Το τελευταίο διάστημα και ειδικά λίγο πριν και ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση της 15 Δεκέμβρη «ξέσπασε» και κλιμακώθηκε μια αντιπαράθεση που πήρε από χαρακτηριστικά ανοικτού τραμπουκισμού και απολίτικου χουλιγκανισμού (περίπτωση συγκρούσεων ΚΝΕ–ΕΑΑΚ σε Πάντειο και αλλού) μέχρι μακροσκελείς αναλύσεις και άρθρα από τη μεριά στελεχών του ΚΚΕ στο «Ριζοσπάστη» ενάντια σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ - ΝΑΡ - ΣΥΡΙΖΑ - ΚΟΕ και απαντήσεις από τη δική τους πλευρά.
Σε μια περίοδο γενικευμένης επίθεσης κυβέρνησης, κεφαλαίου, ιμπεριαλιστών για την ισοπέδωση όλων των δικαιωμάτων και των καταχτήσεων της εργατικής τάξης και όλου του λαού, σε μια περίοδο φτώχειας και ανεργίας για όλο και μεγαλύτερα τμήματα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας, η πολιτική αντιπαράθεση, ο διάλογος, ακόμη και η πολεμική, στο πλαίσιο του εργατικού-λαϊκού κινήματος και για τις ανάγκες του, είναι απαραίτητο στοιχείο ξεκαθαρίσματος της πολιτικής κατεύθυνσης που μπορεί να εξοπλίσει το κίνημα για να ορθώσει την οργάνωση και την πάλη του απέναντι στην αντεργατική – αντιλαϊκή λαίλαπα με στόχο την ανατροπή της.
Από την άποψη αυτή, μία τέτοιου χαρακτήρα αντιπαράθεση, για τις ανάγκες του κινήματος, είναι και θεμιτή και αναγκαία όσο οξυμένο χαρακτήρα και αν έχει. Φυσικά δεν εντάσσονται οι τραμπουκισμοί και οι απολίτικες πραχτικές σε αυτή την αντιπαράθεση, όπως ανακοινώσεις περί «νέων εκοφιτών» καθώς και αρθρογραφία για «πράκτορες».
Δεν είμαστε από αυτούς που θεωρούν ότι η αντιπαράθεση στην Αριστερά πρέπει να γίνεται με το «γάντι», είναι υποχρεωμένη να θίξει «τιμές και υπολήψεις», αλλά οφείλει και να παραμείνει στο έδαφος των αναγκών και του ήθους του εργατικού κινήματος, μέσα σε πλαίσια που θα βοηθήσουν να βγάλει συμπεράσματα ο κόσμος της Αριστεράς, οι αγωνιστές στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα και δεν θα είναι ούτε απολίτικοι τσαμπουκάδες ούτε ανέξοδες κορόνες και πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα, πέρα από τις πραγματικές ανάγκες και αγωνίες για οργάνωση και πάλη των εργαζόμενων.
Δεν μπορεί το άνοιγμα της αντιπαράθεσης να γίνεται για την κάλυψη πολιτικών αδιεξόδων κάποιων ηγεσιών στο χώρο της Αριστεράς, την άρνηση οποιασδήποτε αυτοκριτικής, σχεδόν, από όλες τις πλευρές και με όλο τον πολιτικό και ιδεολογικό «εξοπλισμό» της… ήττας του εργατικού, επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Ταυτόχρονα, ακόμα πιο επιτακτική είναι η αναγκαιότητα της κοινής δράσης των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα με στόχο τη στήριξη των εργατικών – λαϊκών αγώνων, τη διαμόρφωση ενός μαζικού ρεύματος αντίστασης και αγώνα μέσα στο λαό που θα δώσει τη δυνατότητα να δοθούν οι μάχες που σήμερα είναι απαραίτητες με καλύτερους όρους και συσχετισμούς.
Τέλος, μεγάλο ζητούμενο παραμένει η ανάληψη της ευθύνης από τις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά να κινηθούν στην κατεύθυνση της πραγματικής σύγκρουσης με τις δυνάμεις του συστήματος στο έδαφος των πραγματικών οξυμένων ταξικών αντιθέσεων που καθορίζει η επίθεση από τη μεριά του συστήματος και να μην παραμένουν «μονολιθικά» εγκλωβισμένες είτε σε σχέδια αναχώρησης από την πάλη με στόχο την… εξουσία είτε σε αδιέξοδα σχέδια «σωτηρίας» από το «χρέος».
Αλλά ας δούμε πιο συγκεκριμένα τα γεγονότα και την αρθρογραφία.
Η μάχη του… Παντείου
Οι συγκρούσεις ΚΝΕ – ΕΑΑΚ στο Πάντειο με αφορμή τη διεκδίκηση μιας… κολόνας σαν χώρου ανάρτησης τιμητικής πλακέτας στη μνήμη της Σωτηρίας Βασιλακοπούλου, μέλους της ΚΝΕ, που τον Ιούλιο του 1980 δολοφονήθηκε στην πύλη του εργοστασίου της ΕΤΜΑ από μπράβους της εργοδοσίας σε «αυτοκινητιστικό ατύχημα», από την μεριά της ΚΝΕ, είτε σαν χώρου προβολής των υλικών των ΕΑΑΚ, από την άλλη μεριά, μόνο θλίψη μπορεί να γεμίσει κάθε προοδευτικό και αριστερό νέο και εργαζόμενο. Η χρησιμοποίηση της μνήμης μιας νεκρής αγωνίστριας του κινήματος από τη μία πλευρά (ΚΝΕ) και η «ελαφρότητα» της αντίδρασης των ΕΑΑΚ με την αποκαθήλωση της πλακέτας από την άλλη είναι δείγματα παντελούς έλλειψης –και στις δύο πλευρές– στοιχειώδους αριστερού πολιτικού κριτηρίου και ήθους.
Οι νεκροί αγωνιστές του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος τιμώνται μέσα στους αγώνες και όχι με πλακέτες σε… κολόνες κάποιων σχολών.
Τα μνημεία των αγωνιστών από αυτούς που θέλουν να τα στήσουν οφείλουν να γίνονται με τέτοιον τρόπο που να έχουν το σεβασμό όλου του δημοκρατικού κόσμου και να μη γίνονται αντικείμενο προβοκατσιών και απολίτικων συγκρούσεων που μόνο την αντίδραση ευνοούν και σπιλώνουν τη μνήμη των αγωνιστών. Από την άλλη, η «ευκολία» της αποκαθήλωσης δείχνει την έλλειψη στοιχειώδους αριστερού «έρματος» σε χώρους όπου περισσεύει η επαναστατική ρητορεία.
Οι συγκρούσεις του Παντείου και αυτές που ακολούθησαν σε άλλες σχολές και πόλεις δείχνει με τον πιο φανερό τρόπο τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν κάποιες ηγεσίες στο χώρο της νεολαίας και προσπαθούν με ψευτο-τσαμπουκάδες να καλύψουν. Εξάλλου ανάλογες… συγκρούσεις είχαμε και πρόσφατα στην Πάτρα, μεταξύ ΑΡΑΣ – ΑΡΑΝ, με τραυματισμούς για… κάποιες έδρες σε ένα φοιτητικό σύλλογο!
Η «ευκολία» του τραμπουκισμού ανάμεσα σε αριστερές δυνάμεις έλκει την καταγωγή της από τα «παλιά», τότε που η ΚΝΕ προσπαθούσε να αντιμετωπίσει κάθε αγωνιστική και προοδευτική φωνή μέσα στο πανεπιστήμιο με την προβοκατορολογία και το ξύλο. Αυτή η πραχτική, δυστυχώς, «μεταλαμπαδεύτηκε» και σε άλλους πολιτικούς χώρους και κυρίως αυτόν των ΕΑΑΚ και η επίδειξη ωμής βίας, χουλιγκανισμού, απολίτικης και χυδαίας συμπεριφοράς έγινε «κοινή» πραχτική, πολλές φορές, στους πανεπιστημιακούς χώρους, που «επικύρωνε» πολιτική κυριαρχία.
Στην πραγματικότητα όμως οι πραχτικές αυτές το μόνο που αποδεικνύουν είναι ο εκφυλισμός στον οποίο μπορούν να οδηγηθούν αριστεροί νέοι αγωνιστές μέσα σε μια περίοδο αχαλίνωτης επίθεσης του συστήματος στη νεολαία ενάντια στα δικαιώματά της στη μόρφωση και τη δουλειά. Είναι η απόληξη της λογικής ότι η υπόθεση του κινήματος δεν κρίνεται από τις μάζες αλλά από τους «αποφασισμένους» και «πρωτοπόρους». Είναι η απόδειξη της πλήρους ανεμπιστοσύνης στην κίνηση των μαζών και η αναγωγή των «επιτελείων» σε καθοριστικούς παράγοντες της εξέλιξης της πορείας του κινήματος.
Το ΚΚΕ ξεκινάει πόλεμο απέναντι σε άλλες δυνάμεις της Αριστεράς
Με άρθρο του στο «Ριζοσπάστη» της 21 Δεκέμβρη, ο Δημήτρης Γόντικας, μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ, με τον βαρύγδουπο τίτλο «Η μεγάλη ευθύνη της εργατικής τάξης για το παρόν και το μέλλον του κινήματός της» μας «πληροφορεί» ότι :
«Σήμερα, μπροστά στην άνοδο της ταξικής πάλης, μπροστά στην προσπάθεια ανασύνταξης του εργατικού, συνδικαλιστικού κινήματος και άνοδο του ρόλου του ΚΚΕ στην πολιτική πάλη, επιλέγεται, για άλλη μια φορά, η χρησιμοποίηση του οπορτουνιστικού χώρου, από τα διάφορα διαλυμένα κομμάτια του ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ ως τις διάφορες γκρούπες, συχνά ετερόκλητες που απαρτίζουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Παρά τις διαφορές που έχουν στις γραμμές τους, επιχειρείται να ανασυνταχθούν πάνω στο έδαφος της πάλης με το ΚΚΕ και την πολιτική του.
Είναι σχέδιο. Δε σημαίνει, για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, ότι όλοι όσοι ακολουθούν αυτές τις δυνάμεις είναι πράκτορες ή άνθρωποι στην υπηρεσία της αστικής τάξης. Το ότι αυτός ο χώρος κηδεμονεύεται και είναι υπονομευόμενος από διάφορα κέντρα είναι πέρα για πέρα βέβαιο.»
Είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε μεγάλα αποσπάσματα από το άρθρο αυτό για μην κατηγορηθούμε για επιλεκτικές αναφορές που αλλοιώνουν το περιεχόμενο.
«Δεν είναι όλοι πράκτορες λοιπόν», κατά Δ. Γόντικα, γλίτωσαν τη ρετσινιά που κάποτε προσπάθησε να κολλήσει η ηγεσία της ΚΝΕ και του ΚΚΕ σε πρωτοπόρους αγωνιστές με τους «300 προβοκάτορες» του Πολυτεχνείου το 1973.
Η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ να ανοίξει τέτοιου χαρακτήρα αντιπαράθεση με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς είναι συνειδητή και θέλει να καλύψει δικά της, πολιτικά προβλήματα και αδιέξοδα που εμφανίζονται στο μαζικό κίνημα. Η ένταση της επίθεσης από τη μεριά των δυνάμεων του συστήματος στην εργατική τάξη, που έχουν το χαρακτήρα κήρυξης πολέμου, θέτει ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτικό ζήτημα σε κάθε δύναμη που αναφέρεται στην Αριστερά και πολύ περισσότερο στην κομμουνιστική υπόθεση. Της οργάνωσης του κινήματος που απαιτείται για να αποκρουσθεί αυτή η επίθεση. Στην υπόθεση αυτή η ηγεσία του ΚΚΕ έχει άλλους σχεδιασμούς. Θέλοντας να αποφύγει την πραγματική σύγκρουση στο πεδίο των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων έτσι όπως καθορίζονται σήμερα από την επίθεση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού ξεφεύγει με το στόχο της… εξουσίας. Και κηρύσσει «αντεπίθεση» σε έναν πόλεμο που διεξάγεται με τους χειρότερους πολιτικούς και ταξικούς όρους από τη μεριά των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, προσπαθώντας να αποφύγει την πολιτική των αναγκαίων μετώπων πάλης που θα του θέσουν το ζήτημα της κατεύθυνσης. Το ζήτημα της Αντίστασης στην επίθεση και την αντίστοιχη οργάνωση και πάλη των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.
Η πολεμική που κήρυξε η ηγεσία του ΚΚΕ σε άλλες αριστερές δυνάμεις δεν έχει να κάνει με την πολιτική τους κατεύθυνση, που και σοβαρά λάθη έχει και αυταπάτες και αποπροσανατολισμούς, αλλά επίθεση στον ίδιο της τον κόσμο που αναζητάει την κοινή δράση και τη μετωπική πολιτική πάλης στους χώρους δουλειάς και ζωής, αλλά παίρνει σαν απάντηση ότι «αυτός ο χώρος κηδεμονεύεται και είναι υπονομευόμενος από διάφορα κέντρα». Και έτσι μένει μόνο του το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΥ, το ΜΑΣ και μαζί με το ΚΚΕ «κηρύσσουν πόλεμο» στην αστική τάξη και το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Στην ουσία αυτό που κάνουν δεν είναι τίποτα άλλο από να υψώνουν τείχη ανάμεσα στους εργαζόμενους, να υπονομεύουν τη δυνατότητά συγκρότησης μετώπων πάλης. Και για να σιγουρευτεί ο Δ. Γόντικας ότι το μήνυμα θα ληφθεί από τα μέλη και τους φίλους του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ ξεκαθαρίζει: «Στο κίνημα εντάσσονται και θα εντάσσονται συνεχώς νέες δυνάμεις με διαφορετικά επίπεδα συνείδησης, αλλά και εμπειρίας από ταξικούς αγώνες. Εχουμε ευθύνη οι δυνάμεις αυτές να μην εγκλωβίζονται σε επιφανειακές αναλύσεις και αποσπασματικούς στόχους πάλης».
Είναι φανερό ότι θέλει να αποκόψει τον κόσμο της επιρροής του ΚΚΕ από αγώνες που έχουν «αποσπασματικούς στόχους πάλης» που βέβαια δεν μπαίνει στον κόπο να τους αναφέρει για να ξέρει και ο κόσμος ποιοι είναι αυτοί και τα τσουβαλιάζει όλα μέσα σε ένα σύννεφο προβοκατορολογίας που αντί να ξεκαθαρίζει συσκοτίζει τα πραγματικά ζητήματα.
Οι απαντήσεις των άλλων δυνάμεων
Κάποιοι είναι φανερό ότι αιφνιδιάστηκαν από τη σφοδρότητα της επίθεσης της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντί τους, ενώ κάποιοι άλλοι την είδαν και σαν ευκαιρία να ξεκινήσει ένας «διάλογος» ανάμεσά τους. Οι απαντήσεις που δίνονται είναι «ανάλογες» με την επίθεση που δέχονται, όχι βέβαια στο επίπεδο της προβοκατορολογίας, αλλά στο επίπεδο των δικών τους «σχεδίων» για την πραγματικότητα απέναντι στα «σχέδια» του ΚΚΕ: «Η κήρυξη του «πολέμου στον καπιταλισμό» από πού και ως πού θα έπρεπε να σηματοδοτεί τη σταδιακή αλλά σταθερή απόσυρση του «πολέμου» για την ανατροπή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από το ευρώ και την ΕΕ, την άρνηση του χρέους, την ανατροπή του Μνημονίου του ΔΝΤ και του κεφαλαίου;» γράφει ο Π. Μαυροειδής στο «Πριν». Ενώ δεν χάνουν την ευκαιρία να κάνουν μία «γρήγορη» αποτίμηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, γράφοντας: «Η επαναστατική κριτική στα καταπιεστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης που γέννησαν (όχι από το κεφάλι του Δία) τους σύγχρονους ολιγάρχες και νεο-καπιταλιστές ή η ταύτιση της απελευθερωτικής κομμουνιστικής προοπτικής με αυτά;» (από το ίδιο άρθρο στο «Πριν»).
Ενώ από άλλη πλευρά γίνεται κριτική στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι δεν έχει «πολιτική στόχευση»:
«Υπάρχει η δυνατότητα να αναπτυχθεί μαζικό, δηλαδή παλλαϊκό. κίνημα πολιτικοποιημένο χωρίς αυτή η λαϊκή διαθεσιμότητα να ενσωματωθεί και να μεταπλαστεί στην πολιτική της Αριστεράς;
Ολοένα και περισσότεροι το αντιλαμβάνονται, ανάμεσα σ' αυτούς και απλοί άνθρωποι του ΚΚΕ. Αιτήματα όπως "να φύγει η τρόικα", "να πέσει άμεσα η κυβέρνηση του ψέματος και της τρομοκρατίας", "να αρνηθούμε την πληρωμή του χρέους και να φύγουμε από την Ευρωζώνη", να "αγωνιστούμε για μια νέα μεταπολίτευση σε όφελος του λαού" κ.λπ. λείπουν εντελώς από τη γραμμή, τον τόνο, τη συνθηματολογία του ΚΚΕ» γράφει ο Ρ. Ρινάλντι στο «Δρόμο της Αριστεράς».
Ο κεντρικός πυρήνας των απαντήσεων από τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια και τις «υποδείξεις» προς την ηγεσία του ΚΚΕ μιας «συνολικής» και «πολιτικής» απάντησης στην επίθεση του συστήματος, που «θα συνδέει την ταχτική με τη στρατηγική». Και όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας, στοιχεία της «τακτικής» αυτής είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα «εναλλακτικό» κυβερνητικό σχέδιο. Και ενώ κάνουν «σκληρή» κριτική στο ΚΚΕ για το εκλογοκεντρικό του σχέδιο, στην ουσία αναπαράγουν την ίδια λογική από μια «διαφορετική» σκοπιά και καλούν και την ηγεσία του ΚΚΕ να ενταχθεί σε αυτήν την κατεύθυνση ως πιο αποτελεσματική.
Κοινός τόπος τόσο για την ηγεσία του ΚΚΕ όσο και στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς που δέχονται την επίθεσή του αποτελεί ο υποβιβασμός των «επιμέρους» και των «αποσπασματικών» αγώνων και στόχων πάλης. Στην πράξη, και οι δυο πλευρές ορθώνουν τείχη διαχωρισμού, όσο και αν δεν το λένε ανοιχτά. Γιατί τι άλλο είναι ένα έτοιμο σχέδιο που «οφείλει» να ακολουθήσει το κίνημα και μάλιστα τίθεται και σαν «προαπαιτούμενο» η αποδοχή του για να προχωρήσουν προσπάθειες κοινής δράσης, υπονομεύοντας με αυτό τον τρόπο κάθε δυνατότητα ανοίγματος μετώπων πάλης με μαζικούς όρους.
Από τη δική μας πλευρά και απέναντι στο κλίμα που τείνει να διαμορφωθεί στο χώρο της Αριστεράς, θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι θα επιμείνουμε στην κατεύθυνση της ΚΟΙΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ όλου του διαθέσιμου δυναμικού μέσα στο πλαίσιο του κινήματος, για τις ανάγκες του σήμερα, για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και την οικοδόμηση ενός ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, του μόνου ικανού να ανατρέψει την αντεργατική – αντιλαϊκή λαίλαπα. Η θέση μας αυτή δεν σημαίνει ούτε ψευδεπίγραφες ενότητες ούτε προεκλογικές συγκολλήσεις αλλά ανάληψη ευθύνης για πραγματική σύγκρουση με το σύστημα από τη μεριά των εργατικών συμφερόντων, χωρίς να εγκαταλείπεται η αναγκαία πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση στο πλαίσιο του κινήματος και για τις ανάγκες του.
πηγή: Προλεταριακή Σημαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου