Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ. ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΤΟ ΙΔΙΟ

Στον αστερισμό της «αναδιαπραγμάτευσης»
Να ’μαστε λοιπόν ξανά μπροστά σε εκλογές. Εν όψει αυτών, ο Α. Σαμαράς καλεί σε πανστρατιά φιλοευρωπαϊκών κεντροδεξιών δυνάμεων για να «σώσει» τη χώρα από την απειλή του ΣΥΡΙΖΑ και της εν γένει Αριστεράς.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει ότι θα καταγγείλει «πολιτικά» (μην το παρακάνουμε κιόλας) το Μνημόνιο και ότι θα διαπραγματευτεί «σκληρά» με στόχο την αναίρεση των πιο επαχθών ρυθμίσεων.
Από κοντά ο Βενιζέλος υπόσχεται αξιοποίηση του νέου «ευνοϊκού» ευρωπαϊκού περιβάλλοντος ώστε να πετύχει καλύτερους όρους.
Πιο δίπλα ο Κουβέλης διαβεβαιώνει ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποκτήσει η χώρα κυβέρνηση -εννοείται- ευρωπαϊκού πάντα προσανατολισμού.
Λίγο πιο πέρα ο Καμμένος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αντιφατικότητα των επιλογών του και των πιέσεων που δέχεται για «εθνική υπευθυνότητα».
Κι έχουμε και το ΚΚΕ να μην ξέρει κατά πού να κάνει μπροστά στο πρόβλημα που η ίδια η πολιτική τής ηγεσίας του δημιούργησε.
Και στην αντίπερα όχθη το μαύρο χέρι του κεφαλαίου, η Χρυσή Αυγή, να επιχειρεί να ισχυροποιήσει τις μετοχές της πάνω στη δυστυχία μεταναστών και Ελλήνων.
Παρατηρώντας θέσεις, διακηρύξεις και προγράμματα των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, αυτό που διακρίνεται σαν κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι στο σύνολό τους κινούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον αστερισμό της διαπραγμάτευσης (ή αναδιαπραγμάτευσης). Του Μνημονίου, της δανειακής σύμβασης, των όρων τους κ.λπ.
Από την άποψη αυτή θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό που -κατ’ αρχάς τουλάχιστον- κρίνεται σ’ αυτές τις εκλογές είναι το ποια πολιτική δύναμη (ή συμμαχικό πολιτικό σχήμα) θα αναλάβει να διαπραγματευθεί με τους «εταίρους μας» τις τύχες του λαού και της χώρας.
Τι αλήθεια σημαίνει αυτό, πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, τι μπορεί να περιμένει ο λαός και πώς μπορεί να το αντιμετωπίσει;
Το πρόβλημα του λαού και οι στόχοι του συστήματος
Είναι εδώ και χρόνια που ο λαός μας (όπως άλλωστε συνολικά οι λαοί του κόσμου) αντιμετωπίζει τη συνεχώς εντεινόμενη επίθεση του συστήματος ενάντια στα πιο βασικά, στα πιο ζωτικά του δικαιώματα, κατακτήσεις και συμφέροντα. Μια επίθεση που ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια έχει πάρει εφιαλτικά χαρακτηριστικά και διαστάσεις.
Απέναντι σ’ αυτή την επίθεση οι εργαζόμενοι της χώρας μας και η νεολαία πρόβαλαν μια όλο και πιο οργισμένη αντίδραση, αναπτύσσοντας σειρά αγώνων και οικοδομώντας εστίες αντίστασης.
Ταυτόχρονα, όλο και ευρύτερες διαστάσεις έπαιρνε ένα φαινόμενο αποστοίχισης από την επιρροή και τις γραμμές των κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) που όλο και περισσότερο απονομιμοποιούνταν, χρεοκοπούσαν στη συνείδηση των λαϊκών μαζών.
Ενα φαινόμενο που κορυφώθηκε στις τελευταίες εκλογές όπου τα κόμματα αυτά γνώρισαν μια πραγματική εκλογική συντριβή. Μια εξέλιξη που ταυτόχρονα αποτέλεσε ένα σοβαρό χτύπημα στην πολιτική συνολικά του συστήματος.
Ευνόητες συνεπώς οι ανησυχίες στα επιτελεία του συστήματος εντός και εκτός Ελλάδος. Πολύ περισσότερο που με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα αδυνατούσαν να δώσουν μια αξιόπιστη πολιτική λύση ικανή να προωθήσει αποτελεσματικά τους στόχους του συστήματος, καθιστώντας έτσι αναπόφευκτη την προσφυγή σε νέες εκλογές.
Αυτό που κατ’ αρχάς πρέπει να είναι καθαρό είναι πως η πολιτική και οι βασικοί στόχοι του συστήματος παραμένουν σταθεροί και αμετακίνητοι. Αυτό άλλωστε επιχειρούν να υπογραμμίσουν οι δηλώσεις, οι απειλές, οι πιέσεις και οι εκβιασμοί απ’ όλα τα κέντρα του συστήματος. Πάνω σ’ αυτό ας μην υπάρχουν αυταπάτες.
Ταυτόχρονα, αυτό που τους απασχολεί ιδιαίτερα είναι η διαμόρφωση όρων που θα καταστήσουν δυνατή τη διαμόρφωση πολιτικών κυβερνητικών λύσεων που να μπορούν να σταθούν και να προωθήσουν αυτούς τους στόχους. Σ’ αυτή τη βάση εμφανίζονται διατεθειμένες (κατ’ αρχάς σε επίπεδο δηλώσεων, στην πράξη θα δούμε) να χαλαρώσουν στοιχειωδώς το ασφυκτικό πλαίσιο που έχουν επιβάλει στην κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας μας ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει το ρόλο της ως φορέας του πλέγματος κυριαρχίας και των συνολικών επιδιώξεων του συστήματος.
Στην ίδια λογική αφήνουν να «αιωρείται» η εντύπωση (που αναπαράγεται μέσα από υποσχέσεις των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας) ότι είναι πιθανή και μια κάποια λείανση των πιο άγριων και βάρβαρων μορφών της επίθεσης. Στόχος η -προσωρινή τουλάχιστον- εκτόνωση της οργής των λαϊκών μαζών, ο έλεγχος των αντιδράσεών τους ώστε να μπορέσουν να επανέλθουν δριμύτεροι στο συντομότερο δυνατό διάστημα.
Σ’ αυτή τη βάση επιχειρούν την άμεση και όσο γίνεται ευρύτερη ανασυγκρότηση των πολιτικών δυνάμεων του συστήματος. Κατά πρώτο λόγο και με κορμό τη ΝΔ επιχειρούν με πιέσεις και εκβιασμούς, εκκλήσεις και παροτρύνσεις να συστρατεύσουν τις όμορες πολιτικές δυνάμεις στον «ιερό σκοπό». Με προσπάθειες αναστήλωσης του ΠΑΣΟΚ (βλέπε και συνάντηση με Ολάντ κ.ά.) ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δύναμη στήριξης κεντροδεξιών ή και εν ανάγκη κεντροαριστερών πολιτικών λύσεων.
Ταυτόχρονα σε όλο αυτό το διάστημα ασκούνται συντονισμένες και ασφυκτικές πιέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ απ’ όλες τις πλευρές εντός και εκτός Ελλάδος να «ξεκαθαρίσει» θέσεις και προθέσεις. Πιέσεις που με βάση τις αντιφάσεις και τα καιροσκοπικά χαρακτηριστικά αυτού του οργανισμού έχουν αρχίσει να αποδίδουν καθώς όλο και περισσότερο διολισθαίνει στο πεδίο της αναδιαπραγμάτευσης.
Στο ίδιο διάστημα ασκούνται συνεχείς πιέσεις και εκβιασμοί στον ελληνικό λαό ώστε να αποφασίσει «ορθά» και ευρωπαϊκά. Πιέσεις που αναμένεται να ενταθούν αλλά που μέχρις ώρας έχουν αντιφατικές επιδράσεις καθώς από τη μια τρομάζουν έναν κόσμο και από την άλλη τον εξοργίζουν.

Ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα
Και εδώ αναδεικνύονται με όλα αυτά ορισμένα σοβαρά ζητήματα. Πρώτο, παρ’ όλο το χτύπημα που έδωσε ο λαός στις δυνάμεις του συστήματος, αυτό έχει ήδη σε σημαντικό βαθμό κατορθώσει να φέρει το ζήτημα στο δικό του πεδίο. Αυτό της «διαπραγμάτευσης».
Δεύτερο, παρ’ όλη την καθολική απαξίωσή τους και τη συντριπτική εκλογική ήττα που υπέστησαν οι έως χτες πολιτικοί διαχειριστές του συστήματος, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να τους ξαναδούμε στο ρόλο αυτών που θα αναλάβουν (ως κυβέρνηση) να «ξανασώσουν» τη χώρα.
Τρίτο, ακόμη και στην εκδοχή του σχηματισμού κυβέρνησης από ΣΥΡΙΖΑ με ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ (ή και χωρίς ΠΑΣΟΚ), το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει. Το γεγονός ότι ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ προσανατολίζεται να κινηθεί στον καμβά της διαπραγμάτευσης προκαθορίζει λίγο πολύ την τροχιά των πραγμάτων. Απ’ εκεί και πέρα, το να λέγεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαπραγματευτεί καλύτερα από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ μάλλον δεν ανήκει σ’ εκείνα που μπορούμε να πάρουμε και πολύ στα σοβαρά. Αν με όλα αυτά υπάρχει κάτι που έχει κάποια βάση και σημασία είναι η πίεση που δημιουργεί η εκφρασμένη και εκλογικά οργή του κόσμου. Μια πίεση που εκ των πραγμάτων θα έχει τη σχετική επίδρασή της στις διαπραγματεύσεις και σε οποιαδήποτε από τις προηγούμενες περιπτώσεις. Αλλά μέχρις εκεί.
Σε σχέση λοιπόν με όλα τίθεται εδώ ένα κρίσιμο ερώτημα και ορισμένα άλλα που συνδέονται μ’ αυτό. Αυτή είναι η μόνη επιλογή που έχει μπροστά του ο λαός (και γενικότερα οι λαοί); Σ’ αυτό το πλαίσιο και με αυτούς τους όρους μπορεί μόνο να κινηθεί και να κάνει τις όποιες επιλογές του; Και δεν εννοούμε απλώς και μόνο άμεσα-εκλογικά, μια και θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς ότι, όπως έχουν τα πράγματα, τα περιθώρια είναι στενά. Το ζήτημα έχει ευρύτερες διαστάσεις και αφορά το αν οι λαοί μπορούν -και υπό ποιους όρους- να θέσουν άλλου είδους απαντήσεις στην ημερήσια διάταξη. Και αν, όπως θεωρούμε, υπάρχει και άλλος δρόμος, ποιοι οι λόγοι και οι αιτίες που οδήγησαν ώστε να τίθενται σαν μοναδικές επιλογές οι διάφορες παραλλαγές της «αναδιαπραγμάτευσης»;

Για τις αφετηρίες ορισμένων πολιτικών επιλογών
Σε σχέση με αυτό μπορεί να αναφερθεί σειρά παραγόντων, με καθοριστικό κατά την άποψή μας τον αρνητικό συσχετισμό και όπως αυτός εκφράζεται παγκόσμια, ευρωπαϊκά και στη χώρα μας. Ενας συσχετισμός που διαμορφώθηκε στη βάση της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Που βασικές της εκφράσεις αποτέλεσαν η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, του κορμού ισχύος της λαϊκής πάλης. Η αποσύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος. Η αποσάθρωση των μετώπων πάλης των λαών. Που συνέπειές του υπήρξαν το άνοιγμα του δρόμου για την αχαλίνωτη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τον κόσμο της δουλειάς και με στόχο τον εξανδραποδισμό του.
Η εκστρατεία επανακατάκτησης, επαναποικιοποίησης του κόσμου από τους ιμπεριαλιστές, που υποτάσσει, ερημοποιεί και διαμορφώνει όρους ομηρίας των εξαρτημένων χωρών. Το γιατί και το πώς μιας τέτοιας εξέλιξης είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που ήδη απασχολεί το κίνημα, αλλά που δεν είναι στα όρια αυτού του άρθρου.
Εδώ μας ενδιαφέρει η στάση και η επίδραση σ’ αυτές τις εξελίξεις του υποκειμενικού παράγοντα, των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Οχι τόσο για να αποδοθούν ευθύνες, που κι αυτό χρειάζεται. Κυρίως επειδή αυτές οι δυνάμεις που τη συγκροτούν συνεχίζουν να έχουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του κινήματος. Να προσδιορίζουν το σήμερα και το αύριό του. Είναι αναγκαίο συνεπώς να τις αντιμετωπίσουμε.
Στη βάση αυτών των αντιλήψεων βρίσκεται ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι φορείς τους την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος θεώρησης του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος που σήμερα ορίζει κυριαρχικά αυτή την πραγματικότητα. Η αντιμετώπισή του ως «μονόδρομου». Μια θεώρηση που με τη σειρά της βασίζεται σε δύο παραδοχές. Πρώτον, το ότι το σύστημα μπορεί να εξελίσσεται αφ’ εαυτού του, να αλλάζει προς το καλύτερο με βάση τις δικές του «εσωτερικές» δυνατότητες και λειτουργίες. Δεύτερο, με την άποψη που ισχυροποιήθηκε με την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, πως ο σοσιαλισμός δεν είναι παρά μια ουτοπία. Η σύμφυση των δύο αυτών παραδοχών έδωσε την άποψη πως για το ορατό τουλάχιστον μέλλον, η μόνη πραγματικότητα είναι ο καπιταλισμός και συνεπώς το μόνο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να αναζητηθούν δρόμοι και λύσεις για τα προβλήματα της κοινωνίας.
Το δυστύχημα γι’ αυτές τις αντιλήψεις ήταν ότι το ίδιο το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα βάλθηκε να τις διαψεύσει. Η βαρβαρότητα της επίθεσης του κεφαλαίου στον κόσμο της δουλειάς κουρέλιασε το ιδεολόγημα του «νεωτερικού καπιταλισμού» με βάση το οποίο «ερμήνευαν» τις υποχωρήσεις στις οποίες είχε υποχρεώσει το σύστημα η πάλη των λαών. Η κτηνωδία των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων ανατίναξε το ιδεολόγημα της «παγκοσμιοποίησης» και της «συνεργασίας των λαών» που τόσο τους είχε σαγηνεύσει.
Η επέκταση της επίθεσης στα μεσοστρώματα έθετε -πέραν των άλλων- υπό αίρεση τη θέση και το ρόλο τους στην κοινωνία και το πολιτικό γίγνεσθαι. Ολα αυτά γεννούσαν αντιδράσεις, ζητούσαν ερμηνείες, απαιτούσαν απαντήσεις.
Το βασικό ερμηνευτικό σχήμα που υιοθετήθηκε από αυτές τις δυνάμεις υπήρξε αντάξιο της φύσης, των χαρακτηριστικών, των απόψεων και αντιλήψεών τους. Για όλα αυτά λοιπόν αυτός που κύρια ευθύνεται είναι ο… «νεοφιλελευθερισμός». Ο παραμερισμός των κεϊνσιανών οικονομικών αντιλήψεων από τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα. Αυτή ήταν, λέει, η καθοριστική ανατροπή που άνοιξε το δρόμο στις «δυνάμεις της αγοράς» να επιβάλουν τις απόψεις τους στην πολιτική. Που πριόνισε το «νεωτερικό καπιταλισμό». Που εξέτρεψε την «παγκοσμιοποίηση» από το δρόμο της συνεργασίας των λαών, της κοινής ανάπτυξης και ευημερίας. (Για όσους θυμούνται τις απερίγραπτες ανοησίες που λέγονταν πριν από λίγα μόλις χρόνια). Απόψεις που -καθόλου αθώα- έβαζαν το κάρο πριν απ’ τα βόδια. Το αποτέλεσμα στη θέση της αιτίας.
Δεν μπορούσαν και κυρίως δεν ήθελαν να αντιληφθούν ότι οι τεράστιες αλλαγές που συντελούνται εδώ και δύο-τρεις δεκαετίες δεν έγιναν επειδή έφεξε της Θάτσερ, του Ρίγκαν, του Μπλερ ή του Μπους να ασπαστούν τον νεοφιλελευθερισμό. Οτι αποτέλεσαν εκφράσεις και αποτελέσματα κοσμογονικών ανατροπών σε βασικές σχέσεις, συσχετισμούς και διάταξη δυνάμεων τόσο διεθνώς όσο και σε κάθε χώρα. Δεν θέλουν και δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει το σύστημα, η αδυναμία αντιμετώπισης της κρίσης οφείλονται στην ίδια τη φύση και τη λειτουργία του συστήματος. Στις αντινομίες, αντιφάσεις και αντιθέσεις του. Γι’ αυτό και αποφεύγουν επιμελώς να αναφέρονται στην καπιταλιστική μήτρα των δεινών που υφίστανται οι λαοί. Στις ιμπεριαλιστικές αφετηρίες της βαρβαρότητας. Γι’ αυτό και προτιμούν να μιλούν για «λάθη» και «αστοχίες». Για αδιέξοδες πολιτικές και «παράλογες» επιλογές. Για «ανεπαρκείς» πολιτικές ηγεσίες. Για «στενοκεφαλιά» της Μέρκελ που εμποδίζει την Ευρώπη να βρει το δρόμο της.
Γι’ αυτό και επιμένουν να αναζητούν δυνάμεις στήριξης των απόψεών τους στο πλαίσιο του συστήματος. Να ονειρεύονται στροφές των παγκόσμιων ή έστω των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων. Να εξωραΐζουν την πολιτική του Ομπάμα. Να ποντάρουν στους διάφορους Ολάντ που θα κάμψουν, λέει, τα «πείσματα» των Μέρκελ. Να περιδινούνται στις αυταπάτες τους πριν προσγειωθούν (αν, όταν και όσο) στην πραγματικότητα.
Πάνω απ’ όλα να αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Να υπονομεύουν την ανάπτυξη της μοναδικής κατεύθυνσης που μπορεί να δημιουργήσει όρους πραγματικών απαντήσεων. Την κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων.

Απέναντι στην πραγματικότητα
Κάπως έτσι και στο γύρισμα των καιρών βρέθηκαν μπροστά σε μια «επιτυχία» που ούτε και οι ίδιοι περίμεναν. Μπροστά στην πιθανότητα -που ίσως και να απεύχονταν- να κληθούν, ως κυβέρνηση, να εφαρμόσουν τις απόψεις τους.
Με μια χώρα με διαλυμένη την παραγωγική της δομή, με αποδιαρθρωμένο τον οικονομικό της ιστό. Βεβαίως και, όπως θα μπορούσε να ειπωθεί, η κύρια ευθύνη γι’ αυτό βαρύνει την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας μας και τους πολιτικούς της εκφραστές. Μόνο που δεν είναι άμοιρες ευθυνών και οι δυνάμεις της Αριστεράς. Οχι μόνο επειδή δεν πρόβαλαν την απαιτούμενη αντίσταση στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου παραγωγικού οικονομικού μοντέλου, αλλά και επειδή το συνέδραμαν. Με τη στήριξη που έδωσαν στην πρόσδεση στην ΕΕ, που αποτελείωσε τις ήδη αδύναμες παραγωγικές δομές. Με τη συνδρομή τους στην κατεύθυνση που ήθελε το μέλλον να βρίσκεται στον τριτογενή τομέα και τις υπηρεσίες. Με την αθρόα συμμετοχή τους σε χορηγίες, αναθέσεις, αναλήψεις και άλλες τέτοιου είδους «δουλειές» που «νομιμοποιούσαν» και ενίσχυαν ένα τέτοιο καθεστώς.
Με έναν λαό απροετοίμαστο γι’ αυτά που του ’ρθαν κι εκείνα που έρχονται. Απελπισμένο, απογοητευμένο, αποπροσανατολισμένο. Οργισμένο και απαιτητικό, αλλά ταυτόχρονα και αφοπλισμένο ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά. Και εδώ οι κύριες ευθύνες βρίσκονται στις δυνάμεις που θέλουν να λογίζονται ως αριστερές. Είναι πάντα δικό τους έργο και ευθύνη να διαφωτίσουν τον κόσμο. Να τον προετοιμάσουν. Να τον συγκροτήσουν στη βάση των απαιτήσεων που θέτουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Αντίθετα οι δυνάμεις της Αριστεράς συναγωνίζονταν τις αστικές στην προβολή απόψεων και ιδεών αποπροσανατολιστικών. Δημιουργίας αυταπατών. Απόκρυψης -χρόνια τώρα- της πραγματικότητας. Των αιτιών, της φύσης και του χαρακτήρα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Της καλλιέργειας αυταπατών ότι υπάρχουν εύκολες, ανώδυνες και γρήγορες λύσεις. Αρκεί να δώσει την ψήφο του στις δυνάμεις της Αριστεράς. Ε, λοιπόν την έδωσε!
Με ένα κίνημα που βρίσκεται πολύ κάτω από τις απαιτήσεις που θέτει σήμερα η ταξική πάλη. Και εδώ η ευθύνη βρίσκεται ολοκληρωτικά στις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά. Που η καθεμία με τον τρόπο της υπονόμευσαν τη μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να διαμορφώσει όρους πραγματικής και ουσιαστικής συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Της αντίστασης και της πάλης πάνω στα προβλήματα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Της υποτίμησης και υποβάθμισης αυτής της κατεύθυνσης στο όνομα της συγκρότησης (συγκόλλησης) πολιτικών σχηματισμών ευρύτερων, υποτίθεται, οριζόντων. Της εκλογικής τους ενίσχυσης που θα διαμόρφωνε άλλους συσχετισμούς ικανούς να δώσουν συνολικές πολιτικές κυβερνητικές λύσεις. Ε, λοιπόν, ορίστε!
Τέλος, με πολιτικές δυνάμεις αμήχανες μπροστά στα ζητήματα που θέτουν οι εξελίξεις. Παραζαλισμένες όπως ο ΣΥΡΙΖΑ από την ίδια τους την «επιτυχία». Ανέτοιμες με βάση τη φύση, τα χαρακτηριστικά, τις ιδεοληψίες και αυταπάτες τους να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που τίθενται ή και τον ίδιο τους τον εαυτό. Ετσι «φυσιολογικά» άρχισαν τις κωλοτούμπες. Κατά κάποιους μάλιστα αυτό είναι και η μάλλον πιο «φρόνιμη», εντέλει, επιλογή.
Οσο για την ηγεσία του ΚΚΕ, πληρώνει την άρνησή της να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στο λαό και το κίνημα. Περιχαρακωμένη στον εαυτό της και παραπέμποντας στην εκλογική της ενίσχυση και στο… μέλλον. Ας πρόσεχε. Δεν ήταν δύσκολο να δει ότι αργά ή γρήγορα κάπως έτσι θα έρχονταν τα πράγματα. Πολύ περισσότερο που στην ταξική πάλη οι εξελίξεις παίρνουν καμιά φορά πιο γρήγορες στροφές.

Είναι ζήτημα αναμέτρησης
Μόνο που το πρόβλημα για το λαό παραμένει στο ακέραιο. Και δεν είναι αυτό θέμα διαπραγμάτευσης, αλλά ζήτημα αναμέτρησης. Μιας αναμέτρησης που εξελίσσεται εδώ και χρόνια ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και τον κόσμο της δουλειάς από την άλλη. Μιας αναμέτρησης που από τη μεριά του συστήματος αντιμετωπίζεται με τον πιο συγκροτημένο, αποφασιστικό και ανελέητο τρόπο. Με χρησιμοποίηση όλων αυτών των μέσων, μηχανισμών και δυνάμεων που διαθέτει.
Η απάντηση σ’ αυτό δεν μπορεί να δοθεί ούτε με φαεινές, ούτε με συνταγές εύκολων και γρήγορων λύσεων ούτε με «συνασπισμούς εξουσίας» που από κάτω τους βρίσκεται το κενό. Η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο στη βάση της συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και στα επίπεδα των απαιτήσεων που θέτει μια τέτοια αναμέτρηση. Και αυτό είναι κάτι που απαιτεί μια άλλου είδους δουλειά, που απαιτεί διαρκή, επίμονο, καθημερινό, αποφασιστικό αγώνα σε όλα τα μέτωπα πάλης. Οπως αυτός που έχει κιόλας ξεκινήσει στις διάφορες εστίες αντίστασης και πάλης που αναπτύσσονται παντού. Σε τόπους δουλειάς και εκπαίδευσης. Σε χωριά και συνοικίες. Εκεί διαμορφώνονται οι πρωταρχικοί όροι συγκρότησης και ανοίγματος δρόμων.
Ναι, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, ούτε από εκείνες τις προτάσεις που χαϊδεύουν αυτιά και τρέφουν αυταπάτες. Είναι όμως ο μοναδικός τρόπος. «Ή θα τον οικοδομήσουμε ή θα μας τσακίσουν».

Βασίλης Σαμαράς
28 Μαΐου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: