Πάνε σχεδόν είκοσι χρόνια που τέτοιες μέρες ζούσα τον απόλυτο Ζόφο, με την έννοια της δαντικής κόλασης στη Ρουάντα, που παραμένει εντός μου όπως το 'γραψα, «ο ρους του Κάτω Κόσμου».
Είδα στοιβαγμένα πτώματα οχτώμισι χιλιάδων παιδιών, τυλιγμένα σε πρόχειρα χράμια από άχυρο, να σαπίζουν κάτω απ' τον ανελέητο ήλιο. Είδα διεθνείς και λαμπρές ΜΚΟ να μοιράζουν νερό με κάνουλες διαμέτρου 25 εκατοστών, για να γεμίσουν εξαθλιωμένα χολεριασμένα κορμιά μπιτονάκια με στόμιο δυο δάχτυλα, να απελπίζονται και να βάζουν απλώς το στόμα τους από κάτω απ' τη «φιλανθρωπική αύρα» σωριαζόμενα και νεκρά εξ «ευεργεσίας». Το ίδιο διάστημα, κι αμέσως μετά, όταν γύρισα ουρλιάζοντας από εφιάλτες για μήνες, έζησα έναν λαό ελληνικό, μια κοινωνία, που επίμονα έψαχνε τρόπο να προσφέρει κάθε λογής βοήθεια σε κείνον τον μακρινό, εβένινο λαό. Παίρναν τηλέφωνα, έστελναν επίσημες επιστολές, ζητούσαν πληροφορίες, πρόσφεραν φιλοξενία ως και υιοθεσία στα θύματα ενός από τους φριχτότερους ρατσιστικούς εμφύλιους σπαραγμούς που έζησε η ανθρωπότητα από καταβολής της. Εδραίωσα την ολότελα λανθασμένη πεποίθηση πως η κοινωνία που ζούσα είχε πάει ένα βήμα παραπέρα απ' το χρώμα του δέρματος, τη ράτσα, την απόσταση ανάμεσα στο σημαίνον ενός άλλου, ξένου λαού και το σημαινόμενο των γνώσεών μας γι' αυτόν. Είχε ξεχωρίσει τον άνθρωπο απ' το κτήνος κι είχε βαθιά κατανοήσει την πικράδα του εμφυλίου ως ανεξίτηλη μνήμη.
Ηταν λίγο μετά τα μισά του μεταπολιτευτικού κύκλου του χαραγμένου χωρίς καμιά κιμωλία, στο τεχνητό συλλογικό υποσυνείδητο. Υπήρχαν ακόμη κάτι ξεθωριασμένα αυτοκόλλητα «δεν ξεχνώ» για την Κύπρο, ο υπολογισμός των χρημάτων σε ecu (τραπεζική μονάδα που προηγήθηκε του ευρώ) δεν αφορούσε παρά ελάχιστους μυημένους... τον Αυγουστο του ' 94.
Τη συζήτηση «τι έγινε, βρε αδερφέ, ποιοι είμαστε τελικά και δεν το ξέραμε, πόσο μαύροι είμαστε κλπ. κλπ.», την άνοιξα όπως ανοίγει κακοφορμισμένη πληγή πυορρέουσα, μ' έναν ερασιτέχνη ψαρά, συναπάντημα βαρκίσιο του καλοκαιριού, μορφωμένο, εξηντάρη, με δυο παιδιά, που όπως έλεγε «ψήφιζα και ΠΑΣΟΚ τόσα χρόνια» και τώρα σκοτώνεται επί ένα χρόνο με την αδερφή του, η οποία του δηλώνει κατηγορηματικά πως «τέρμα οι μαλακίες, εγώ θα ρίξω ΧΑ, μαύρο κατάμαυρο».
Τον πήρε το παράπονο. Αναζητούσε εκείνο το κουκούτσι της συγγνωστής αμέλειας που επέδειξε, ώστε να μην κατανοήσει πού και με ποιους ζούσε, τι έπραττε και τι κοινωνία εμπιστευόταν. Λίγο μετά, το κακό σκυλί στη Βουλή, τσαλάκωνε τη συλλογική ευθύνη και πραγματικότητα, εμποράκος του ζόφου, με κάτι εκφράσεις «χούντα - φούντα» περί την κυπριακή τραγωδία, καθιερώνοντας εν μέσω κραυγαλέας ανοχής και χυδαίας επικοινωνιακής στήριξης τις «κασιδιαριές» ως πουργκατόριο. Το καθαρτήριο ως καθαρτικό και το μαύρο μακό ως νέο δέρμα, κολλητό κατάσαρκα, ο νέος εθελοντικός ρους του απόπατου κόσμου.
Τι έγινε αυτά τα είκοσι χρόνια, πολλοί ικανότεροι από μένα γευσιγνώστες του κόσμου, θα το αναλύσουν. Το τραγικό πέρασμα μιας κοινωνίας, από την εμπειρική συλλογική οδύνη και γνώση, στην πολιτικοποιημένη ανθρωποφαγία. Που είναι ο ναζισμός. Κι η απύθμενη βλακεία να επιλέγεις το σκότος, επειδή η ανωτερότητά σου είναι να μην μπορείς να ξεχωρίσεις το πετσί απ' το μπλουζί και το αίμα απ' το πνεύμα. Η Ρουάντα, είν' εδώ και μυρίζει χολέρα με διεθνή χορηγό... Δεν ξεχνώ και χωρίς αυτοκόλλητο.
Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Πηγή : Κυριακάτικος Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου