Η φωτογραφία του Νίκου Τούτουζα υποψηφίου δημάρχου Θήβας του ΛΑΟΣ, κρατώντας σιδερολοστό και κράνος, δίπλα σε συμμορίτες της “χρυσής αυγής”, αποτελεί
απόδειξη αφενός των υπογείων σχέσεων μεταξύ ΛΑΟΣ και νεοναζιστών, αφετέρου για το ποιόν και τη σύνθεση των υποτιθέμενων “κατοίκων” του Αγ. Παντελεήμονα, που όχι μόνο κάτοικοι δεν είναι, αλλά επιπλέον έχουν καταλάβει την περιοχή και υπό την κάλυψη της αστυνομίας έχουν επιβάλει ένα ιδιότυπο καθεστώς απαρτχάιντ, φασιστικής και ρατσιστικής τρομοκρατίας. Την ώρα που οι φωτογραφίες του θηβαίου “κάτοικου” έκαναν το γύρο των καναλιών και του internet ο αρχηγός της χρυσής αυγής χαιρετούσε ναζιστικά ενώπιον του δημοτικού συμβουλίου υπό την προστασία 8μελούς φρουράς, ενδεχομένως και οπλισμένης, φωνάζοντας «να χαίρεστε τους μετανάστες που τους κάνετε Έλληνες και σας εξέλεξαν», ενώ για τα πρόσφατα συμβάντα στον Άγιο Παντελεήμονα είπε, απευθυνόμενος στον Π. Κωνσταντίνου της ΑντΑρΣυΑ ότι «τα ίδια θα κάνουμε αν ξαναγίνει εκδήλωση σας». Την επόμενη μέρα (18/1), η Μαρία Κανελλοπούλου υποψήφια δημοτική σύμβουλος με την «Ανοιχτή Πόλη» και κάτοικος Αγ. Παντελεήμονα δέχτηκε φραστική επίθεση και προπηλακισμό από γνωστό ακροδεξιό στοιχείο μέλος επίσης στη χρυσή αυγή.
Όλα αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά και συμβαίνουν λίγες μόλις μέρες μετά το αντιρατσιστικό συλλαλητήριο του Σαββάτου που οργανώθηκε κυρίως από την Κίνηση Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή και την Ένωση Μεταναστών Εργατών (κινηματικοί βραχίονες του ΣΕΚ). Ας τα πιάσουμε όμως με τη σειρά.
Για το συλλαλητήριο
Η σαββατιάτικη συγκέντρωση (15/1) και η προγραμματισμένη για το απόγευμα συναυλία ήταν η πρώτη απόπειρα μετά τις δημοτικές εκλογές να πραγματοποιηθεί μια αντιρατσιστική εκδήλωση στην περιοχή. Έχουν ήδη ακουστεί πολλές κριτικές για τον τρόπο με τον οποίο προετοίμασε το ΣΕΚ την εκδήλωση αυτή, και πολλά περισσότερα για το πώς την χειρίστηκε από την ώρα που οι φασίστες κατέλαβαν υπό την προστασία βεβαίως 10 διμοιριών ΜΑΤ την πλατεία ακυρώνοντας έτσι την πραγματοποίηση της προγραμματισμένης συναυλίας.
Καταρχήν είναι εντελώς παράλογο να κατηγορεί κανείς οποιονδήποτε παίρνει μια οποιαδήποτε αντιρατσιστική ή αντιφασιστική πρωτοβουλία στην περιοχή ότι έτσι κάνει διαφήμιση των φασιστών. Αυτό αν ισχύει για το ΣΕΚ ισχύει και για όλους όσους έχουν δοκιμάσει τα τελευταία χρόνια να σπάσουν το φασιστικό απαρτχάιντ στην περιοχή, και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν αξίζει να κάνουμε τίποτα γιατί δήθεν δίνουμε δημοσιότητα στους φασίστες. Ε τότε να τους αφήσουμε στην ησυχία τους να σπάνε κεφάλια μεταναστών, να καινε μαγαζιά και θρησκευτικούς χώρους, να αυγουλώνουν αριστερούς ακόμα και επώνυμα στελέχη και γιατί όχι ας τους αφήσουμε να πάνε στη Βικτόρια, την πλ. Αμερικής, στην Κολιάτσου και γενικά όπου τους κάνει κέφι, για να μην… τους διαφημίζουμε. Είναι αλήθεια ότι όποιος δεν θέλει να κάνει τίποτα είναι εξπέρ στις ανακαλύψεις ευφάνταστων επιχειρημάτων για να κρύψει την φυγομαχία του.
Η κριτική στο ΣΕΚ ότι δεν κάλεσε και την υπόλοιπη αριστερά να συνδιοργανώσουν από κοινού το συλλαλητήριο, θα είχε κάποιο νόημα, αν αυτοί που την κάνουν έχουν να επιδείξουν με τις ενωτικές τους προτάσεις κάποιο συγκεκριμένο επίτευγμα στην περιοχή, ή έστω ένα εναλλακτικό σχέδιο πέρα από τους μικρομεγαλίστικους ερασιτεχνισμούς του ΣΕΚ. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα. Η υπόλοιπη αριστερά, απλώς ετοιμάζει μια από τα ίδια για τα μέσα Μάρτη, στο επετειακό ετήσιο αντιρατσιστικό συλλαλητήριο.
Άλλο ρατσισμός κι άλλο φασισμός
Αν υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα με την σαββατιάτικη κινητοποίηση αυτό είναι πολιτικό και όχι οργανωτικό. Το ΣΕΚ προσπάθησε να βάλει τρία καρπούζια σε μια μασχάλη: Ρατσισμός, φράχτης στον Έβρο και φασισμός. Μια διαμαρτυρία ενάντια στο φράχτη του Έβρου δεν υπήρχε κανένας λόγος να καταλήξει στον Αγ. Παντελεήμονα αλλά στη Βουλή. Το ίδιο και μια διαδήλωση ενάντια στη ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης. Στον Αγ. Παντελεήμονα και στην Αττική το πρόβλημα δεν είναι ο ρατσισμός αλλά ο φασισμός. Στο στόχαστρο δεν είναι απλώς κάποιοι μετανάστες που δήθεν είχαν στρατοπεδεύσει στα σκαλιά της εκκλησίας ή στην πλατεία. Αυτό ήταν η αφορμή για να ξεκινήσουν όλα πριν δυο χρόνια. Στα σκαλιά και την πλατεία δεν υπάρχει πλέον κανείς μετανάστης, που να ενοχλεί την αισθητική των ελληναράδων που “θέλουν τις γειτονιές τους πίσω”. Αυτό που έχουμε τώρα είναι οργανωμένες ένοπλες συμμορίες φασιστικών αποβρασμάτων από διάφορες περιοχές του λεκανοπεδίου και της λοιπής επικράτειας, που έχουν μετατρέψει την περιοχή σε πεδίο ασκήσεων φασιστικής τρομοκρατίας. Εδώ εκπαιδεύονται σε συνθήκες πόλης επιτιθέμενοι όχι μόνο σε ανυποψίαστους μετανάστες αλλά και σε επώνυμα στελέχη της αριστεράς. Δεν μιλάμε απλά για αυθόρμητες εκδηλώσεις ρατσισμού. Δεν μιλάμε για ξενοφοβία που θα την αντιμετωπίσουμε με ενέσεις “πολιτισμού και δημιουργίας”. Μιλάμε για ένα γκέτο όπου ο φασιστικός και λοιπός υπόκοσμος κάνει ότι γουστάρει με την κάλυψη της αστυνομίας και επομένως της κυβέρνησης. Εκτός και αν θεωρήσουμε ότι ο Παπουτσής δεν μπορεί να βάλει τάξη σε ένα τοπικό αστυνομικό τμήμα.
Απ’ αυτή την άποψη, όσο συνεχίζουν τα αποβράσματα αυτά να κάνουν κουμάντο στην περιοχή, όχι μόνο με την κάλυψη της αστυνομίας αλλά και με την ανοχή μια σημαντικής μερίδας καθυστερημένων κατοίκων, τότε κάθε απόπειρα για πολιτιστικές παρεμβάσεις δεν θα έχει καμία τύχη. Η συναυλία του Σαββάτου ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη εκτός και αν η αστυνομία έδιωχνε τους φασίστες και επέτρεπε για δυο ώρες την πραγματοποίηση μιας συναυλίας στην οποία σίγουρα θα έπεφταν τα σχετικά αυγά, γιαούρτια κ.ο.κ. και στη συνέχεια η πλατεία και όλη η περιοχή θα παραδίδετο εκ νέου στους συμμορίτες για να συνεχίσουν το έργο τους και ταυτόχρονα να το παίζουν και αντιστασιακοί. Εν πάση περιπτώσει ο εισαγγελέας προφανώς σε συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία του Υ.Προ.Πο ακύρωσε την πραγματοποίηση της συναυλίας “για λόγους ασφάλειας”, αφού βεβαίως για ώρες προστάτευε τους 100 φασίστες που την είχαν καταλάβει από το προηγούμενο βράδυ. Η στημένη 10λεπτη επιχείρηση εκδίωξης των φασιστών από την πλατεία, πραγματοποιήθηκε για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η κυβέρνηση δεν συνεργάζεται μαζί τους και απλώς στέκεται στη μέση. Εννοείται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε η ελάχιστη βία εναντίον τους, δεν υπήρξε ούτε ένας ελαφρύς τραυματισμός και μόνο με φιλικό ματς έμοιαζαν τα χαϊδολογήματα μεταξύ ΜΑΤατζήδων και φασιστών. Λες και έπαιζαν σε ταινία ήταν. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η ολιγόλεπτη εκκένωση της πλατείας έγινε όταν οι 100 περίπου υποκοσμιακοί κινήθηκαν προς τους 2000 συγκεντρωμένους επί της οδού Αχαρνών και τότε η αστυνομία ευγενικά τους απώθησε, σώζοντάς τους ταυτόχρονα από βέβαιο ξυλοδαρμό. Εκτός κι αν επιτίθονταν από κοινού όπως έγινε στις 2/2/08. Μόνο που τότε είχαν απέναντί τους το 1/20 του κόσμου που είχαν τώρα.
Ο αντιφασιστικός αγώνας όμως δεν αφορά μόνο τον Αγ. Παντελεήμονα. Εκεί είναι η αιχμή των φασιστών. Την ίδια ώρα επιχειρούν να δραστηριοποιηθούν σε όλη τη χώρα. Στην Ηγουμενίτσα μέλος τους έφτασε στο σημείο να πυροβολήσει κατά μεταναστών με καλάζνικοφ. Για αυτό πρέπει να αντιμετωπιστούν όπου εμφανίζονται, χωρίς αυτό να μπερδεύεται με τα αντιρατσιστικά καθήκοντα.
Πολεμάμε τις “αιτίες” ή τους φασίστες;
Είναι αλήθεια ότι η κρίση, η ανεργία, η φτώχεια, ο φόβος, η εγκληματικότητα είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται ο ρατσισμός και ο φασισμός. Από αυτό βγαίνει το εντελώς λάθος συμπέρασμα ότι για να αντιμετωπίσουμε το φασισμό πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες που τον γεννάνε. Εν τούτοις η κρίση και όλα τα παρεπόμενά της δεν γεννάνε μόνο το φασισμό, αλλά και την επανάσταση. Ο κόσμος μέσα στην κρίση αναζητά ριζοσπαστικές και άμεσες λύσεις. Δεν υπάρχουν περιθώρια υπομονής. Τα προβλήματα είναι άμεσα. Όταν γκρεμίζεται ο κόσμος από τη μια μέρα στην άλλη τότε οι άνθρωποι γίνονται ικανοί για όλα. Αυτό ακριβώς επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο φασισμός προτείνοντας και οργανώνοντας τις δικές του άμεσες “λύσεις”. Αυτό πρέπει να κάνει και η αριστερά, αν θέλει να υπάρχει όχι μόνο στον Αγ. Παντελεήμονα αλλά και στις υπόλοιπες γειτονιές της Αθήνας.
Το σχέδιο των φασιστών δεν περιορίζεται στη ρατσιστική προπαγάνδα. Εξάλλου αυτό το κάνουν κι άλλοι. Κυρίως είναι η οργάνωση της φασιστικής τρομοκρατίας. Βίαιες επιθέσεις καλά οργανωμένες. Η αριστερά και μάλιστα σε όλο της το εύρος είναι ανοιχτά στόχος αυτής της βίας. Το βλέπουμε να συμβαίνει τους τελευταίους μήνες κατ’ επανάληψη. Είναι εντελώς εξωφρενικό αλλά στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα έχουμε ήδη φασιστική δικτατορία. Αυτή η δικτατορία πρέπει να συντριφτεί χωρίς κανένα έλεος, ακόμα κι αν υπάρχουν ηλίθιοι κάτοικοι που συναινούν σε αυτό το αίσχος νομίζοντας ότι κερδίζουν απ’ αυτό κάποιο είδος προστασίας και ασφάλειας.
Όταν η πορεία του Σαββάτου έφτασε κοντά στην πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα ήρθε αντιμέτωπη με τις διμοιρίες των ΜΑΤ και με τις κλούβες τους που έφραζαν κάθε δίοδο προς την πλατεία. Οι οργανωτές της πορείας ζήτησαν από τα ΜΑΤ να παραδώσουν την πλατεία προκειμένου να γίνει η προγραμματισμένη συναυλία τονίζοντας μάλιστα στον επικεφαλής τους ότι υπάρχει και σχετική άδεια από το Δήμο. Στο βαθμό που ο εισαγγελέας απαγορεύει όλες τις εκδηλώσεις οι διοργανωτές δεν μπορούν να κάνουν τίποτα και αποφασίζουν να αποχωρήσουν από την περιοχή, αφού ήταν αδύνατο να γίνει οτιδήποτε άλλο με δεδομένο όχι τόσο τους συσχετισμούς, όσο το χαρακτήρα της διαδήλωσης (αντιρατσιστικός και κυρίως ειρηνικός). Οι διοργανωτές δεν ήθελαν να συγκρουστούν με τα ΜΑΤ και σε αυτό δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς, χωρίς ωστόσο να συμμερίζεται και τη θέση τους. Ωστόσο μπορούν να βγουν ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα και ειδικά για όσους δεν θέλουν να επαναλαμβάνουν την πεπατημένη.
1. Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν μπορεί να εξαρτιέται από τις διαθέσεις της κυβέρνησης, της αστυνομίας ή των εισαγγελικών αρχών. Εξάλλου τα μόνα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής είναι η αγαστή συνεργασία του βαθέως κράτους με τους φασίστες. Οι φασίστες είναι ένας καλός σύμμαχος για το καθεστώς. Όχι μόνο στρέφουν την κοινωνική οργή προς τους πιο καταπιεσμένους που είναι οι μετανάστες εργάτες, αλλά την οργανώνουν με πρακτικό τρόπο. Όλα αυτά βεβαίως τα κάνουν κάτω από ένα καθεστώς σίγουρης ατιμωρησίας και τσάμπα μαγκιάς. Στρατολογούν ένα κάρο αλήτες πάνω σ’ αυτή τη βάση χτίζοντας μάχιμες παρακρατικές ομάδες κρούσης που λειτουργούν αυτόνομα ή και σε συνεργασία με τις επίσημες δυνάμεις καταστολής, τόσο στο κυνήγι των μεταναστών όσο και πολιτικών δυνάμεων όπως η αριστερά. Και αυτό επαναλαμβάνουμε γίνεται ήδη, αν ορισμένοι ακόμα δεν το έχουν αντιληφθεί. Πρόκειται για ένα πείραμα που αν στεφτεί με επιτυχία τότε θα ανοίξει ο δρόμος για μια γενικότερη εφαρμογή. Εδώ δοκιμάζονται οι επιχειρησιακές δυνατότητες των φασιστών, οι σχέσεις τους με το κράτος, η ανοχή του κόσμου στα αίσχη τους και πάνω απ’ όλα οι αντοχές και τα αντανακλαστικά της αριστεράς και όλων όσων βρίσκονται στο ίδιο στόχαστρο. Μ’ αυτή την έννοια είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι θα έχει ο αντιφασιστικός αγώνας οποιαδήποτε αρωγή από το επίσημο κράτος, και πολύ περισσότερο να αντιλαμβάνεται το κράτος σαν μια ουδέτερη ενδιάμεση δύναμη που πάντα θα μπαίνει στη μέση. Στη βάση αυτή, εκκλήσεις του στυλ να “βγουν στην παρανομία οι φασιστικές οργανώσεις” ή “δεν έχουν θέση στο δημοτικό συμβούλιο” (Π. Κωνσταντίνου) λες και είναι το ανώτατο σοβιέτ, δεν έχουν κανένα νόημα και επιπλέον δημιουργούν αυταπάτες για το ρόλο του κράτους σε αυτή την αντιπαράθεση. Επίσης δεν έχουν κανένα νόημα “παραστάσεις διαμαρτυρίας στο αστυνομικό τμήμα Αγ. Παντελεήμονα προς ενημέρωση του διοικητή του” λες και είναι ανενημέρωτος για τη δράση των φασιστών στην περιοχή. Όπως επίσης καλέσματα “στην κυβέρνηση και το Δήμο Αθηναίων να προστατεύσει το δημοκρατικό κόσμο και την κοινωνία από τα μισαλλόδοξα ρατσιστικά στοιχεία και τις ακραίες πρακτικές” (Ανακοίνωση Ανοιχτής Πόλης, 18/1/2010). Η αριστερά δεν μπορεί να αναθέτει την προστασία της ίδιας και των μεταναστών από τη φασιστική βία στην κυβέρνηση και την αστυνομία, όταν μάλιστα την ίδια στιγμή την καταγγέλλει για υπόθαλψη αυτών των ενεργειών. Τέτοιου είδους κινήσεις όχι μόνο δρουν παραλυτικά και αποπροσανατολιστικά για τον κόσμο της αριστεράς, αλλά και δημιουργούν μια αίσθηση έλλειψης σοβαρότητας να ζητάει κανείς από τους συνεργάτες των ναζιστών προστασία. Η κυβέρνηση και ο Καμίνης ας κάνει ότι θέλει. Η άμυνα όμως απέναντι στους συμμορίτες είναι υπόθεση του κινήματος και της αριστεράς. Όλα τα άλλα είναι μόνο για γέλια και για κλάματα.
2. Η αριστερά πρέπει να ξεφύγει από τη λογική ότι πολεμάει τις αιτίες που γεννούν τα προβλήματα. Οι αιτίες είναι για να συζητιούνται στα σεμινάρια και όταν υπάρχουν περιθώρια και κλίμα για συναινετικές λύσεις. Τώρα δεν υπάρχει καμία τέτοια προϋπόθεση. Εδώ γίνεται ένας ανοιχτός πόλεμος. Τα ΜΜΕ καθημερινά κατηγορούν τους μετανάστες για την αιτία όλων των δινών (εγκληματικότητα, δημόσια υγεία, αφαίμαξη ταμείων και νοσοκομείων, ανεργία), η κυβέρνηση νομοθετεί πάνω στη ρατσιστική προπαγάνδα χτίζοντας κοινωνικές συμμαχίες πάνω στο ρατσισμό (εξάλλου είναι ο μόνος τομέας που ψαρεύει υποστήριξη, πχ 60% υπέρ του φράχτη), η αστυνομία επιδίδεται στο κυνήγι της με την ανοχή ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, όλοι μαζί κατηγορούν την αριστερά ότι “τους κουβαλάει στην Ελλάδα και εμποδίζει τις αρχές να τους διώξουν”, και οι φασίστες νομιμοποιούν την παρουσία τους με ομάδες κρούσης και σε ρόλο δήθεν προστάτη των γειτονιάς από την “εγκληματικότητα των ξένων”. Ο κόσμος στον Αγ. Παντελεήμονα και όχι μόνο, όταν ακούει την αριστερά να του λεει για τις αιτίες των μεταναστευτικών ροών, για τους πολέμους στη μέση ανατολή, για την περιβαλλοντική και κοινωνική κρίση στο Πακιστάν ή τη βόρεια Αφρική απαντάει ότι “καλά όλα αυτά, αλλά θα τα πληρώσει η Ελλάδα;” “Εγώ θέλω μια λύση πρώτα για το δικό μου πρόβλημα και μετά ας λύσει και η ανθρωπότητα τα δικά της”. Ακριβώς έτσι πρέπει να σκεφτούμε και εμείς. Εδώ έχουμε ένα επείγον πρόβλημα, τους φασίστες που μας σημαδεύουν με τα ρόπαλά τους. Είναι ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και αν θέλουμε να το λύσουμε πρέπει να το αυτονομήσουμε από ότι το γεννάει, για να συζητήσουμε κατόπιν και τα υπόλοιπα με τη σχετική ηρεμία που απαιτείται και χωρίς να μας απειλεί ο κάθε ξυρισμένος αλητήριος. Ο κόσμος συσπειρώνεται πάνω σε άμεσες πρακτικές λύσεις και όχι σε κουβεντούλες διαλογισμού. Οι φασίστες επενδύουν στο ζήτημα της ασφάλειας. Αυτό συσπειρώνει όποιον νοιώθει ότι κινδυνεύει, ότι έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα, ότι ανοίγουν αυτοκίνητα, σπίτια, μαγαζιά. Αυτό ανεξάρτητα από τις αιτίες που γεννούν την εγκληματικότητα είναι από μόνο του ένα επιπλέον πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Βεβαίως το κέντρο της Αθήνας δεν είναι άντρο εγκληματικότητας. Αυτό συμβαίνει μόνο σε ορισμένα τετράγωνα, όπου βρίσκονται οι πιάτσες ναρκωτικών ή πορνείας και όχι εκεί που κατοικούν κατά χιλιάδες οι μετανάστες. Οι φασίστες δεν επιτίθενται σε αυτά τα σημεία όχι μόνο γιατί μπορεί και να φύγουν σφαγμένοι, αλλά πάνω απ’ όλα γιατί αυτά βρίσκονται υπό την υψηλή προστασία της αστυνομίας. Είναι πράγματι άβατα αλλά στην πραγματικότητα αυτό το έχει ορίσει η αστυνομία και απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι όλα αυτά τα κυκλώματα δουλεύουν ανενόχλητα κάτω από τη μύτη της. Τυχαίο; Οι φασίστες χτυπάνε εκεί που μένουν οι μετανάστες, εκεί που προσεύχονται, εκεί που παίζουν τα παιδάκια όπως στην παιδικά χαρά του Αγ. Παντελεήμονα ή στην Αττική. Χτυπάνε μαγαζιά ξένων που λειτουργούν σε πλήρη νομιμότητα, από ανθρώπους που δεν έχουν κανέναν συμφέρον να γίνονται φασαρίες. Πράγματι συσπειρώνουν κόσμο. Όμως αυτός ο κόσμος που υποστηρίζει τους φασίστες έχει κατά βάσει οικονομικά κίνητρα. Πιστεύει ότι θα αναβαθμιστούν οι περιοχές αν φύγουν οι μετανάστες και θα πάρουν ξανά αξία οι περιουσίες τους. Δεν είναι τόσο η εγκληματικότητα που επικαλούνται αλλά τα οικονομικά τους συμφέροντα. Όμως στην περιοχή κατοικούν επίσης χιλιάδες άλλοι που δεν συμμερίζονται καθόλου αυτές τις ανησυχίες. Βλέπουν ότι οι μετανάστες ζουν σε άθλιες συνθήκες γιατί η κυβέρνηση τους έχει περιθωριοποιήσει και αυτό παίρνει μπάλα και τους υπόλοιπους. Καταλαβαίνει ότι αυτό είναι ένα παιχνίδι της εξουσίας για να διασπάσει τους από κάτω να στρέψει τους έλληνες εναντίον των αλλοδαπών και αυτή να συνεχίζει ανενόχλητη να ταίζει τους τοκογλύφους, τους Μπόμπολες, τους τραπεζίτες και τους εφοπλιστές. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στις ίδιες περιοχές βρίσκονται κατά δεκάδες χιλιάδες τα θύματα του ρατσισμού και των φασιστικών επιθέσεων. Οι ίδιοι οι μετανάστες. Αυτούς πρέπει να βρει η αριστερά. Τους έλληνες αντιρατσιστές και τους μετανάστες. Να τους οργανώσει, να σπάσει το φόβο των φασιστικών συμμοριών. Να καταγγείλει την ανοιχτή συνεργασία της αστυνομίας, και όχι να χάνει το χρόνο της σε ενημερώσεις του διοικητή της, και μαζί να χάνει την αξιοπρέπειά της. Αν η αριστερά αντιμετωπίσει το φασισμό κατάφατσα, τότε θα βρεθούν και οι ντόπιες δυνάμεις που τώρα βρίσκονται υπό καθεστώς τρομοκρατίας.
3. Η φασιστική βία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με οργανωμένη αυτοάμυνα. Και αυτό πρέπει να το υπερασπιστεί η αριστερά πολιτικά. Οπουδήποτε ερχόμαστε σε επαφή με το φασιστικό κατακάθι θα πρέπει να νοιώθει τη δύναμη της αριστεράς. Αν ο αρχηγός τους εμφανίζεται στο Δήμο Αθήνας με 8μελή φρουρά το ίδιο πρέπει να κάνει και η αριστερά. Καμία συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται υπό καθεστώς τρομοκρατίας και μάλιστα από μια συμμορία που δεν έχει περισσότερα από 100 πιστούς αλητόβιους. Κάθε παρέμβαση με αντιρατσιστικό και πολύ περισσότερο με αντιφασιστικό περιεχόμενο πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρότατη περιφρούρηση και υπό την πλήρη και ανοιχτή πολιτική κάλυψη της αριστεράς, τουλάχιστον της αριστεράς που αντιλαμβάνεται όχι την πλατωνική αλλά τη φυσική διάσταση του ζητήματος. Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν αφορά μόνο μια ή δύο ορισμένες περιοχές της Αθήνας. Οι φασίστες προσπαθούν να ανοιχτούν και σε άλλες περιοχές σε σχολεία. Η αριστερά πρέπει να ενισχύσει παντού τα αντιφασιστικά της αντανακλαστικά. Αυτό απαιτεί μια εσωτερική συζήτηση, και ταυτόχρονα μια ασφυκτική πρακτική πίεση όπου το φίδι επιχειρεί να σκάσει από το αυγό του.
4. Ο αντιρατσιστικός αγώνας είναι μια υπόθεση που ναι μεν συνδέεται με τον αντιφασισμό όμως δεν ταυτίζεται, ούτε και αποτελεί προϋπόθεσή του. Εδώ χρειάζεται διαρκή αντιμετώπιση, στον οχετό ρατσιστικής προπαγάνδας. Δυστυχώς ο περισσότερος κόσμος είναι επιρρεπής στη ρατσιστική μισαλλοδοξία. Τα παραμύθια των ρατσιστών διαδίδονται με αστραπιαία ταχύτητα απ’ όλα τα μέσα. Το αστικό μπλοκ εξουσίας ανασυντάσσεται στήνοντας νέες κοινωνικές συμμαχίες στο έδαφος αυτό. Απίστευτα ψέματα κυκλοφορούν που δαιμονοποιούν για οτιδήποτε συμβαίνει τους πιο φτωχούς προλετάριους της χώρας που είναι οι μετανάστες. Εύπεπτα επιχειρήματα βρίσκουν ανταπόκριση σε ανεκπαίδευτα και χαμηλής νοημοσύνης άτομα ή σε άλλους που έχουν ή αποχτούν συμφέροντα αφήνοντας στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους χωρίς πολιτικά δικαιώματα, σχεδόν σε συνθήκες ημιδουλείας, υλικό δηλαδή για κάθε είδους εκμετάλλευση. Όταν δεν μπορείς να τα βάλεις με τον δυνατότερο, μπορείς να το κάνεις με αυτόν που είναι πιο αδύνατος. Αυτή η συμπεριφορά είναι υπαρκτή και έχει βάθος στην ελληνική κοινωνία. Το ρατσιστικό δηλητήριο βρίσκεται φωλιασμένο όχι μόνο σε ξεπεσμένα μικροαστικά στρώματα αλλά και σε πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης. Κανένας δεν έχει ανοσία στο ρατσισμό εκ της κοινωνικής του θέσης. Και η τεράστια αυτή κοινωνική δεξαμενή είναι το υπόβαθρο της ανάπτυξης των νεοφασιστών.
Πηγές :www.kokkino.org,http://avantgarde2009.wordpress.com
Κ. Μαραγκός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου