Φάνηκε πως τα βάθρα στηρίγματος του φεουδαρχικού κατεστημένου που μετεξελίσσεται σε αστική τάξη έχει το πάνω χέρι. Σε αυτήν την πλευρά συγκαταλέγονται η αστική τάξη που παράχθηκε και αναπαράγεται μέσα από τις κρατικές δομές και επιχειρήσεις (πετρελαϊκές και άλλες) μαζί με την αντίστοιχη γραφειοκρατία, καθώς και οι κυρίαρχες φεουδαρχικές δυνάμεις με τις όποιες μετεξελίξεις τους στην ύπαιθρο. Ο έλεγχος από την πλευρά τους του κρατικού μηχανισμού εξηγεί την υποστήριξη που έχουν απ’ τους δημόσιους υπαλλήλους. Τα αυξημένα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου έδωσαν στις δυνάμεις αυτές τη δυνατότητα κάποιων παροχών στα φτωχά στρώματα των αστικών κέντρων ενώ και η πλειονότητα του αγροτικού πληθυσμού τους υποστήριξε. Το θρησκευτικό επικάλυμμα του ισλαμισμού συνιστά τον ιδεολογικό συνεκτικό ιστό αυτών των δυνάμεων μέσα από το σχήμα κράτος-θρησκεία.
Στην αντίπαλη πλευρά συμπαρατάχθηκαν αστικές μερίδες που υπήρχαν και αναπαράγονταν στον ιδιωτικό τομέα και τα αντίστοιχα στελέχη της, αστικά τμήματα που μετά τις «μεταρρυθμίσεις» του ’90 έχουν στα χέρια τους εξαγωγικούς κλάδους αλλά και «εγχώριες» επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν. Αυτές οι δυνάμεις πέρα από τον «εαυτό τους» παρέταξαν στην αντιπαράθεση που εξελίχθηκε σημαντικά κομμάτια της διανόησης και της φοιτητικής νεολαίας προβάλλοντας τον στόχο της φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος.
Αυτή η –σε αδρές γραμμές– ανάλυση των δυνάμεων που αντιπαρατίθενται στην ιρανική κρίση καταδεικνύει ότι πρόκειται για μια διαπάλη διαφορετικών μερίδων του ιρανικού συστήματος για το ποια θα έχει το «πάνω χέρι» στις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, ποιος θα είναι ο ρόλος της κάθε μιας, πώς θα διαμορφωθεί στην παρούσα φάση η διάταξη αυτών των δυνάμεων στο εσωτερικό της ιρανικής ελίτ. Με αυτή την έννοια δεν πρόκειται για λαϊκή εξέγερση που πηγάζει και εκφράζει γνήσια λαϊκά συμφέροντα ενάντια στην εκμετάλλευση και καταπίεση της κυρίαρχης τάξης και των μερίδων της. Αυτό βέβαια καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν κινητοποιήθηκαν λαϊκές μάζες. Δεν είναι μάλιστα καθόλου έξω από τη λογική των πραγμάτων τις τρεις αυτές εβδομάδες να εκφράστηκε και η γενικότερη δυσαρέσκεια του λαϊκού παράγοντα ενάντια σ’ ένα εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό καθεστώς. Το ζήτημα είναι ότι η δυσαρέσκεια αυτή προσμετρήθηκε και καταγράφηκε στην αντιπολιτευόμενη αστική πλευρά, δεν «πάτησε» ούτε σηματοδοτήθηκε πολιτικά από κάποια ή κάποιες δυνάμεις που κινούνται έξω και ενάντια στο υπάρχον ιρανικό καθεστώς, με δεδομένη και στη χώρα αυτή την κατάσταση της Αριστεράς. Και στην περίπτωση της πρόσφατης ιρανικής κρίσης μπορεί να διαπιστώσει κανείς το μεγάλο πολιτικό κενό που υπάρχει από τα Αριστερά, το χαμηλό –στην καλύτερη περίπτωση– επίπεδο συγκρότησης των αριστερών, κομμουνιστικών δυνάμεων. Είναι αυτό το κενό που δίνει για την ώρα τη δυνατότητα στην κυρίαρχη τάξη και στις μερίδες τους να εγκλωβίζουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να τη χρησιμοποιούν στη μεταξύ τους αντιπαράθεση που είναι μακριά και έξω απ’ τα λαϊκά συμφέροντα.
Για την προώθηση των συμφερόντων και των επιδιώξεών τους οι ιμπεριαλιστές της Δύσης, μολονότι διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες και έχουν δυνατότητα ανάλυσης και γνώσης των πραγματικών χαρακτηριστικών της ιρανικής κρίσης, σκόπιμα συσκοτίζουν τα πραγματικά δεδομένα. Μέσα από τη χρήση ασαφών και παραπλανητικών όρων («σκληροπυρηνικοί» και «αυταρχικοί» οι μεν, «μετριοπαθείς» και «φιλελεύθεροι» οι άλλοι) βρίσκουν την ευκαιρία να εντείνουν την πίεση προς την κυρίαρχη μερίδα της ιρανικής ελίτ, ευελπιστώντας στην αποδυνάμωσή της με την προσδοκία ότι μπορούν να κάνουν πιο εύκολα παιχνίδι με την αντιπολίτευση. (Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης έδρασαν ως ενεργούμενα της Δύσης).
Με πιο θορυβώδη τρόπο οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, παίρνουν ανοιχτά το μέρος της αντιπολίτευσης. Ο Ομπάμα κράτησε αρχικά μια πιο επιφυλακτική στάση, ενώ ανέβασε τους τόνους όταν φάνηκε πως η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά Αχμαντινετζάντ-Χαμενεΐ, παρά τις πιέσεις που δέχεται από τους ρεπουμπλικάνους να στηρίξει ανοιχτά την αντιπολίτευση. Ίσως το επιτελείο Ομπάμα να αντιλήφθηκε αυτό που αρκετά εύστοχα επισημάνθηκε από πολλές πλευρές, ότι δηλαδή μια ανοιχτή υποστήριξη των ΗΠΑ προς την αντιπολίτευση μάλλον θα την έβλαπτε, καθώς θα δικαίωνε την πλευρά Αχμαντινετζάντ που έντεχνα έκανε λόγο για υποκίνηση της αντιπολίτευσης από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και ειδικά τους Αμερικανούς. Το κλείσιμο αυτού του γύρου της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της ιρανικής ελίτ δικαίωσε τη Ρωσία που ξεκάθαρα, ανοιχτά και απ’ την πρώτη στιγμή υποστηρίζει τον Αχμαντινετζάντ.
Η ως τώρα κατάληξη της ιρανικής κρίσης, πέρα από τα αποτελέσματα που θα παραγάγει σχετικά με το συσχετισμό δύναμης και τη διάταξη δυνάμεων στο εσωτερικό του ιρανικού καθεστώτος με εμφανώς κερδισμένη την πλευρά που εκπροσωπείται από τον Αχμαντινετζάντ, θα επιδράσει στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στο πλέγμα των εντεινόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που εκδηλώνονται οξυμένα στην ευρύτερη και στρατηγικά σημαντική περιοχή. Και όλα αυτά με δεδομένες τις περιφερειακές φιλοδοξίες του Ιράν, τις δυνατότητες επηρεασμού των εξελίξεων που έχει σε μια σειρά μέτωπα (Ιράκ, Μ. Ανατολή, μέσω των σχέσεών του με τη Χαμάς και ιδίως με τη Χεζμπολάχ) αλλά και της αδήριτης αναγκαιότητας να πάρει θέση –έστω όχι οριστική– αλλά τουλάχιστον να «γείρει» προς κάποια πλευρά ιμπεριαλιστική σε μια περίοδο που ήδη έχει τεθεί και εξελίσσεται το ζήτημα της αναδιάταξης δυνάμεων και των στρατηγικών συμμαχιών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το Ιράν ήδη έχει συνάψει σχέσεις εμπορικές και οικονομικές με τη Ρωσία, ενώ είναι γεγονός η στήριξη της τελευταίας –προφανώς με όρους– στο πυρηνικό του πρόγραμμα. Το Ιράν συμμετέχει ως παρατηρητής (μαζί με την Ινδία και το Πακιστάν) στον Οργανισμό της Σαγκάης, με κυρίαρχες σε αυτόν τη Ρωσία και την Κίνα. Η εξέλιξη του BRIC αποτελεί ένα ακόμη σημείο αναφοράς.
Ποια θα είναι η στάση του Ιράν σε όλα αυτά; Και πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση Ομπάμα; Πώς θα χειριστεί, στη βάση των πρόσφατων δεδομένων, το ιρανικό ζήτημα μέσα στο ευρύτερο πεδίο των επιδιώξεων των ΗΠΑ στην περιοχή;
Τελικά, μέσα στο πλαίσιο των εντεινόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου με το αίμα των λαών, η κρίση στο Ιράν σίγουρα δεν αποτελεί μια αποκλειστικά εσωτερική υπόθεση του Ιράν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου