Σε ευθεία διασύνδεση με τις πρακτικές των ναζί είναι οι «θέσεις» και «κοινωνικές δράσεις» που αναπτύσσει η φασιστική Χρυσή Αυγή. Η «ανεύρεση εργασίας», οι διανομές τροφίμων και αιμοδοσίες (όλα «μόνο για Ελληνες») που στήνει προσπαθώντας να δείξει φιλολαϊκό προφίλ. Στην πραγματικότητα, ταυτιζόμενη πλήρως με τα μεγάλα συμφέροντα, το μεγάλο κεφάλαιο, που τάχα καταγγέλλει, παίρνοντας το νήμα από τις αστικές κυβερνήσεις και στο ίδιο αντιλαϊκό μονόδρομο, ετοιμάζει ένα νέο Καιάδα για τους εργάτες και το λαό, εμπνευσμένο κατ' ευθείαν από το εφιαλτικό Γ' Ράιχ. Οι αντιστοιχίσεις με κείνη την (όχι και τόσο μακρινή) εποχή πολλές, και χρήσιμο είναι να υπενθυμιστούν:
Στο ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Β' Διεθνούς προδίδουν την εργατική τάξη, στηρίζοντας τους αστούς και καλούν τους εργάτες να ριχτούν στη σφαγή. Τέσσερα χρόνια μετά, η Γερμανία βγαίνει από τον πόλεμο ηττημένη. Η επιδείνωση των συνθηκών ζωής και η ακτινοβολία της Οχτωβριανής Επανάστασης οδηγούν σε μια πρωτόγνωρη κίνηση μαζών στη Γερμανία. Η εξέγερση των ναυτών του γερμανικού στόλου στο Κίελο, Νοέμβρης του 1918, μεταφέρθηκε σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, όπου οι στρατιώτες συμφιλιώνονταν με το λαό, συγκροτούνταν Συμβούλια στρατιωτών και εργατών. Ο φόβος για ένα «Γερμανικό Οκτώβρη» αναγκάζει το γερμανικό κεφάλαιο να πάρει δραστικά μέτρα. Χαρακτηριστική η ομολογία του μεγαλοβιομήχανουΡόμπερτ Μπος ότι «για να σβήσεις το σπίτι σου, που καίγεται, θα χρησιμοποιήσεις και βρωμόνερα». Τα «βρωμόνερα» στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η σοσιαλδημοκρατία, που έχει ήδη δώσει εξετάσεις.
Η αστική τάξη τής αναθέτει τη διακυβέρνηση. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) πρωτοστατεί στη δολοφονία των ηγετών της γερμανικής επανάστασης, Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ, και στη σφαγή των εργατών. Διαμορφώνεται τυπική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που ονομάστηκε «δημοκρατία της Βαϊμάρης». Μια αστική εξουσία που διασφάλισε όλες τις λειτουργίες του αστικού κράτους ως μηχανισμού βίας ενάντια στην εργατική τάξη και στους άλλους καταπιεσμένους.
Το SPD και τα άλλα κόμματα της Βαϊμάρης στήριξαν όλα τα αντιλαϊκά μέτρα και συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία ανοχών απέναντι στον ανερχόμενο φασισμό. Κατέστειλαν εργατικές εξεγέρσεις, απεργίες, ανασυγκρότησαν τους μηχανισμούς του γερμανικού αστικού κράτους, το στρατό της Ράιχσβερ και τα αντιδραστικά Freikorps, από τα οποία ξεπήδησαν στη συνέχεια οι ναζιστικές δυνάμεις των SS και SA. Εκαναν τα πάντα για αναχαίτιση του εργατικού κινήματος.
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης και το γερμανικό κεφάλαιο εξέθρεψαν το ναζιστικό τέρας. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 1929 - 1932, τα αστικά κόμματα πήραν πολύ σκληρά μέτρα, με στόχο το ξεπέρασμα της κρίσης σε βάρος της γερμανικής εργατικής τάξης και προς όφελος του γερμανικού κεφαλαίου. Η αντιλαϊκή πολιτική των «δημοκρατικών» δυνάμεων εκείνης της περιόδου αποτέλεσε βασικό παράγοντα ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (ΝΑΖΙ -Nationalsozialismus - εθνικοσοσιαλισμός)). Το SPD στήριξε την αντιλαϊκή πολιτική στη λογική του «μικρότερου κακού». Με την ίδια λογική στήριξε στις προεδρικές εκλογές τον φιλομοναρχικό Χίντενμπουργκ, ο οποίος στη συνέχεια παρέδωσε την καγκελαρία στον Χίτλερ. Σε συνθήκες νέας οικονομικής κρίσης, όξυνσης της ταξικής πάλης και προετοιμασίας για ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο (τον Β' ΠΠ), τα γερμανικά μονοπώλια επέλεξαν τη στήριξη του ναζισμού ως πιο αυθεντικού εκφραστή των συμφερόντων τους εκείνη την εποχή.
Οντας οι ναζί στη διακυβέρνηση αξιοποίησαν το μηχανισμό της πρόνοιας σαν μηχανισμό πειθάρχησης της εργατικής τάξης. Μάλιστα, η μετατροπή της Πρόνοιας από «υπηρεσία επιδομάτων» σε «υπηρεσία πληροφοριών» δεν ήταν καθόλου δική τους επινόηση αλλά ξεκίνησε από τα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και συγκεκριμένα από τις κυβερνήσεις Μπρούνινγκ και Φον Σλάιχερ. Η πρόνοια έθετε διαχωρισμούς και διακρίσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους και στους ανέργους, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες ανέργων, με αποκλεισμούς από τα επιδόματα. Ανάμεσα στις ομάδες που στερήθηκαν επιδόματα και παροχές στο όνομα της «αναγκαιότητας για μείωση του δημοσίου ελλείμματος» συγκαταλέγονται, εκτός από τους πιο απείθαρχους εργάτες, όσοι ήταν ασθενικοί, αλλά και οι νέοι κάτω των 21 ετών και ιδιαίτερα οι νέες γυναίκες που δεν είχαν παιδιά.
Λειτουργώντας σαν υπηρεσία πληροφοριών, ο μηχανισμός της Πρόνοιας κατέγραφε, κατηγοριοποιούσε και επιτηρούσε την εργατική τάξη, λειτουργούσε αποτρεπτικά ή τιμωρητικά όσον αφορά τη συμμετοχή της στους αγώνες. Σε μεγάλο μέρος της η Πρόνοια πέρασε στους δήμους. Η αύξηση της ανεργίας ανάγκαζε χιλιάδες ανέργους να υφίστανται λεπτομερή καταγραφή και έλεγχο της προσωπικής τους ζωής, στην προσπάθειά τους να πείσουν το σύστημα της δημοτικής πρόνοιας να τους χορηγήσει επίδομα ανεργίας ή κοινωνική ασφάλιση, τους καθιστούσε έτσι ευάλωτους σε κάθε είδους εκβιασμό. Οταν οι ναζί ήρθαν στην εξουσία, παρέλαβαν αυτό το μηχανισμό και συνέχισαν με παρόμοιο τρόπο τη λειτουργία του, συμπληρώνοντάς τον με μια παράλληλη δομή καταγραφής και διαχωρισμού των ατόμων στη βάση βιολογικών και φυλετικών κριτηρίων.
Ιδεολογική βάση της ναζιστικής εργατικής πολιτικής αποτελούσε η άποψη για την αρμονία κεφαλαίου - εργασίας, η ταξική συνεργασία και ο χαρακτηρισμός όλων ως «παραγωγών», αφεντικών και εργατών. Αυτά λένε και οι Χρυσαυγίτες σήμερα. Στο κείμενο «θέσεων» που ανάρτησαν στην ιστοσελίδα τους 11/11/2012, δικαιολογούσαν στο «εργατικό δυναμικό» τους «κεφαλαιοκράτες»: «Αυτοί είναι οι κάτοχοι του κεφαλαίου, που με τη μετατροπή του σε κεφαλαιουχικά αγαθά (μηχανές, κτίρια κλπ.) αποτελεί το αναγκαίο (εκτός από τον απαραίτητο παράγοντα της εργασίας) υπόβαθρο για να υπάρξει παραγωγή. Ετσι οι κεφαλαιοκράτες, παρά το γεγονός ότι δεν εργάζονται και αποτελούν στην ουσία μια τάξη παρασιτική, σαν κάτοχοι του επίσης απαραίτητου για να υπάρξει παραγωγή κεφαλαίου, θα δικαιούνταν ίσως ένα μέρος της υπεραξίας, που στον καπιταλισμό την καρπούνται ολόκληρη, κι αυτό για να έχουν ένα κίνητρο για τις απαραίτητες επενδύσεις (...) Ο απλούστερος τρόπος μοιράσματος της υπεραξίας μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας είναι 1:1».
Το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (DAF) που ιδρύθηκε στις 11 Μάη 1933 αποτελούσε τη «συνδικαλιστική» οργάνωση των ναζί και βέβαια ήταν η μόνη τέτοια οργάνωση που μπορούσε να υφίσταται, αφού παράλληλα προχώρησαν σε κατάληψη όλων των γραφείων των συνδικάτων, σε κατάσχεση της ιδιοκτησίας τους και στη σύλληψη και φυλάκιση των ηγετών τους. Σήμερα, οι χρυσαυγίτες μιλούν και γράφουν για «εσμό συνδικαληστών» στοχοποιώντας τους, αποδίδοντας μια σειρά «ευθύνες» για τα λαϊκά προβλήματα βγάζοντας λάδι το μεγάλο κεφάλαιο.
Για την αντιμετώπιση της ανεργίας, τα ποσοστά της οποίας έγιναν εκρηκτικά στην περίοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, λόγω της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης, οι ναζί κατάργησαν την ελεύθερη εκλογή θέσης εργασίας, με ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις να επιβάλουν όχι μόνο στρατιωτικούς κανονισμούς αλλά ακόμα και στρατιωτικές στολές στους εργαζομένους τους. Από τα 20,5 εκατ. εργάτες και υπαλλήλους στο τέλος του 1932, τα 12 εκατ. ήταν εργαζόμενοι και τα 8,5 εκατ. άνεργοι. Στο τέλος του 1933, μετά από ένα χρόνο, οι εργαζόμενοι ήταν 13,3 εκατ. άλλα 4,1 εκατ. καταγράφονταν ως άνεργοι που αναζητούσαν εργασία ενώ 3,1 εκατ. δεν καταγράφονται ούτε ως εργαζόμενοι, ούτε ως άνεργοι αλλά είχαν «εξαφανιστεί» από τη στατιστική.
Οι άνεργοι χωρίστηκαν σε τρία μέρη: Περίπου 4 εκατ. συνέχισαν να λαμβάνουν ένα επίδομα - μέρος του μισθού, ένα δεύτερο μέρος περίπου 3 εκατ. αντιμετωπίστηκε ως «αόρατο» και αφέθηκε στην εξαθλίωση, χωρίς καμία παροχή, ενώ ένα τρίτο μέρος, περίπου 1 εκατ., συγκεντρώθηκε στα Στρατόπεδα Εργασίας. Ενα μέρος επομένως του προλεταριάτου ζούσε σε στρατόπεδα, εργαζόταν χωρίς μισθό, σιτιζόταν ίσα-ίσα για να διατηρεί την ικανότητά του για εργασία, σε συνθήκες απαγόρευσης των σωματείων, χωρίς δικαίωμα σε ελεύθερο χρόνο και προσωπικές ελευθερίες, μακριά από το σπίτι και την οικογένειά του. Σήμερα, η Χρυσή Αυγή έχει ζητήσει στη Βουλή οι άνεργοι αντί να επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ να κάνουν δουλειές του Δημοσίου για 14 ευρώ την ημέρα...
Στο ζήτημα της εργασίας και της εξυπηρέτησης των αναγκών της «αγοράς» για τη λειτουργία της οποίας κόπτεται και η Χρυσή Αυγή, αξίζει να θυμίσουμε τα εξής: Στη διάρκεια του Β' ΠΠ, τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης που έστησαν οι ναζί λειτουργούσαν και ως δουλεμπορικά γραφεία, νοικιάζοντας «εργαζόμενους» σε επιχειρήσεις, γερμανικά μονοπώλια. Σήμερα η Χρυσή Αυγή αναζητά μέσω δουλεμπορικών γραφείων που έχει στήσει πάμφθηνους εργάτες, με 18 ευρώ μεροκάματο, δίχως ένσημο και ασφάλιση, ακριβώς στον εργασιακό μεσαίωνα που σχεδιάζουν αστικές κυβερνήσεις, τρόικα και ΕΕ, και τους στέλνει σε εργολάβους, ξενοδόχους, τσιφλικάδες.
Για δε τις γυναίκες, το ναζιστικό καθεστώς τις μετέτρεψε σε παρίες όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην κοινωνική παραγωγή. Υιοθέτησε μια γραμμή «προστατευτισμού» με έμφαση στη μητρότητα και το νοικοκυριό. Το πεδίο μέσα στο οποίο κινούνταν η αποδεκτή για το ναζιστικό καθεστώς δραστηριότητα των γυναικών οριοθετήθηκε από τα 3 «Κ», Kinder, Kuche und Kirche - δηλαδή παιδιά, κουζίνα και εκκλησία. Σήμερα η Χρυσή Αυγή ως βασική θέση της προβάλλει την «απαγόρευση των αμβλώσεων» επεμβαίνοντας στα πιο προσωπικά ζητήματα μιας γυναίκας, ενός ζευγαριού.
Στα επόμενα χρόνια με την ένταση της πολεμικής προετοιμασίας σημειώθηκε σημαντική αλλαγή στη στάση των Ναζί απέναντι στη γυναικεία εργασία. Η γυναικεία εργασία γινόταν σταδιακά όλο και πιο απαραίτητη στις πολεμικές προετοιμασίες και εξέταζαν τρόπους που να την επιβάλλουν. Σε ένα ανάλογο επίπεδο σήμερα, η Χρυσή Αυγή ζητά σε όλους τους τόνους αναγκαστική στράτευση των γυναικών για τις «ανάγκες» (όπως βλέπει τους τυχοδιωκτισμούς της) του στρατεύματος.
ΠΗΓΗ -ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Θ. Μπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου