«Τι γιορτάζεις μωρή;»
Ισα που χάραζε η αυγή. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα είχε καταφέρει επιτέλους. Στολίστηκε. Βαρύ μετάξι η μπλούζα. Υφασμα ακριβό, παλιό οβρέικο, απ' τα χιλιάδες που μάζευαν οι ναζίδες, οι παρέες του άντρα της, πριν τους βάλουνε τους Βαραβάδες, στα τρένα για τους φούρνους. Το σεντούκι το άνοιγε μια φορά κάθε δυο χρόνια κι όλο κάτι πολύτιμο έβγαζε απ' τα κλεμμένα.
Στο λαιμό περιδέραιο βαρύ. Ασπρες πέτρες και χρυσοί βώλοι. Ολα από τα δόντια των βρωμοαίματων φονιάδων του Χριστού. Εξαγνισμένα στους κλιβάνους. Εκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό και φορώντας το κραγιόν με κόπο στα ζαρωμένα χείλια της, «πάτησα τα ογδόντα» σκέφτηκε, «κι όμως καλοστέκομαι. Να ζήσω να τον δω και τον μικρό να τον προσκυνάνε τα κομμούνια και το αριστερό το γυφταριό», σταυροκοπήθηκε. Χαιρέκακο μειδίαμα της γύρισε το είδωλό της. Βγαίνει αργά και βροντάει φέτος στη γειτονιά. Αυτή που χρόνια τώρα την ήξεραν σαν τη γυναίκα του δοσίλογου, τη μάνα του χουντικού, τη γιαγιά του τσογλαναρά που πλακώνεται με τ' Αλβανάκια απ' το δημοτικό για να του πάρει σοκολάτες κι άμα μεγαλώσει και μοτοσακό να κυνηγάει μ' ασφάλεια κάθε βρωμοπακιστανό. Μετά τις εκλογές, τη χαιρετάνε και μερικοί που δε γυρνάγαν να τη δούνε. Ημέρα της γυναίκας! «Γιορτάζω». Κορδώθηκε όσο την παίρναν τα ρημάδια τ' αρθριτικά, βλέποντας τα δυο θεριά με τα μαύρα κοντομάνικα να την περιμένουν να βγει από το ασανσέρ.
Της τα είπαν στα γρήγορα τα μαντάτα. Πως δε θα πάει στα γραφεία του συνδέσμου για γιορτές και κουλουράκια, μα στην ασφάλεια. Να καταθέσει πως όλη τη νύχτα τη γιατροπόρευε ο εγγονός. Οτι δεν ήταν αυτός που έσφαξε δυο ρυπαρούς μαυριδερούς υπανθρώπους και κινδυνεύει τώρα με μαύρη φυλακή... Ταμπλάς. Εσφιξε το κολιέ για να μη δούνε πως έτρεμε. Την έφτασαν σχεδόν σηκωτή, με μια σκληράδα που την παραξένεψε, αλλά δεν είχε σάλιο να παραπονεθεί, μπροστά απ' το μηχάνημα της τράπεζας, δυο τετράγωνα πιο κάτω. «Λεφτά θα χρειαστεί το παιδί», γρυλίσανε οι φρουροί, «αυτοί που ήταν το δώρο του εγγονού της το καλύτερο», πρόλαβε να σκεφτεί πριν σωριαστεί. Το τελευταίο αντίο στη ζωή, καθώς περνούσε από τα σβησμένα μάτια της, της το είπαν εκείνα τ' άρβυλα τα βαριά τα γερμανικά του νταγλαρά, όπου ακούμπησε το μάγουλό της και δυο τρίχες απ' τα κάποτε ωραία της μαλλιά.
Οι σάρκινες ντουλάπες πάγωσαν. «Τι κάνουμε τώρα ρε μαλάκα με την κωλόγρια;», βρυχήθηκε. «Πάνε πιο κάτω στου Ινδού το μαγαζί. Πλάκωσέ τονα και φέρτον σηκωτό. Σπάσε τον γκολιέ της, κι άμα φανείς θα βάλω τις φωνές. Πως τη φάγανε οι μετανάστες οι ληστές τη γριούλα μας κι ανήμερα μάλιστα τη μέρα τη γυναίκας, ξέρεις το ποίημα ρε... Ωσπου ναρθείς θα πάρω και το βουλευτή να το καταγγείλει στη Βουλή ...»
Απ' όλες τις δουλειές που του 'χε χρεώσει ο αρχηγός ετούτη ήταν η πιο εξευτελιστική. Να τον τραβάνε φωτογραφίες με γριές που σέρνονταν για πενταροδεκάρες στα τραπεζικά κωλομηχανήματα. Την κοίταξε την πεθαμένη και μούγκρισε, «τι γιορτάζεις μωρή;». Χούφτωσε δυο στρογγυλά χρυσά για να τα δώσει το βράδυ στον κορίτσαρο κι άρχισε να γκαρίζει. « Αλήτες, φονιάδες, μετανάστες...»
ΥΓ: Ιστορία συνταγματικού τόξου είναι. Διαδώστε την άφοβα. Μαύρη πλάκα.
Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Πηγή : Κυριακάτικος Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου