Άλκης Αλκαίος
ΣΒΕΤΛΑΝΑ
I
Σφήνωσε στα μηλίγγια μας το πέλαγο
και δε λέει να ξεκολλήσει.
Κι η φλογίτσα η ανέσπερη του νου
αδημονεί: Αγρυπνείτε.
Τούτο το πρωί μας ζωογόνησε
με καινούργια σχέδια:
Να μαγέψουμε τον άνεμο να τραγουδήσει
για να φουσκώσουν τα πανιά.
Τούτο το πρωί κάτι άλλαξε μέσα μας,
κάτι πέθανε, κάτι γεννήθηκε,
που ωστόσο δεν το προσδιορίσαμε ακόμα.
Τόσα χρόνια η άπνοια μας ποδηγετούσε
τόσα χρόνια η αχλή μας σκότωνε
κι είναι καιρός να λογαριαστούμε,
καιρός να μετρηθούμε ένας – ένας
κι ύστερα αγκαλιά να βγούμε στο πέλαγο.
- Τι το πέλαγο σφήνωσε στις ψυχές
και δε λέει να ξεκολλήσει
κι η φλογίτσα η ανέσπερη του νου
αδημονεί: Αγρυπνείτε.
Είπα: Μέτρησα και λείπουν χιλιάδες.
Είπες: Μέτρησα τις μυριάδες των ζωντανών
που κινούν για τη μάχη.
ΙΙ
Το ξέρουμε.
Το ψωμί θαχει και φέτο την ίδια πικράδα,
ίδια θαναι και φέτο η χλομάδα των παιδιών
και το βλέμμα τους ίδια παγωμένο.
Ο ήλιος θα γροικάει το Γολγοθά
των απεργών
με την ίδια ευπρέπεια
θα πλειστηριάζεται η ατμόσφαιρα.
Με τους ίδιους εφιάλτες
θ’αυνανίζονται οι σπιούνοι.
Με την ίδια αδιαντροπιά
θα βιάζεται η ιστορία.
Με τους ίδιους νόμους
θα καταδικάζεται η δικαιοσύνη.
Μα να!
Έτσι καθώς τα βράδια
οι μεροκαματιάρηδες
ξεφυλλίζουν την εφημερίδα
μια μυστική αντάρα βαραίνει
τα βλέφαρά τους
διαπερνώντας τα μ’ απλά όνειρα:
Να γλυκάνει το ψωμί
να ροδίσει το μάγουλο των παιδιών
κι ανθόκηπους να γιομίσει το βλέμμα τους.
Κοίτα!
Μαθαίνουν οι προλετάριοι να γελάνε…
ΙΙΙ
Ξέρεις, αλήθεια Σβετλάνα,
τούτη τη μελωδία πεταρίζει
στα χείλη σου,
έτσι ήρεμη, αυστηρή κι αποφασισμένη,
την κατεβάζουν στο νοτιά
οι αγέρηδες της πατρίδας σου
κάθε που ο βοριάς δυναμώνει,
κάθε που μια καινούργια λεύκα
φουντώνει στους κήπους,
κάθε που η καρδιά μας
ματώνει τους δρόμους. Νατη!
Την ταξιδεύουν οι αγέρηδες
της πατρίδας σου
σ’όλες τις πατρίδες του κόσμου,
καθάρια, δυνατή
πιο δυνατή, πιο καθάρια,
να την ανεμίζουν στα γιαπιά οι οικοδόμοι
και στα μωρά τους να την κάνουν
προσευχή οι μητέρες,
να τη μουρμουρίζουν τ’ άροτρα
των ξωμάχων
πάνω στη φραγμένη γη της πατρίδας μου
και στις αμπάρες των κελιών
να τη σκαλίζουν οι αθώοι.
Γιατί ξέρουμε Σβετλάνα,
τούτη η μελωδία είν’η γη που κοιλοπονάει,
είναι ο κρίνος των κυμάτων
που σημαδεύει το πέλαγο,
κρασί καθημερινό του εργάτη
και σφύριγμα παλικαριού πριν
την εχτέλεση.
Τούτη η μελωδία Σβετλάνα
είν’ η ανάσα του λαού μου που πορεύεται
Φως εκ Φωτός Σου.
Ριζοσπάστης: 25/9/1977
Πηγή ποιήματος : www.poiein.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου