Καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία των εκλογών, όλο και πιο συχνά ακούγεται -άλλοτε καλοπροαίρετα κι άλλοτε διακινούμενο κυρίως από δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ- το εξής επιχείρημα:
«Τι νόημα έχει να ψηφιστεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Ακόμη κι αν την πιστεύει κάποιος, είναι χαμένη ψήφος. Κόβει ψήφους και έδρες από τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ και βοηθά το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ να πάρουν περισσότερες έδρες και άρα να συγκυβερνήσουν μετά τις εκλογές».
Το ερώτημα αυτό μπορεί κανείς να το κατανοήσει και να το συζητήσει συναγωνιστικά, όταν τίθεται από αριστερούς, από αγωνιστές του κινήματος που μάχονται κι αγωνιούν πραγματικά για την υπόθεση των λαϊκών συμφερόντων και της Αριστεράς. Δύσκολα, όμως, μπορεί να το αποδεχτεί όταν τίθεται από δυνάμεις της Αριστεράς απέναντι σε άλλες αριστερές δυνάμεις. Στην περίπτωση αυτή, η υποκρισία και η πολιτική ανηθικότητα του εκβιασμού της χαμένης ψήφου είναι τεράστια.
Πρόκειται, καταρχήν, για υποκρισία και συνειδητό ψέμα. Η ψήφος ενός αριστερού στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν επηρεάζει τα εκλογικά ποσοστά των ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Επηρεάζει μόνο το συσχετισμό δυνάμεων εντός της Αριστεράς. Το μεγάλο μπόνους στους συνεταίρους της κυβέρνησης Παπαδήμιου προέρχεται από τις 50 έδρες που χαρίζει ο εκλογικός νόμος στο πρώτο κόμμα κι όχι από τις 4-5 έδρες που ίσως χάσουν ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ αν ψηφιστεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άσε που μπορεί και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αφαιρέσει έδρες από το μαύρο μέτωπο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, αν ξεπεράσει το αντιδημοκρατικό όριο-λαιμητόμο του 3%. Το οποίο όριο, όπως και την απλή αναλογική, τα θυμούνται, δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ μόνο διακηρυκτικά ή μόνο σε ό,τι αφορά τη δική τους κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά τα «καταπίνουν» όταν βολεύει, γιατί στερεί την εκπροσώπηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς και επιτρέπει να αλιεύουν ψήφους αγωνιστών της για να ανεβάζουν τις δικές τους «μετοχές» στο χρηματιστήριο του αστικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού.
Πρόκειται, όμως, και για πολιτική ανηθικότητα. Η Αριστερά και πριν τη δικτατορία και ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση υπήρξε θύμα της θεωρίας της «χαμένης ψήφου», που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε από το ΠΑΣΟΚ, άλλοτε για να υπάρξει «αλλαγή», άλλοτε για «να μην ξανάρθει η επάρατος δεξιά», άλλοτε για να «νικήσει το φως το σκοτάδι» κι άλλοτε για «να φύγει η χολέρα του Μητσοτάκη». Τώρα, λοιπόν, στο όνομα ποιας αριστερής πολιτικής ηθικής, ποιας αριστερής συνείδησης χρησιμοποιείται εναντίον άλλων αριστερών το ίδιο ακριβώς εκβιαστικό επιχείρημα; Πόσο αριστερό είναι το θύμα να γίνεται θύτης;
Κι αν ήταν αστικό και εκβιαστικό, αν ήταν απόρροια και αντανάκλαση της αστικής πολιτικής τότε που το χρησιμοποιούσαν άλλοι κατά του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, άλλαξε τώρα αυτό το δίλημμα χαρακτήρα, επειδή το χρησιμοποιούν και το διακινούν κυρίως δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ έναντι άλλων αριστερών; Ασφαλώς και όχι. Ό,τι ήταν αυτό και παραμένει. Αυτός που άλλαξε είναι η επίσημη Αριστερά: έμαθε κι αυτή, δυστυχώς, να χρησιμοποιεί τα αστικά πολιτικά εργαλεία – δείγμα του πόσο μακριά βρίσκεται από την εργατική επαναστατική πολιτική και ως περιεχόμενο και ως τρόπο προώθησης.
Είναι ανήθικο πολιτικά να χρησιμοποιείται αυτό το επιχείρημα και για έναν ακόμη λόγο: από τη μια καταγγέλλουν -ακόμη και προεκλογικά- την αντικαπιταλιστική Αριστερά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως «οπορτουνιστές», «σεχταριστές», «απογειωμένους», «μικροαστούς υπερεπαναστάτες» κ.λπ. και την ίδια στιγμή ζητούν να υφαρπάξουν την ψήφο των αγωνιστών της για να την αξιοποιήσουν μετεκλογικά όχι κυρίως κατά του μαύρου μετώπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και όποιων άλλων συνεταίρων του και της πολιτικής του, αλλά κυρίως κατά της ίδιας της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της προοπτικής της, κατά της διαφαινόμενης δυνατότητάς της να εμφανιστεί με μαζικούς και υπολογίσιμους όρους στο πολιτικό και κινηματικό προσκήνιο, να αλλάξει το χάρτη στην Αριστερά, να αναδείξει αυτό ακριβώς που ως πολιτική πρόταση, όραμα, πρακτική και οργάνωση δεν μπορεί να φέρει ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε το ΚΚΕ.
Πολιτικά ανήθικο είναι να χρησιμοποιείται το επιχείρημα αυτό από αριστερές δυνάμεις απέναντι σε άλλες αριστερές δυνάμεις και αριστερούς αγωνιστές και για έναν ακόμη λόγο: η Αριστερά, για να είναι Αριστερά, οφείλει να πείθει το λαό με βάση τις ιδέες και τις προτάσεις της κι όχι με εκλογικίστικα τερτίπια. Αν θέλουν να κερδίζουν τις εργαζόμενες μάζες και ειδικά τον κόσμο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ας προσπαθήσουν να το κάνουν με την πολιτική τους. Ας αναμετρηθούν με την πολιτική, την προοπτική, την κινηματική δράση και τον τρόπο λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κι ας πείσουν τους αγωνιστές που την έχουν στην επιλογή τους σε αυτό το επίπεδο. Η αξιοποίηση του εκλογικίστικου επιχειρήματος της «χαμένης ψήφου», ωστόσο, δείχνει ότι φοβούνται την «αναμέτρηση» σε αυτό το επίπεδο. Ότι ζητούν «δωρητές σώματος και ψυχής» και όχι συνειδητές επιλογές. Ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ίδια την πολιτική τους. Ότι την ίδια στιγμή που καταγγέλλουν το εκβιαστικό-τρομοκρατικό δίλημμα «ευρώ ή καταστροφή» είναι ξένο προς την εργατική, αριστερή κουλτούρα και ηθική να το αντικαθιστούν στον κόσμο της Αριστεράς με το «ή ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ ή κυβέρνηση μαύρου μετώπου ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με ή χωρίς Παπαδήμιο.
Οι αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος κατανοούν αυτή τη δυσκολία της ηττημένης και χρεοκοπημένης Αριστεράς, προβληματίζονται κι από μόνοι του πάνω στο ποια είναι η πιο χρήσιμη, η πιο αποτελεσματική στάση και ψήφος στις 6 Μάη και, κυρίως, στις αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν. Αλλά δεν θα υποκύψουν ούτε στον ένα εκβιασμό («ευρώ ή καταστροφή») ούτε στον άλλο («χαμένη κάθε ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ»). Έχουν επιλογή για να αποκρούσουν, να ανατρέψουν την πολιτική κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ, κεφαλαίου: την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για οικοδόμηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, για μια μαζική αντικαπιταλιστική Αριστερά. Κι αυτό δεν είναι απλώς επιλογή, είναι στάση ζωής κι αγώνα. Δεν αφορά μόνο τις εκλογές, αφορά κάθε πεδίο αναμέτρησης με την κανιβαλική επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα.
Εξάλλου, αξίζει χίλιες φορές περισσότερο το «ρίσκο» μιας ψήφου ανατροπής σε μια επαναστατική δύναμη, από 1 βουλευτή παραπάνω στα κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Αξίζει πολύ περισσότερο η ανατροπή των πολιτικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών με την είσοδο και στη βουλή μιας ανατρεπτικής αριστερής δύναμης σαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την ενίσχυση με 1 ή 2 βουλευτές παραπάνω των κοινοβουλευτικών ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.
Πηγή:www.narnet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου