Η απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 7 Οκτώβρη –οι δημόσιοι υπάλληλοι αφέθηκαν να απεργήσουν μόνοι– και η δήλωση του προέδρου της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλου, στο Ρόιτερς («δεν πρόκειται να απεργήσουμε ξανά, συντόμως») ορίζουν ένα σημείο καμπής για το εργατικό κίνημα.
Επίθεση
Η επίθεση που δέχεται η τάξη μας είναι πρωτοφανής. Στην πρώτη φάση, όπου η κυρίαρχη τάξη και τα παπαγαλάκια της –δημοσιογραφικά και πολιτικά– απέδιδαν την κρίση στο «σπάταλο κράτος», τέθηκαν στο στόχαστρο κυρίως οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι και οι κοινωνικές δαπάνες. Στη φάση αυτή με τα διαδοχικά μέτρα της κυβέρνησης Παπανδρέου και το Μνημόνιο, καταγράψαμε σοβαρές απώλειες στους μισθούς, στις συντάξεις, στα σχολεία, στα νοσοκομεία κ.λπ. Ήδη είμαστε στη δεύτερη φάση χειρισμού της κρίσης: Η κυρίαρχη τάξη θέτει το ζήτημα της «ανταγωνιστικότητας» και απαιτεί οργάνωση της επίθεσης στους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, διεκδικώντας μείωση μισθών, μείωση εργοδοτικών εισφορών, ραγδαίες «ελαστικοποιήσεις», ιδιωτικοποιήσεις, φάστ τρακ κ.ο.κ. Η εκτίναξη της ανεργίας σε πρωτόγνωρα επίπεδα γίνεται παραλυτική απειλή για τους εργαζόμενους, αλλά και μοχλός για τους εργοδότες στην προσπάθειά τους να αλλάξουν γρήγορα τους συσχετισμούς προς όφελος των συμφερόντων τους.
Απέναντι σε αυτή την επίθεση υπήρξε σημαντική διάθεση αντίστασης. Η γενική απεργία της 5ης Μαΐου υπήρξε το κορυφαίο σημείο της. Ήταν οι στιγμές που το διεθνές κίνημα και η παγκόσμια Αριστερά κοιτούσαν προς την Ελλάδα, ελπίζοντας να βρει τη δύναμη το εργατικό κίνημα να ανατρέψει από την αρχή της αυτή τη βάρβαρη πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, να αποδειχθεί αμέσως αυτή η μικρή χώρα ως ο «αδύναμος κρίκος» της διεθνούς γραμμής των βιομηχάνων και των τραπεζιτών.
Σήμερα είναι σαφές ότι αυτή η ευχή δεν επιβεβαιώθηκε. Με βαριές πολιτικές απώλειες –που θα αναδειχθούν στα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών– η κυβέρνηση του Γ.Α. Παπανδρέου κατόρθωσε να επικρατήσει στον πρώτο γύρο της αντιπαράθεσης με το εργατικό κίνημα. Αυτό φαίνεται στην αυτοπεποίθηση της κυρίαρχης τάξης, που απαιτεί ήδη να επεκταθεί το νεοφιλελεύθερο λεπίδι ενάντια σε όλο τον πληθυσμό. Φαίνεται στους επαίνους της διεθνούς εκπροσώπησης του κεφαλαίου (Στρος Καν, Γιούνγκερ, Στόιμπλε κ.ά.) προς τον ΓΑΠ, που παρουσιάζεται πλέον ως υπόδειγμα πολιτικής ηγεσίας «προς όλες τις χώρες, που παρουσιάζουν ανάλογα προβλήματα».
Ερμηνεία
Η ερμηνεία αυτής της εξέλιξης είναι σημαντική:
* Στη στήριξη των κυβερνητικών μέτρων και του Μνημονίου η κυρίαρχη τάξη έριξε όλες τις δυνάμεις της. Στις συζητήσεις με πολλούς εργαζόμενους θα δει κανείς να ξεχωρίζει η αναφορά στην τραγική «στιγμή» των 3 νεκρών στη Μαρφίν. Η «στιγμή» αυτή ανέδειξε –πέρα από τις εγκληματικές ευθύνες ενός τμήματος του αναρχισμού– έναν σημαντικότερο παράγοντα: ότι για να απειλήσει το Μνημόνιο το εργατικό κίνημα όφειλε να παρουσιάσει μια ισχύ ικανή να αντιμετωπίσει το καθεστώς με όλες του τις δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένων των «τελικών» στηριγμάτων, όπως οι δυνάμεις καταστολής). Αυτό το «κενό» ανέλαβαν να επεξεργάζονται σε καθημερινή προπαγάνδα τα αστικά κόμματα και τα ΜΜΕ, παρουσιάζοντας ως ουτοπία την πολιτική που θα απαιτούσε με συνέπεια την ανατροπή του Μνημονίου…
* Στις μάχες μετά την 5η Μαΐου, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποδείχθηκε πολύ χειρότερη από κατώτερη των περιστάσεων. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ ακολουθεί μια γραμμή πρωτοφανούς προδοσίας, που δεν έχει προηγούμενο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το 1985-87 με το «σταθεροποιητικό» πρόγραμμα Σημίτη, το 1990-92 με την άγρια επίθεση Μητσοτάκη, την εποχή του ασφαλιστικού Γιαννίτση, η πίεση των εργαζομένων από τα κάτω είχε υποχρεώσει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να κρατήσει μια γραμμή που διευκόλυνε τα συνδικάτα να αμυνθούν ή και να νικήσουν. Σήμερα, η απίστευτη γραφειοκρατικοποίηση και η αποδυνάμωση των συνδικάτων επιτρέπουν στον Γ. Παναγόπουλο να υψώνει «λευκή σημαία» απέναντι στο Μνημόνιο, προσφέροντας τεράστιας σημασίας υπηρεσία στην κυβέρνησή του, στην κυρίαρχη τάξη και στην τρόικα.
Αριστερά
Την επομένη της εξαγγελίας των κυβερνητικών μέτρων ήταν καθαρό ότι η ανατροπή τους δεν μπορούσε να ανατεθεί μόνο στα συνδικάτα, ότι προϋπόθετε πολιτικό αγώνα. Σε αυτό το καθήκον η Αριστερά αποδείχθηκε ανεπαρκής.
Το ΚΚΕ έχει αποτραβηχτεί στον πιο ιδιόμορφο κοινοβουλευτικό-κεντρικό «σεχταρισμό»: διαμηνύει στους εργαζόμενους ότι, με τους υπάρχοντας πολιτικούς συσχετισμούς, οι αγώνες τους δεν είναι δυνατόν να είναι αποτελεσματικοί, ότι το βασικό καθήκον είναι «να βγάλουν συμπεράσματα» και την επόμενη φορά «να ψηφίσουν σωστά».
Στο Συνασπισμό, η «κοινοβουλευτικό κεντρική» αντιμετώπιση της κρίσης έχει χειρότερα αποτελέσματα: έβαλε σε ερωτηματικό την «αριστερή στροφή» των τελευταίων χρόνων, έβαλε σε ερωτηματικό τον Σύριζα ως μοντέλο συμμαχιών με τη ριζοσπαστική αριστερά, οδηγεί τον ΣΥΝ στη διάχυση μέσα σε εκλογικά πειράματα (ψηφοδέλτιο Μητρόπουλου) που καθορίζονται από «δυσαρεστημένους»(;) Πασόκους.
Η άκρα Αριστερά επιμένει στην επανάληψη πειραμάτων «καταγραφής», ακόμα και όταν επί της ουσίας δεν έχει να προβάλει κάτι διαφορετικό από ευρύτερους σχηματισμούς (π.χ. απέναντι στο Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής στην Αττική). Η ανάπτυξη μιας Αριστεράς που θα επιμένει στη ριζοσπαστική πολιτική, στην πάλη για την ανατροπή του Μνημονίου, αλλά –ακριβώς γι’ αυτό– θα επιμένει επίσης σε μια μη σεχταριστική τακτική συγκέντρωσης και συνένωσης δυνάμεων, γίνεται όρος για την αποτελεσματική άμυνα και τη νίκη των λαϊκών δυνάμεων…
Αντίσταση Πέρα όμως από την ερμηνεία έχει ιδιαίτερη σημασία η ακριβής διαπίστωση των χαρακτηριστικών της συγκυρίας. Το εργατικό κίνημα δεν κατόρθωσε να νικήσει στην πρώτη μάχη, αλλά δεν έχει χάσει τον πόλεμο κατά του Μνημονίου. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι η πρωτοφανής πυκνότητα των καθημερινών αντιστάσεων. Σχεδόν παντού, σχεδόν κάθε μέρα, ξεδιπλώνονται «μικροί» αγώνες. Απεργίες κατά των περικοπών ή κατά των απολύσεων, καμπάνιες διαμαρτυρίας ή αλληλεγγύης, καταλήψεις ή «ακτιβισμοί»… Στα νοσοκομεία, στον ΟΣΕ, στη ΔΕΗ, η ραχοκοκαλιά της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης αποδεικνύεται σκληρή για τα δόντια των σοσιαλφιλελεύθερων. Αυτή είναι η δύναμη που δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση, αλλά και στην κυρίαρχη τάξη, να θριαμβολογήσει ή να χαλαρώσει τις προσπάθειες.
Σε αυτή τη διαδικασία διαρκούς αντίστασης ξεχωρίζουν οι πρωτοβουλίες αγωνιστών εργαζομένων «από τα κάτω». Σε δεκάδες χώρους, μεγάλους και μικρούς, οργανώνονται, παλεύουν, πιέζουν τα συνδικάτα. Είναι μια διαδικασία που έχει ξεπεράσει τα όρια των «μοριακών διεργασιών» μέσα στην τάξη, γίνεται ήδη εμφανής και σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. ανάκληση απολύσεων) έχει κιόλας καταγράψει αποτελέσματα.
Ταυτόχρονα, η προδοτική παραλυσία των Παναγόπουλων δεν πρέπει να μας ωθεί να ξεγράψουμε τα συνδικάτα. Η συνδυασμένη πίεση των εργοδοτικών επιθέσεων και της διάθεσης για αντίσταση από τα κάτω, πολλές φορές στην ιστορία του εργατικού κινήματος έχουν οδηγήσει στην αγωνιστική αναγέννηση συνδικάτων που ακόμα και η βάση τους τα είχε για ξεγραμμένα. Τέτοια δείγματα βλέπουμε ήδη να ξεδιπλώνονται στη ΔΕΗ ή στους σιδηροδρομικούς και αλλού.
Πέρσι το Μάη η πανευρωπαϊκή αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη επίθεση φαινόταν να περιορίζεται στην Ελλάδα. Φέτος το φθινόπωρο τα πράγματα είναι διαφορετικά: Οι μεγάλες απεργίες στη Γαλλία, η έκφραση της οργής των εργατών στις άλλες χώρες-PIGS (π.χ. Ισπανία, Πορτογαλία και αργά ή γρήγορα το μεγάλο εργατικό κίνημα της Ιταλίας…), η νέα εργατική αγωνιστικότητα στις πρώην ανατολικές χώρες, είναι δυνατόν να έρθουν ως «ενισχύσεις», είναι δυνατόν να δώσουν το σύνθημα της αντεπίθεσης εδώ.
Η εργατική τάξη, ως το κέντρο μιας συμμαχίας αντίστασης των λαϊκών μαζών, είναι και παραμένει η δύναμη που μπορεί να δώσει και να κερδίσει τον πόλεμο της ανατροπής του Μνημονίου. Σε αυτό το «στοίχημα» οφείλουμε να επιμείνουμε και σε αυτή την προσπάθεια θα κριθούμε όλοι.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου