Τα εννιά χρόνια ιμπεριαλιστικής κατοχής «έκλεισε» φέτος το Αφγανιστάν, χωρίς ορατή ελπίδα εξόδου από τον πόλεμο. Αντίθετα οι εκτιμήσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων μεταθέτουν πλέον «μετά το 2014» την έναρξη αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων. Φυσικά, πάντα διατηρώντας τον αστερίσκο ότι ακόμα και μετά την όποια έναρξη δήθεν αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα κρατήσουν τον έλεγχο της χώρας, όντας η πραγματική εξουσία, επενδύοντας στα πακέτα ανοικοδόμησης, στην οποία ήδη στρέφουν το βλέμμα τους πέρα από τις ΗΠΑ, η ΕΕ, Ρωσία και η Κίνα.
Το Αφγανιστάν αποτελεί μια «βάση» στην περιοχή της Νότιας Ασίας, με ιδιαίτερη σημασία τόσο όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, όσο και τα ανατολικά της ηπείρου. Η βορειοατλαντική «συμμαχία» έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν είναι σε θέση - τόσο από άποψη γοήτρου όσο και γεωστρατηγικών συμφερόντων - να χάσει ή να παραιτηθεί από το Αφγανιστάν. Σε αυτό το πλαίσιο και της «νέας στρατηγικής» του Αμερικανού προέδρου Μπάρακ Ομπάμα για τον πόλεμο, που δε διαφέρει σε τίποτα στα σημεία από αυτή του προκατόχου του Τζορτζ Μπους. Αντίθετα, με βάση τη «νέα στρατηγική» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, μεταφέρθηκαν ενισχύσεις της τάξης των 30.000 Αμερικανών στρατιωτών στη χώρα, για ενδυνάμωση των κατοχικών δυνάμεων, που προσανατολίζονταν στην εντατικοποίηση του πολέμου ιδιαίτερα στις περιοχές της Χελμάντ και της Κανταχάρ που θεωρούνται τα προπύργια των Ταλιμπάν.
Δεκάδες χιλιάδες τα θύματα αμάχων
Οι κατοχικές δυνάμεις έχουν ξεκινήσει από το καλοκαίρι να σφυροκοπούν τις συγκεκριμένες περιοχές, με καθημερινές αεροπορικές επιδρομές, συγκρούσεις και βραδινές εφόδους, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες αμάχους νεκρούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι από την αρχή του πολέμου το Νοέμβρη του 2001, είναι αδύνατο να υπολογιστούν πόσοι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις κατοχικές δυνάμεις που εμφανίζονται ως «υπερασπιστές της σταθερότητας και της ασφάλειας», αλλά και από τους παλιούς συνεργάτες των ΗΠΑ, τους Ταλιμπάν. Σύμφωνα με στοιχεία που δίνει το Wikipedia, από το 2001 μέχρι και σήμερα οι νεκροί άμαχοι από επιθέσεις των Ταλιμπάν υπολογίζονται από 5.000 ως 6.500 ανθρώπους, τα θύματα των κατοχικών δυνάμεων από 9.000 ως 28.500, σημειώνοντας ότι σε αυτούς προσμετρώνται και όσοι έχασαν τη ζωή τους ως έμμεσο αποτέλεσμα των δυνάμεων κατοχής, που έχουν επιπτώσεις σε όλους τομείς της ζωής και της οικονομίας της χώρας, ενώ συνολικά ως αποτέλεσμα του πολέμου οι νεκροί άμαχοι υπολογίζονται από 14.643 ως 34.240, με τους αριθμούς να αυξάνονται καθημερινά και ο πραγματικός αριθμός να είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν που καταγράφεται επίσημα.
«Τρομοκράτες» τα κατοχικά στρατεύματα
Κάτοικοι στην Κανταχάρ, τη Χελμάντ και άλλες επαρχίες που βρίσκονται στο επίκεντρο των κατοχικών επιθέσεων, καταγγέλλουν ότι παρά τις δηλώσεις περί προστασίας των αμάχων, δεν υπάρχει καμία πρόνοια για την εξασφάλιση της ζωής τους, ενώ κατά την πάγια τακτική των ξένων στρατευμάτων, αλλά και των αφγανικών στρατιωτικών δυνάμεων που τα υποστηρίζουν, τα θύματα των επιθέσεων ακόμα και άμαχοι χαρακτηρίζονται μαζικά Ταλιμπάν χωρίς να γίνεται διασταύρωση της ταυτότητάς τους, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν τα εγκλήματα του εννεαετούς πολέμου. Σε ενημερωτικά αντιπολεμικά site εμφανίζονται όλο και περισσότερο συνεντεύξεις ανθρώπων που καταγγέλλουν άδικες συλλήψεις, βασανισμούς και εξευτελισμούς αμάχων στις επίμαχες περιοχές, από τις αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις, με την κατηγορία ότι οι «ύποπτοι» συνεργάζονται με τους Ταλιμπάν, τους παρέχουν βοήθεια ή δεν αποκαλύπτουν βασικές πληροφορίες.
Ορισμένοι δε από τους συλληφθέντες ανήκαν πριν στους Ταλιμπάν (πρώην σύμμαχοι των ΗΠΑ ενάντια στο λαϊκό καθεστώς) που σήμερα έχουν αποσυρθεί στα χωριά τους, προχωρώντας σε δριμύτατες καταγγελίες εναντίον των πρακτικών που χρησιμοποιούν στις φυλακές οι πρώην «σύμμαχές» τους σημερινές κατοχικές αμερικανικές δυνάμεις. Οι κάτοικοι των περιοχών, που έχουν βρεθεί το τελευταίο διάστημα κλιμάκωσης του πολέμου στο επίκεντρο των συγκρούσεων, κατηγορούν τις αμερικανικές κατοχικές δυνάμεις και ιδιαίτερα τις ομάδες των «κομάντος» ως απόλυτα υπεύθυνες για την ανασφάλεια και την τρομοκρατία που επικρατεί στη χώρα, υπογραμμίζοντας ότι αποτελούν παράγοντα «αποσταθεροποίησης και όχι σταθερότητας» για το Αφγανιστάν.
Σταθεροί σύμμαχοι Ισλαμαμπάντ και αφγανική κυβέρνηση
Για ενίσχυση των Ταλιμπάν κατηγορείται ευθέως και το Πακιστάν. Αιχμή οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν, οι οποίες συνδέθηκαν με τους αποκαλούμενους ως «αντάρτες» την περίοδο της συνεργασίας των ΗΠΑ με τους «μαχητές». Δεσμοί οι οποίοι παραμένουν, ενώ ο αμερικανικός στρατός εξακολουθεί να είναι - όπως και στο παρελθόν - ο κύριος αιμοδότης των οικονομικών πόρων των Ταλιμπάν, μέσω χρημάτων που διοχετεύονται σε «εταιρείες προστασίας», που επί της ουσίας χρηματίζουν τους Ταλιμπάν για να μην επιτίθενται στις κατοχικές δυνάμεις.
Ωστόσο, οι επικρίσεις προς το Ισλαμαμπάντ και τη στρατηγική αντιμετώπισης των Ταλιμπάν που εφαρμόζει έχει αρχίσει να οξύνεται ιδιαίτερα, με την Ουάσιγκτον να ζητά συγκεκριμένα αποτελέσματα εναντίον των «μαχητών» και να δρομολογεί, μέσω της συνεχούς κλιμάκωσης των επιθέσεων στις περιοχές των φυλών με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, το άνοιγμα του πολεμικού μετώπου στη γειτονική χώρα, με τις ευλογίες και της ίδιας της πακιστανικής κυβέρνησης, που καλεί τις κατοχικές δυνάμεις του Αφγανιστάν να «καθαρίσουν» το Πακιστάν από το πρόβλημα των Ταλιμπάν.
Η εγκάθετη αφγανική κυβέρνηση από την πλευρά της παίζει σε ένα υποκριτικό παιχνίδι διατήρησης ισορροπιών, εμφανίζοντας τον πρόεδρο Χαμίντ Καρζάι, να «επιτίθεται» δήθεν στις κατοχικές δυνάμεις, ζητώντας να σταματήσουν τις νυχτερινές επιδρομές και να σεβαστούν τις ζωές των αμάχων. Την ίδια στιγμή υποστηρίζει ότι η παρουσία των κατοχικών στρατευμάτων είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα στην περιοχή, με τους Αμερικανούς αξιωματούχους και το ΝΑΤΟ να επαναβεβαιώνουν συνεχώς ότι ο Αφγανός πρόεδρος και η κυβέρνηση είναι σταθεροί εταίροι της κατοχής και σημαντικοί σύμμαχοι στην «καταπολέμηση της τρομοκρατίας».
Ο Αφγανός πρόεδρος επιχειρεί να ισορροπήσει και με τους Ταλιμπάν, σε συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις, προωθώντας τις «ειρηνευτικές συνομιλίες», που βασίζονται στην εξαγορά με στόχο δήθεν την «εθνική συμφιλίωση», αφού οι Ταλιμπάν συμφωνήσουν να παραδώσουν τα όπλα και να συνεργαστούν με τις κατοχικές δυνάμεις και την εγκάθετη κυβέρνηση. Και ενώ η κυβέρνηση Καρζάι υποστηρίζει ότι συνομιλεί ήδη με ένοπλες ομάδες, οι Ταλιμπάν ισχυρίζονται ότι όλη αυτή η φιλολογία εδράζεται στην προπαγάνδα, ξεκινώντας ένα νέο πόλεμο δηλώσεων, που δεν αποκλείει ακόμα και την ύπαρξη διαπραγματεύσεων, στις οποίες φυσικά κυριαρχούν οι ανταγωνισμοί και τα συμφέροντα των δύο πλευρών, με γνώμονα τους εκατέρωθεν εκβιασμούς.
Ισχυρό ενδιαφέρον από Ρωσία και Κίνα
Παράλληλα ο Χ. Καρζάι προχωρά και σε συμφωνίες με νέους «παίκτες» που ενδιαφέρονται για το μοίρασμα της περιοχής, όπως είναι η Ρωσία και η Κίνα, με τις οποίες έχει ήδη υπογράψει συμφωνίες όσον αφορά την ανοικοδόμηση της χώρας και την εκμετάλλευση των ορυχείων - θυμίζουμε ότι στο Αφγανιστάν ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα λιθίου, που το καθιστούν ως μία από τις άκρως ενδιαφέρουσες χώρες σε μεταλλευτικό πλούτο - βάζοντας νέους διεκδικητές στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Η Ρωσία συμφώνησε και με τις κατοχικές δυνάμεις να διαθέσει τον εναέριο χώρο της για τη μεταφορά προμηθειών στα στρατεύματά τους, ενώ συνεργάστηκε με τους Αμερικανούς και σε επιχειρήσεις σε αφγανικό έδαφος, με αφορμή την «καταπολέμηση του ναρκεμπορίου».
Οι κατοχικές δυνάμεις, από την πλευρά τους, υπερασπίζονται τη στρατηγική τους, υποστηρίζοντας ότι η κλιμάκωση του πολέμου είναι ο μόνος τρόπος για την επίτευξη της «διεθνούς ασφάλειας και της σταθερότητας στην περιοχή», παρά το ότι πλέον η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν βρίσκει απέναντί της το 50% των Αμερικανών, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ενώ υπέρ τάσσεται μόνο το 44%. Καθημερινές είναι και οι αντικατοχικές - αντιαμερικανικές διαδηλώσεις, που πραγματοποιούνται και στο Αφγανιστάν, ενώ δεκάδες είναι εκείνοι που παγιδεύονται στο ψευτοδίλημμα Ταλιμπάν ή ξένα στρατεύματα και συντάσσονται με τους Ταλιμπάν ως την ύστατη λύση ενάντια στην κατοχή.
Στόχος πρέπει να είναι η αποδέσμευση του αφγανικού λαού από τα ψεύτικα διλήμματα και η συνειδητοποίηση των πραγματικών συμφερόντων του. Οι λαοί - μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που με τη σφραγίδα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, διατηρεί δυνάμεις στην περιοχή - οφείλουν να απαιτήσουν την επιστροφή των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν, δείχνοντας την αλληλεγγύη τους στον αφγανικό λαό που δοκιμάζεται επί μία δεκαετία σχεδόν στη δίνη ενός σκληρού πολέμου.
ΠΗΓΗ: Της Αλεξάνδρας ΦΩΤΑΚΗ www.rizospastis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου