ότι μπορούν να διαμορφώσουν κλίμα εξόδου από την κρίση που μαστίζει τη χώρα, η πολιτική αστάθεια έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο πολιτικό σκηνικό. Οι εξελίξεις στην Πορτογαλία, οι διαδηλώσεις στην Ισπανία, οι εξεγέρσεις σε Αίγυπτο και Τουρκία καθώς και ο πόλεμος που μαίνεται στη Συρία εγγυώνται ότι λύσεις με μακροημέρευση μάλλον δεν υπάρχουν πλέον.
Η υπουργοποίηση του Άδωνη και του Μητσοτάκη, πολιτικών που έχουν δηλώσει από το πρώτο μνημόνιο ότι θα υλοποιήσουν ό,τι πιο αντιλαϊκό προκρίνουν οι ιμπεριαλιστές (μαζικές απολύσεις, κλείσιμο σχολείων και νοσοκομείων, διάλυση όποιου υπολείμματος δημόσιας υγείας έχει απομείνει κ.λπ.), δείχνει αφενός τα αδιέξοδα στα οποία έχουν περιέλθει, παρότι προσπαθούν να φαίνονται λιγότερο απεχθείς, αφετέρου την αποφασιστικότητά τους να εφαρμόσουν ακόμη αντιλαϊκότερη πολιτική, νέα μνημόνια κ.λπ.. Οι μάσκες δεν χρειάζονται πλέον.
Το ξεπέταγμα της ΔΗΜΑΡ, μιας πολιτικής ομάδας που μπροστά στην κατάκτηση κυβερνητικού θώκου ήταν και είναι έτοιμη να δώσει γη και ύδωρ σε βάρος των εργατικών κατακτήσεων, φανερώνει μια αδίστακτη επιλογή ανάδειξης ενός κυβερνητικού σχήματος αποφασισμένου να σαρώσει ό, τι έχει απομείνει στον κόσμο της εργασίας και στο λαό γενικότερα. Απόφαση που έρχεται να επιβεβαιωθεί και από την περαιτέρω αντιδραστικοποίηση του άλλου εταίρου, που δεν δίστασε να ρισκάρει ακόμη και την ίδια του την εναπομείνασα ομάδα με την αποχώρηση της “αριστερής του αντιπολίτευσης” αλλά και τον εγκλωβισμό του σε έναν συσσίφειο αγώνα για να αποδείξει πού διαφοροποιείται από την ΝΔ και μάλιστα από την αντιδραστικότερη εκδοχή της.
Η δίνη της κρίσης, που ολοένα διευρύνεται καταπίνοντας οικονομίες, λαούς και εργαζόμενους, δείχνει πλέον τα πιο αντιδραστικά της χαρακτηριστικά, μετατοπίζοντας το πολιτικό σκηνικό προς φασίζουσες πολιτικές. Η μη υπουργοπόιηση του Βορίδη ήταν απλώς ένας επικοινωνιακός ελιγμός ώστε να διασωθεί κάπως το αποκρουστικό πρόσωπο αυτής της κυβέρνησης. Ελιγμός που έδειξε τα όριά του στο συνέδριο της ΝΔ, με τη απευθείας επίθεση στον ιδρυτή του υπολείμματος που σήμερα αυτοαποκαλείται “σοσιαλιστικό κίνημα”, με πραγματικό στόχο τις όποιες κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, όσο και με τις δηλώσεις του Β. Πολύδωρα, που επισημοποίησε τη διάθεση για αναζήτηση κάποιας συνεργασίας με τους ναζιστές της Χρυσής Αυγής.
'Οσο κι αν διαρρηγνύει τα ιμάτιά της η Πιπιλή για κάθετο διαχωρισμό των δυο δεξιών αυτών κομμάτων, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Η σημερινή πολιτική κρίση δεν περιθωριοποιεί πολιτικά τη ΧΑ, αντίθετα ολοένα και συμπλησιάζουν οι δύο αυτοί χώροι σε επίπεδο πολιτικών προτάσεων. Αν σήμερα είναι μάλλον δύσκολο και αχρείαστο να υπάρξει τέτοιου είδους συνεργασία, τα πολιτικά δεδομένα δείχνουν ότι αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί αύριο. Άλλωστε οι οργανωτικές και πολιτικοϊδεολογικές συγγένειες πολλών στελεχών της ΝΔ με χουντοβασιλικά μορφώματα δεν αμφισβητούνται. Σήμερα, ωστόσο, επιλέγεται είτε η υιοθέτηση πολιτικών προτάσεων της ΧΑ (μετανάστες, περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων, επαναφορά νόμου Λοβέρδου) είτε η σύμπλευση σε μια σειρά ψηφοφορίες στη Βουλή και στήριξη μέτρων της κυβέρνησης (προσφάτως το κλείσιμο ΕΡΤ) από τη ΧΑ. Όμως αυτή η ακροδεξιά μετατόπιση του πολιτικού δείκτη από την κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΔΗΜΑΡ ενίοτε, ευνοεί σε τελευταία ανάλυση τη ΧΑ. Όσο κι αν προσπαθούν με αυτή την ακροδεξιά μετατόπιση να καλύψουν το εκλογικό κομμάτι που εκφράζεται μέσω της ΧΑ, δεν μπορούν να αποσιωπήσουν ότι ο φόβος που τους κυριεύει μπροστά στη διογκούμενη λαϊκή αγανάκτηση είναι αυτός που τους οδηγεί σε αντιδραστικότερη πολιτική. Γιατί μόνο έτσι μπορεί αυτή να επιβληθεί.
Η διάχυτη ανησυχία που διατρέχει τις λαϊκές μάζες για το πού πάει το πράγμα δεν είναι απλώς φόβος ή διαίσθηση. Βλέπουν ότι μπροστά τους έχουν ένα μαύρο μπλοκ δυνάμεων που έχει αποφασίσει να πάρει κι άλλα, μα κι άλλα μέτρα, ενώ από την πλευρά των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρα είναι τα πράγματα. Κατανοούν ότι άμεση και χειροπιαστή ανατροπή των όρων επιβίωσης που έχουν επιβληθεί δεν υπάρχει, αν οι ίδιοι δεν πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους. Και σε αυτό οι προτάσεις που καταθέτει ο ευρύτερος αριστερός χώρος δεν είναι ό,τι το καλύτερο.
Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει τα όριά της. Σε μια τέτοιου χαρακτήρα αντιδραστικοποίηση επιλέγει την ακόμη παραπέρα προσαρμογή του. Η αναζήτηση των πεφωτισμένων κομματιών της αστικής τάξης σηματοδοτήθηκε από την αναγνώριση του Κ. Καραμανλή ως Ευρωπαίου εκσυγχρονιστή, ενώ και το ΚΚΕ φρόντισε μπροστά στα διαμορφούμενα δεδομένα να ρίξει κι αυτό τις γέφυρές του, απαλλάσοντας τον "εθνάρχη" από την ανάμιξή του στη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη.
Οι εργαζόμενοι μετά τις επιστρατεύσεις και τις μαζικές απολύσεις στην ΕΡΤ αλλά και τις επερχόμενες στους εκπαιδευτικούς κατανοούν ότι η εναλλακτική λύση που τους προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ μπάζει. Οποιαδήποτε απόπειρα του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει πέριξ του ένα ρεύμα δημοκρατικής συσπείρωσης στις σημερινές συνθήκες (βλέπε την κήρυξη ανένδοτου) απαιτεί μαχητικό λαϊκό κίνημα που μπροστάρη θά 'χει όχι τους "αγανακτισμένους" αλλά ένα ταξικό εργατικό κίνημα. Αντίθετα, δηλαδή, από αυτό που επιχειρείται στην ΕΡΤ, όπου ο Φωτόπουλος και κάθε ξεπουλημένος εργατοπατέρας αναλαμβάνει να ξεπλύνει τον εργοδοτικό συνδικαλισμό μέσα από χειρισμούς δικαστικούς και επεμβάσεις "παραγόντων".
Ούτε βέβαια απαντά τις λαϊκές ανησυχίες η αποστείρωση του ΚΚΕ και η επιδίωξη αναστήλωσης των εκλογικών του επιδόσεων.
Από κοντά και οι "ριζοσπαστικές" προτάσεις του εξωκοινοβουλίου, που, διαστέφοντας για άλλη μια φορά τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης (π.χ., άρθρο 16, απεργία Χαλυβουργών, εκπαιδευτικών), αρνούνται την κοινή δράση σε συγκεκριμένους στόχους που αναδεικνύουν είτε τα απεργιακά ξεσπάσματα είτε η πολιτική πραγματικότητα και προσπαθούν να επιβάλουν τον κομματικό τους προγραμματισμό για μεταβατικές αριστερές κυβερνήσεις και σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις εντός του καπιταλισμού (καμία διδαχή από τη Λ. Αμερική) και απωθούν τις όποιες δυνατότητες δημουργίας εστιών αντίστασης σε απροσδιόριοστο μέλλον.
Σήμερα θα πρέπει να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις μάζες ότι μπορούν να πάρουν άλλο δρόμο οι εξελίξεις, αν υπάρξει μαζικό λαϊκό κίνημα. Αν ανοιχτούν και ενισχυθούν εστίες αντίστασης όπου εφαρμόζεται η αντιδραστική αυτή πολιτική. Χρειάζονται νίκες και όχι προγραμματικές διακηρύξεις εκλογικίστικων προδιαγραφών. Πρέπει η ΠΑΑΣ, αν θέλει να παίξει το ρόλο ενός μετωπικού αντιιμπεριαλιστικού-αντικαπιταλιστικού οχήματος, να συμβάλει στην ενίχυση των όποιων αντιστάσεων ξεσπούν, γειωμένη με την πραγματικότητα αλλά και συμβάλλοντας στην πολιτικοποίηση αυτών των ξεσπασμάτων στην κατεύθυνση της ανατροπής αυτής της πολιτικής συνολικά και όχι απλώς της -όποιας- κυβέρνησης ή κάποιου υπουργού. Πολιτικοποίηση που δεν θα... στηρίζεται στις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ ή των υπολειμμάτων του "αριστερού" ΠΑΣΟΚ ή και της ΔΗΜΑΡ, ξαναγυρίζοντας τον κόσμο στις αυταπάτες, αλλά με στόχευση την ανατροπή αυτού του συστήματος. Αυτή η διαδικασία θα αναδείξει τα προτάγματα που πρέπει να υιοθετηθούν από τις μάζες και όχι το αντίστροφο. Δηλαδή, η εμφύτευση ενός προγράμματος που σκαρφίστηκαν κάποια κομματικά γραφεία ως προϋπόθεση για να στηριχτούν κοινές δράσεις και αγώνες, αφού αυτοανακηρύχθηκαν ως πρωτοπορία.
Στους δύσκολους καιρούς που έρχονται θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι αγώνες που θα αναπτυχθούν δεν αρκεί να έχουν ως πρόσημο μόνο τον αντιφασισμό, γιατί αυτός δεν θα εκφέρεται πλέον κυρίως από την όποια ΧΑ αλλά, το πιθανότερο, από τους κυβερνώντες. Και εδώ οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές και ευρύτερες από τον Άγιο Παντελεήμονα και τους μετανάστες. Αυτός ο κίνδυνος είναι που προβάλλει μετά τον τελευταίο ανασχηματισμό αλλά και τις δηλώσεις του λαγού Πολύδωρα.

πηγή: Προλεταριακή Σημαία

Δεν υπάρχουν σχόλια: