Είκοσι χρόνια από το θάνατο του μεγάλου ποιητή
Μ' αυτούς τους στίχους τελειώνει το ποίημα που έγραψε στις 25 Ιούνη 1974 ο Γιάννης Ρίτσος για να τιμήσει τον «μόνιμο συνομιλητή με τον ήλιο» ποιητή, φίλο και συναγωνιστή του Νικηφόρο Βρεττάκο. Εχοντας αφιερώσει τη ζωή και τη δημιουργία του στο μετερίζι της αλήθειας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος - αυτές τις μέρες (4/8) συμπληρώνονται 20 χρόνια από θάνατό του - υπήρξε μια από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Η ποίησή του, πλημμυρισμένη από βαθύ ανθρωπισμό, συνδυάζει το ρεαλισμό με τη λυρική έξαρση. Και μαζί μ' αυτά τη βαθυστόχαστη κριτική ματιά, με την απόλυτη συναίσθηση ότι ασκεί υπεύθυνα ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό λειτούργημα, το λειτούργημα του πνευματικού δημιουργού. Το φως που πλημμυρίζει το έργο του σαν έννοια και σαν λέξη, δεν ήταν για εκείνον μόνο το φως του ήλιου, αλλά και «το φως κάθε δίκαιας πράξης». Το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας του ανθίζει σε χρόνια δραματικά για τον τόπο μας, σε συνάρτηση με τη γενικότερη πορεία της ανθρωπότητας. Ο ίδιος πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο...Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη "μοίρα" του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους». Και αυτό το αποδεικνύει μέσα από το μεγάλο έργο του.
Με τον τρόπο του και τη μεγάλη ευαισθησία του παίρνει θέση απέναντι σε όσα συντελούνται γύρω του. Στα δύσκολα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης στάθηκε στο πλευρό του μαχόμενου λαού. Η ένοπλη ιμπεριαλιστική επέμβαση το Δεκέμβρη του 1944 και ο αγώνας του λαού της Αθήνας να διαφεντέψει τη μοίρα του τόπου γίνεται η πηγή έμπνευσης της μεγάλης ποιητικής του σύνθεσης «33 μέρες» - γραμμένη σε πεζό - που αποτελεί ύμνο στους αγώνες του θρυλικού λόχου φοιτητών «Λόρδος Βύρων».
«Του εργοστασίου η πόρτα είναι από σίδερο. Εχει
στο μέσο δυο κάγκελα. Πίσω απ' τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ' έξω -
μια σειρά σταυρωμένα χέρια και πρόσωπα.
Κάνουν μια κίνηση όλοι μαζί,
στυλώνουν τ' αυτιά, κρατούν την ανάσα ν' ακούσουν.
"Μεσημέριασε. Ο κύριος διευθυντής δεν θα ρθει.
Αύριο πάλι. Πρωί. Πιο πρωί".
Και φεύγουν σκυφτοί. Περπατώντας, κοιτάζουνε γύρω τους,
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο - Οχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα χέρια τους». («Ανεργοι», 1959)
και
«...Πάνω του πέρασαν όλοι οι καιροί:
ο εργοδότης του, η φτώχεια του, ο πόλεμος.
Δεν πουλάνε γι' αυτόν τα καταστήματα τίποτα.
Δεν έχει μετά πού να πάει. Στους πέντε
περιφέρεται δρόμους της γης όταν κλείνει
το μαγαζί του ο ήλιος» («Στους πέντε δρόμους»)
Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ν. Βρεττάκου είναι το βαθύ μίσος για τον πόλεμο σε αντιδιαστολή με την απέραντη αγάπη του για την ειρήνη. Μια αγάπη - αληθινό πάθος - που σφραγίζουν μεγάλο μέρος της δημιουργίας του. Από τις πιο μεγάλες στιγμές της ποίησής του είναι το «Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη» και η συγκλονιστική ποιητική του σύνθεση «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ». Δημοσιεύτηκε το 1954, χρονιά δικαστικής δίωξης του κορυφαίου Αμερικανού φυσικού Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, γνωστού ως «πατέρα της ατομικής βόμβας» με χρήση ουρανίου, επειδή, έχοντας δει τον όλεθρο που έσπειρε η βόμβα του στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, αντιτάχθηκε στην απόφαση της πανίσχυρης «Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας» για κατασκευή και βόμβας υδρογόνου.
λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
* * *
Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι,
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
* * *
Τι να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Οπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.
* * *
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
* * *
Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος;
* * *
Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ; ...».
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου