Μάρτιν Πάουελ-Ντέιβις, Σοσιαλιστικό Κόμμα (βρετανικό τμήμα της CWI) Μετάφραση: Γιάννης Λαζαρίδης
Οι βουλευτικές εκλογές του Απρίλη του 2010 στην Ουγγαρία εξασφάλισαν μια σαρωτική νίκη του συντηρητικού κόμματος FIDESZ (Φιντεσζ, Ουγγρική Ένωση Πολιτών), με τον ηγέτη του, Βίκτορ Ορμπάν (Victor Orbán),να ξαναγίνεται πρωθυπουργός, θέση που κατείχε στο παρελθόν από το 1998 ως το 2002.
Με σημαντικές τοπικές και δημοτικές εκλογές να έρχονται στις 3 Οκτωβρίου, ο Ορμπάν ελπίζει να διατηρήσει την υποστήριξη του κόσμου με την φαινομενική άρνηση του να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. για περαιτέρω μείωση του δημόσιου ελλείμματος της χώρας μέσω της επιβολής ακόμη σκληρότερων μέτρων λιτότητας.
Ο ανταποκριτής των Times στην Βουδαπέστη, Άνταμ Λε Μπορ, επευφημεί σε άρθρο του τον Ορμπάν, λέγοντας
«Οι “πλουτοκράτες” αποχώρησαν μουρμουρίζοντας για κατάρρευση του νομίσματος και δημοσιονομική ανευθυνότητα. Η ένδοξη απάντηση της Βουδαπέστης σ’ αυτό ήταν: Στο καλό. Το φιορίνι, το νόμισμα της Ουγγαρίας, υποχώρησε, ανέκαμψε και υποχώρησε ξανά αλλά η χώρα αντέχει σταθερά. Αντί για περικοπές στις υπηρεσίες και στην ευημερία του τόπου, η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην οικονομική ανάπτυξη μειώνοντας τη φορολογία, εξυγιαίνοντας την οικονομία και απλοποιώντας το πολύπλοκο επιχειρηματικό καθεστώς.»
«Φυσικά, μετά το πακέτο στήριξης των 20 δις ευρώ που δόθηκαν στην Ουγγαρία το 2008, η Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. έχουν δικαίωμα να διαπραγματεύονται πάνω στα χρηματοοικονομικά σχέδια της χώρας. Αλλά και η Ουγγαρία έχει καλούς λόγους να εμμένει στους στόχους της, μετά την οικονομική εξαθλίωση που επέφεραν σε μεγάλο μέρος της περιοχής (σμτ Ανατολική Ευρώπη) οι ιδιωτικοποιήσεις που επέβαλε στις αρχές του ’90 το Δ.Ν.Τ. Αυτή τη φορά όμως διακυβεύεται ένα σημαντικότερο ζήτημα: η εθνική κυριαρχία, ειδικότερα των μικρότερων κρατών.»
Άλλοι οικονομικοί σχολιαστές, όπως το «Κέντρο για την Οικονομική και Πολιτική έρευνα», έχουν επίσης προειδοποιήσει ότι οι απαιτήσεις του Δ.Ν.Τ. από χώρες όπως η Ουγγαρία, θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψή τους, έχοντας επιπτώσεις και για την υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη αλλά και την Ε.Ε. εν γένει.
Ποιο θα είναι λοιπόν το αποτέλεσμα αυτής της στάσης της Ουγγαρίας απέναντι στο Δ.Ν.Τ.;
Απογοήτευση για τους ‘Σοσιαλιστές’
Η επιτυχία του FIDESZ που κέρδισε τις εκλογές με πλειοψηφία δύο τρίτων, οφείλεται κυρίως στην γενικευμένη απογοήτευση του κόσμου από τη διακυβέρνηση του ουγγρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (MSZP) το οποίο βρίσκονταν στην εξουσία τα προηγούμενα οχτώ χρόνια. Το MSZP, μπορεί μεν να ιδρύθηκε από στελέχη του παλιού σταλινικού ΚΚ Ουγγαρίας, που κυβερνούσε την χώρα για δεκαετίες, αλλά η ηγεσία του επέβαλε αυστηρά μέτρα λιτότητας για τη μείωση του κρατικού ελλείμματος την ίδια στιγμή που η ίδια πλούτιζε εις βάρος του απλού Ούγγρου πολίτη.
Μέχρι να υποχρεωθεί τελικά να παραιτηθεί το 2009 από το αξίωμα του, ο προηγούμενος πρωθυπουργός της χώρας, Φέρεντς Γκιούρτσανι (Ferenc Gyurcsany), αποτελούσε την προσωποποίηση της διαφθοράς της κυβέρνησης του MSZP, έχοντας γίνει ένας από τους πλουσιότερους άνδρες της Ουγγαρίας, τη στιγμή που η ανεργία και η φτώχεια στη χώρα διογκώνονταν. Τότε, τον Σεπτέμβρη του 2006, διέρρευσε στη δημοσιότητα μια κασέτα που περιείχε μια ιδιωτική ηχογράφηση του Γκιούρτσανι να παραδέχεται ότι είχε πει ψέματα στους ψηφοφόρους για την κατάσταση της οικονομίας:
«Τα κάναμε σκατά. Όχι λίγο, πολύ. Καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν έκανε κάτι τόσο ηλίθιο όσο εμείς. Αναμφισβήτητα, τα τελευταία ενάμιση-δύο χρόνια, λέγαμε ψέματα. Ήταν ξεκάθαρο ότι αυτά που λέμε δεν είναι αληθή.»
Η ομολογία αυτή πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στη Βουδαπέστη και σε άλλες πόλεις, που συνεχίστηκαν για έξι εβδομάδες. Οι διαδηλώσεις κορυφώθηκαν στις 23 Οκτώβρη, ημέρα της 50ης επετείου της Ουγγρικής Εξέγερσης του 1956, όπου η αστυνομία επιτέθηκε στους διαδηλωτές χρησιμοποιώντας δακρυγόνα και σφαίρες από καουτσούκ. Οι διαμαρτυρίες άρχισαν να φθίνουν μετά από αυτό, αλλά, αφού δεν υπήρχε κάποια σαφής αριστερή εναλλακτική, η βαθιά απογοήτευση του κόσμου βοήθησε στο να μαζικοποιηθεί το ακροδεξιό κόμμα Jobbik (Τζόμπικ). Το MSZP κυβέρνησε τη χώρα ασθμαίνοντας μέχρι τις εκλογές του 2010, όπου και υπέστη συντριπτική ήττα λαμβάνοντας μόλις το 19% των ψήφων, σε σύγκριση με το 53% του FIDESZ.
Όπως μου εξήγησε ένας κάτοικος της Βουδαπέστης,
«Η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στο MSZP δεν γκρεμίστηκε μόνο λόγω της οικονομικής κατάρρευσης και της κακοδιαχείρισης, αλλά και από την παντελή έλλειψη ηθικής και αξιοπιστίας του κόμματος. Η λέξη ‘αριστερά’ διαστρεβλώθηκε παντελώς, και το κόμμα που μας κυβερνούσε δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση όργανο εκπροσώπησης κάποιου αριστερού κινήματος ή του εργαζόμενου πληθυσμού.»
«Ένα πράγμα μόνο είναι απόλυτα βέβαιο, η πελώρια, σχεδόν καταστροφική κούραση και απογοήτευση του απλού ανθρώπου. Κάθε, μα κάθε μέρα και ένα νέο σκάνδαλο αποκαλύπτεται, μια νέα υπόθεση διαφθοράς ή δωροδοκίας σε εταιρίες κρατικού συμφέροντος όπου όλο το πολιτικό σύστημα είναι μπλεγμένο στις περισσότερες απ’ αυτές. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε και να αισιοδοξούμε για μια καλύτερη περίοδο στην Ουγγαρία, με λιγότερη διαφθορά και απληστία. Έχει καταντήσει στ’ αλήθεια αηδιαστικό.»
Η άνοδος του Jobbik
Ο δεύτερος κερδισμένος των εκλογών του 2010 ήταν το Jobbik, ‘Το Κίνημα για μια Καλύτερη Ουγγαρία’, που, κερδίζοντας το 17% των ψήφων, έφτασε να είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα, στηριζόμενο στο 8% των ψήφων και στους τρεις ευρωβουλευτές που κατάφερε να βγάλει στις ευρωεκλογές του 2009. Αν και στο Jobbik αρνούνται ότι είναι φασίστες και αυτοπροσδιορίζονται ως ένα «χριστιανικό συντηρητικό εθνικιστικό κόμμα», στην πραγματικότητα είναι ένα ρατσιστικό κόμμα της άκρας δεξιάς, με διασυνδέσεις με το ΒΝΡ της Βρετανίας (το Βρετανικό Εθνικιστικό Κόμμα).
Το Jobbik έχει εξαπολύσει μια λαϊκίστικη ρητορική επίθεση κατά της πολιτικής διαφθοράς τόσο του MSZP όσο και του FIDESZ, ενώ τάχθηκε και εναντίον της αισχροκέρδειας που χαρακτηρίζει τους διεθνείς επενδυτές. Παράλληλα στηρίζεται σε μια ισχυρή παράδοση του εθνικισμού στην Ουγγαρία, και καλεί για «την υπεράσπιση της ουγγρικής βιομηχανίας, των Ούγγρων αγροτών, των ουγγρικών επιχειρήσεων, της ουγγρικής παραγωγής και αγοράς.»
Έπειτα από την ήττα της Ουγγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με την επιβολή της Συνθήκης του Τριανόν, το ένα τρίτο των Ούγγρων είδε τις περιοχές που ζούσε να προσαρτώνται στη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία και άλλα γειτονικά κράτη. Το Jobbikεπιδιώκει να ανοίξει εκ νέου το εθνικό αυτό ζήτημα, λέγοντας ότι «θεωρούμε πως οι εκτός ουγγρικών συνόρων περιοχές που κατοικούνται από Ούγγρους θα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας ενοποιημένης, προστατευμένης ουγγρικής οικονομικής ζώνης.»
Ο ουγγρικός αυτός εθνικισμός του Jobbik συνδυάζεται με μια ρητορική ενάντια στους αθίγγανους που ζουν εκεί, προσπαθώντας να κατηγορήσει την οικονομικά εξαθλιωμένη μειονότητα των Ρομά για την αυξημένη εγκληματικότητα στη χώρα και προειδοποιώντας ότι οι αυξημένοι δείκτες γεννητικότητάς τους απειλούν τη χώρα με «δημογραφική καταστροφή». Συνδέει τις επιθέσεις εναντίον των «τεμπελχανάδων Τσιγγάνων» με αιτήματα για τη δημιουργία «εργασιακών προγραμμάτων» όπου οι άνεργοι θα υποχρεώνονται να αποδέχονται τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργούνται από δημόσια προγράμματα.
Υπάρχουν πολλοί που θεωρούν πως το Jobbik συνδυάζει τις λεκτικές απειλές και με σωματικές. Η οργάνωση «Ουγγρική Φρουρά», που πρόσκειται στο κόμμα αυτό, έχει συνδεθεί με την αύξηση των επιθέσεων που δέχονται οι κοινότητες των Ρομά.
Η υποστήριξη που έχει το Jobbik είναι μεγαλύτερη στις πιο φτωχές περιοχές της χώρας, όπως η πόλη Μισκόλτς στα βορειοανατολικά της Ουγγαρίας. Το πολιτικό πρόγραμμα του Μάρτον Σζέγκεντ, υποψήφιου του Jobbik για την δημαρχία της πόλης, είναι ενδεικτικό της ακροδεξιάς ιδεολογίας του:
«Αυτή τη στιγμή η πόλη είναι ανήμπορη – οι κεντρικοί της δρόμοι έχουν ερημώσει, οι κάτοικοι δεν τολμούν να βγουν απ’ τα σπίτια τους όταν νυχτώσει, η ανεργία βρίσκεται σε άνευ προηγουμένου επίπεδα, οι δρόμοι είναι σε χειρότερη κατάσταση απ’ αυτούς στη Ρουμανία, το Μισκολτς έχει χρέη κοντά στα 100 δις φιορίνια».
«Δείτε όμως το παράδειγμα της Σιγκαπούρης, που για πενήντα χρόνια ήταν η φτωχότερη χώρα στη νοτιοανατολική Ασία. Μετά εμφανίστηκε ένας ηγέτης ο οποίος ισχυρίστηκε πως η Σιγκαπούρη μπορούσε σε 15 χρόνια να γίνει παγκόσμιο εμπορικό κέντρο. Κανείς δεν τον πίστεψε, αλλά σήμερα η Σιγκαπούρη είναι η πλουσιότερη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτό απαιτεί σκληρή δουλειά, την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων, και αφοσίωση στο στόχο».
«Αυτή τη στιγμή, το Μισκόλτς ξοδεύει παραπάνω από 6 δις φιορίνια σε επιδόματα. Μπορείτε να φανταστείτε τα χρήματα αυτά να δεσμεύονταν για την εκτέλεση δημοσίων έργων; Πόσο πεντακάθαρη πόλη θα ήταν το Μισκόλτς! Θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε τους δρόμους μας και τα δημόσια πάρκα μας. Θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την ανάθεση των έργων συντήρησης σε εταιρίες του εξωτερικού και να εξοικονομήσουμε εκατομμύρια από το κόστος. Όλα τα άτομα τα οποία βρίσκονται σε ηλικία που μπορούν να δουλέψουν και επωφελούνται της πρόνοιας, πρέπει να δουλέψουν! Όποιος δεν θα δουλεύει, δεν θα τρώει.»
Η Ουγγαρία και το Δ.Ν.Τ.
Το 2008, με το χτύπημα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, προκειμένου να αποτρέψει την χρεοκοπία, η Ουγγαρία ήταν το πρώτο κράτος-μέλος της Ε.Ε. που πήρε δάνειο 6,5 δις €. Το δάνειο αυτό δόθηκε στα πλαίσια ενός ευρύτερου πακέτου διάσωσης ύψους 12,5 δις € που συμφωνήθηκε με το Δ.Ν.Τ.
Τον Ιούλιο του 2010, εκπρόσωποι του Δ.Ν.Τ. και της Ε.Ε. συναντήθηκαν με Ούγγρους αξιωματούχους προκειμένου να επανεξετάσουν τα χρηματοδοτικά αυτά πακέτα διάσωσης. Η επίσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την ανησυχία που εκδήλωσαν διεθνείς δανειστές, όταν ο αναπληρωτής αρχηγός κόμματος του FIDESZ συνέκρινε την οικονομική κατάσταση της Ουγγαρίας μ’ αυτήν της Ελλάδας, και έχοντας εν γνώσει ότι το δημόσιο χρέος της Ουγγαρίας ανήλθε στο 80% του ΑΕΠ της. Η οικονομία της Ουγγαρίας συρρικνώθηκε κατά 6,3% το προηγούμενο έτος, ενώ προβλέπεται πως θα παραμείνει στάσιμη αυτή τη χρονιά.
Ο Ορμπάν ωστόσο, είτε από το φόβο μιας λαϊκής αντίδρασης απέναντι στην επιβολή νέων μέτρων λιτότητας (λαμβάνοντας υπόψη τις επιβλαβείς επιπτώσεις που θα είχαν σε μια ήδη εύθραυστη οικονομία), είτε απλά για να κερδίσει χρόνο μέχρι τις τοπικές εκλογές του Οκτώβρη, εξέπληξε τους διεθνείς δανειστές με την άρνησή του να εφαρμόσει τα μέτρα περικοπών για τα οποία επέμεναν.
Ο Ορμπάν φαίνεται να επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η Ουγγαρία εν τέλει θα εμμείνει στο αρχικό της στόχο, να μειώσει δηλαδή το δημοσιονομικό της έλλειμμα στο 3,8% του ΑΕΠ και πως δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί τον στόχο της μείωσης στο 3% που απαιτούσε η Ε.Ε. (στόχος που φυσικά δεν τηρείται και από πολλά άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε). Ένα άλλο κρίσιμο σημείο των διαπραγματεύσεων αποτελεί το σχέδιο του Ορμπάν να συγκεντρώσει περί τα 700 εκ € για την κάλυψη του ελλείμματος μέσω της επιβολής φόρου 0,5% επί των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, σχέδιο το οποίο οδήγησε πέντε διεθνείς τράπεζες που έχουν υποκαταστήματα στη χώρα, και κυρίως την αυστριακή Raiffeisen (Ραιφάισεν), να διαμαρτυρηθούν άμεσα στο Δ.Ν.Τ.
Το φιλοκαπιταλιστικό κόμμα του MSZP προειδοποίησε τον Ορμπάν «να μην θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ουγγαρίας» και δήλωσε ότι η άρνηση του να συμμορφωθεί με τις επιταγές του Δ.Ν.Τ. επιφέρει την απειλή σοβαρών επιπτώσεων, όπως το να καταρρεύσει το φιορίνι στις διεθνείς αγορές. Πάρ’ αυτά, ο Ορμπάν και το FIDESZ δείχνουν έτοιμοι να προσπαθήσουν να προωθήσουν την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσα από την περικοπή φόρων, με ένα σχέδιο για την επιβολή φόρου ατομικού εισοδήματος 16% τον προσεχή Ιανουάριο, αντί για την προσπάθεια περιορισμού του ελλείμματος.
Οι διαπραγματεύσεις έχουν προς το παρόν ανασταλεί, αλλά θα συνεχιστούν τον Οκτώβριο. Ίσως τότε φανεί κατά πόσο ο Ορμπάν θα είναι συνεπής στην αντιπαράθεσή του με το Δ.Ν.Τ. ή αν απλά οι κινήσεις του αποτελούν κάποιο τέχνασμα πριν τις δημοτικές εκλογές της χώρας.
Ανάγκη για αντίσταση των εργαζομένων
Ότι κι αν γίνει τελικά, είναι ξεκάθαρο πως οι Ούγγροι εργαζόμενοι και η μεσαία τάξη θα συνεχίσουν να είναι αντιμέτωποι με την ανασφάλεια, τη φτώχεια και την ανεργία. Ούτε το συντηρητικό FIDESZ, ούτε το «σοσιαλιστικό» MSZP ή το ακροδεξιό Jobbikπροσφέρουν κάποια εναλλακτική λύση στις καπιταλιστικές πολιτικές που προωθούνται, και που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα έχουν σαν στόχο να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση των επιχειρηματικών κερδών εις βάρος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Μέχρι στιγμής, δυστυχώς, λίγες είναι οι ενδείξεις κάποιας αριστερής αντιπολίτευσης στην Ουγγαρία. Τα χρόνια που πέρασε ο ουγγρικός λαός κάτω από την μπότα του σταλινικού καθεστώτος, καθώς και η διαφθορά του «Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος» στην συνέχεια, επέφεραν μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εργαζομένων που αναζητούν μια εναλλακτική. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει επίσης να μάθουν απ’ την αρχή τις πραγματικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος, μετά τις δεκαετίες «στημένου» συνδικαλισμού που υπήρχε επί σταλινισμού.
Στις μάχες που έπονται, ωστόσο, οι συνδικαλιστικοί αγώνες θα είναι μαχητικοί, και θα ανακύψουν ξανά γνήσια σοσιαλιστικά συμπεράσματα, με τους Ούγγρους εργαζόμενους να δείχνουν τον ίδιο ηρωισμό που επέδειξαν στους δρόμους της Βουδαπέστης το 1956, στον αγώνα τους για μια σοσιαλιστική Ουγγαρία, ως μέρος μιας σοσιαλιστικής Ευρώπης.
Όπως μου εξήγησε ένας κάτοικος της Βουδαπέστης, «Πρέπει να αγωνιστούμε όπως αγωνίζονται στην Ελλάδα». Όταν οι Ούγγροι εργαζόμενοι συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να στηρίζονται σε καπιταλιστές πολιτικούς προκειμένου να αντισταθούν στον διεθνή καπιταλισμό, παρά μόνο στις δικές τους δυνάμεις και τη δική τους οργάνωση, θα καταφέρουν να βρουν το δρόμο που θα τους οδηγήσει μακριά από την ανεργία τη φτώχια και το ρατσισμό.
Πηγή:www.xekinima.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου